Αρχική Σύσταση Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών ΑυθαιρεσίαςΆρθρο 1 Γραφείο Αντιμετώπισης Περιστατικών ΑυθαιρεσίαςΣχόλιο του χρήστη Ιάσονας Χατζηθεοδώρου | 1 Δεκεμβρίου 2009, 00:15
Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Από τα προτεινόμενα άρθρα καταλαβαίνω πως το Υπουργείο διατίθεται να δημιουργήσει ένα γραφείο παραπόνων διαβιβαστικού χαρακτήρα η οποία θα καλύπτει τις ανάγκες της αιτιολογικής έκθεσης και θα λειτουργεί σαν φιλικός και λειτουργικός ενδιάμεσος του καταγγέλοντος και των σωμάτων ασφαλείας. Σωστά λοιπόν παραμένει εντός της αρμοδιότητας του Υπουργείου, αλλά ξεχωριστά από τις υπόλοιπες διευθύνσεις και υπηρεσίες. Όπως ορθά πολλοί έχουν επισημάνει, είναι λογικό να βρεθεί εντός σύντομου χρονικού διαστήματος ένας υπέρογκος αριθμός καταγγελιών ο οποίος όμως θα αντικατοπτρίζει μονάχα την δυσλειτουργικότητα της τωρινής κατάστασης (το 2008 η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων είχε μόλις 431 καταγγελίες και 212 δικογραφίες), και εν ταύτει περιπτώση είναι αναμενόμενο σε εύλογο χρονικό διάστημα να εναρμονιστεί η ένταση των καταγγελιών σε ένα λογικό αριθμό. Είναι καίριο να διευκρινιστεί στο παρών ΠΔ, η σχέση που θα έχει με τους υπόλοιπους συναρμόδιους φορείς (Δ.Εσ.Υπ., πειθαρχικά συμβούλια, εισαγγελείς κλπ), ενώ ακόμη, είναι σημαντικό το παρών ΠΔ να ενισχυθεί από ΥΑ και διοικητικές πράξεις οι οποίες θα διασφαλίζουν την επαρκή στελέχωση των συναρμόδιων διευθύνσεων και φορέων ώστε το νομοθετικό πνεύμα να εκτελεσθεί επαρκώς και να μην παραμείνει σε μια κόλλα χαρτί. Δυστυχώς όμως, δεν αντιμετωπίζονται τα ζητήματα παραβατικότητας και αντικοινωνικής συμπεριφοράς εντός των σωμάτων επί της ουσίας. Η προτεραιότητα που θέτει το Υπουργείο στο παρών ΠΔ, είναι σίγουρα επικοινωνιακού χαρακτήρα αφού τα λειτουργικού χαρακτήρα ζητήματα (εκπαίδευση και εξοπλισμός, σχέσεις ανωτέρων-υφισταμένων, σχέσεις μεταξύ διευθύνσεων, νομιμότητα διαταγών) έχουν αφεθεί για το μέλλον, χωρίς φυσικά να αναιρείται και η όποια σπουδαιότητα του παρόντος. Όσο αναφορά επί της διευρυμένης ουσίας γύρω από τη λειτουργία των σωμάτων ασφαλείας, από τα διάφορα σχόλια αναδύονται σημαντικά ζητήματα τα οποία παραμένουν άγνωστα στη κοινή γνώμη, και πιθανολογώ, και στη πλειονότητα των ανώτερων αξιωματικών και πολιτικών στελεχών του υπουργείου. Χαρακτηριστικότερο για εμένα αποτελεί ένα σχόλιο (από NIKOS - — 25 Νοεμβρίου 2009 @ 21:59): 'Φοβομαστε τωρα να ενεργησουμε φανταστειτε μετα αυτου του μετρου.' Είναι εξαιρετικά αποκαρδιωτικό ένας αστυνομικός να σκέφτεται έτσι, και φοβάμαι πως αντανακλά μια κατάσταση ιδιαίτερα αποδυναμωμένου ηθικού, λειτουργικής απομόνωσης χαμηλόβαθμων στελεχών, και κακής εσωτερικής οργάνωσης, η οποία φυσικά προϋποθέτει και τον εσωτερικό έλεγχο όπως σε οποιοδήποτε εύρυθμο οργανισμό. Ο αστυνομικός δεν θα έπρεπε να φοβάται τον πολίτη (όπως φυσικά και αντίστροφα), και ούτε τους συναδέρφους και ανωτέρους του. Όπως και ένας πολίτης δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται τον ελεγκτικό μηχανισμό, έτσι και τα στελέχη αυτού του μηχανισμού δεν θα έπρεπε να φοβούνται τίποτα εφόσον εκτελούν την υπηρεσία τους σωστά παρόλο το αυξημένο αίσθημα ευθύνης. Για αυτή την έλλειψη εμπιστοσύνης ευθύνη έχουνε όλοι (όπως και οι πολίτες απέναντι στα όργανα), και κυριότερα εκείνοι που ενώ τιμούν τη στολή τους, ανέχονται σιωπηρά αυτούς που την ντροπιάζουν δημιουργώντας μια δυσανάλογη αρνητική δημόσια εικόνα για το σώμα. Είμαι πεποισμένος πως παρόλο τον ευαίσθητο ρόλο της, η Αστυνομία στελεχώνεται από έντιμους και κοινωνικά ανήσυχους ανθρώπους οι οποίοι όμως πρέπει και οι ίδιοι πρώτα να δράσουν στο εσωτερικό τους ώστε να διασφαλίσουν το ακέραιο του σώματός τους. Τότε και λιγότερες καταγγελίες θα υπάρχουν, και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη θα δείχνει ο πολίτης. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως νόμοι υπάρχουνε, και ο πειθαρχικός και ο ποινικός κώδικας είναι πλούσιοι σε παραγράφους, αλλά ως γνωστόν επί της πλειονότητας τους τα νομοθετήματα και οι θεσμοί δεν εφαρμόζονται. Για παράδειγμα, γίνεται κουβέντα σχετικά με τα διακριτικά στοιχεία των αστυνομικών ενώ υπάρχει από το 2004 σχετική νομολογία. Αυτό που λείπει λοιπόν είναι η θέληση, και αυτή δεν πρόκειται να προκύψει ποτέ από κανένα νομοθέτημα. Εν κατακλείδι, μακάρι η πολιτική και ανώτερη ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. να αφουγκραστεί όχι μόνο τις απαιτήσεις τις κοινωνίας για το χαρακτήρα της αστυνομίας που θέλουμε, αλλά και τις εμπειρίες και τις γνώμες των μάχιμων αστυνομικών που βιώνουν τις συνέπειες κακών επιλογών και αποφάσεων καθημερινά στην υπηρεσία τους.