Αρχική Έλεγχος απόκτησης και κατοχής όπλωνΆρθρο 1Σχόλιο του χρήστη ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ | 11 Οκτωβρίου 2010, 17:36
Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ - ΘΡΑΚΗΣ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ ΜΕ ΤΟ ΥΠΕΚΑ ΕΔΡΑ: ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ 173-175 ΘΕΣΣ/ΝΙΚΗ-Τ.Κ. 55154 Τηλ.: 2310477128 - Fax.: 2310-475301 http://www.hunters.gr, e-mail: hunters@hunters.gr Θεσσαλονίκη 11-10-2010 Θέμα: «Σχέδιο Νόμου για την τροποποίηση διατάξεων Θέμα: «Σχέδιο Νόμου για την τροποποίηση διατάξεων του ν.2168/1993 για τα όπλα και εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 2008/51/ΕΚ». Ενόψει της τροποποίησης του ισχύοντος νόμου για τα όπλα θεωρούμε αναγκαίο να τονίσουμε ιδιαίτερα, ότι ο νέος νόμος πρέπει να ρυθμίζει θέματα τα οποία κατά το παρελθόν δημιούργησαν σχετικά προβλήματα και τα οποία έχουν σχέση, με την κατοχή και τη χρήση κυνηγετικών όπλων. Α. Παρουσιάζοντας τις συγκεκριμένες μας προτάσεις του κεφαλαίου Β του παρόντος σας γνωρίζουμε τους λόγους που μας οδηγούν στις προτάσεις αυτές: 1) Για την αγορά πυροβόλου όπλου για κυνηγετική και σκοπευτική χρήση, αλλά και την έκδοση και ανανέωση της Άδειας Κατοχής του πρέπει ο ενδιαφερόμενος να έχει Άδεια θήρας εν ισχύ ή να έχει λήξει όχι περισσότερο από τρία χρόνια από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για την χορήγηση ΑΚΠΟ (Αδεια Κατοχής Πυροβόλου Όπλου) ή Άδειας αγοράς του, ή να είναι κάτοχος «Διπλώματος Κυνηγού Β’ τάξης» προκειμένου για λειόκαννο και «Διπλώματος Κυνηγού Α’ τάξης» προκειμένου για ραβδόκαννο. Ο λόγος της πρότασης αυτής είναι προφανής. Το κυνηγετικό όπλο πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για κυνήγι και όχι για λόγους προσωπικής ασφάλειας. Επομένως, ένα πυροβόλο όπλο χαρακτηρίζεται «κυνηγετικό» μόνο όταν ο κάτοχός του το χρησιμοποιεί για κυνήγι και συμπληρωματικά για εξάσκηση στη σκοποβολή. Συνεπώς ο κάτοχος πρέπει να είναι ενεργός κυνηγός να έχει δηλαδή τις προϋποθέσεις της παραπάνω παραγράφου. ΄Οποιος πολίτης δεν επιθυμεί Αδεια θήρας (που έχει θέση οπλοφορίας και οπλοχρησίας) τότε πρέπει να ζητά άλλου είδους άδεια κατοχής στην οποία θα προσδιορίζεται η αντίστοιχη χρήση π.χ. σκοποβολή, συλλογή, οικογενειακό κειμήλιο, κλπ.. 2) Η χορήγηση της βεβαίωσης ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας κατοχής πυροβόλου όπλου να ακολουθεί την ίδια διαδικασία και να απαιτεί τα ίδια δικαιολογητικά όπως και η έκδοση της Άδειας Κατοχής Πυροβόλου Όπλου και η διάρκεια ισχύος της και οι προϋποθέσεις ανανέωσης να ακολουθούν αυτές ακριβώς της ΑΚΠΟ. 3) Η άδεια θήρας να αποτελεί απαραίτητο δικαιολογητικό και προϋπόθεση για την απόκτηση πυροβόλου όπλου για κυνηγετική χρήση επειδή επέχει θέση άδειας οπλοφορίας και οπλοχρησίας και πρέπει να χορηγείται στον αιτούντα προσωπικά ή μέσω τρίτου εφοδιασμένου με ειδικό ατομικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο. Εξαιρούνται της υποχρέωσης αυτής μόνο οι αναγνωρισμένοι από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Κυνηγετικοί Σύλλογοι οι οποίοι λόγω του αυξημένου ελέγχου που ασκεί σε αυτούς το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής μπορούν να καταθέτουν αίτηση έκδοσης άδειας θήρας για λογαριασμό των μελών τους. 4) Για την άδεια θήρας, η οποία αποτελεί προϋπόθεση έκδοσης ΑΚΠΟ ή χορήγησης της βεβαίωσης ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας κατοχής πυροβόλου όπλου για κυνηγετική χρήση, είναι απαραίτητο ο ενδιαφερόμενος να προσκομίζει ιατρική βεβαίωση από ψυχίατρο ή ειδικό παθολόγο οπότε στην περίπτωση αυτή χρειάζεται η προσκόμιση στον παθολόγο του βιβλιαρίου υγείας για την διαπίστωση τυχόν ψυχικής νόσου ή χρήσης ψυχοτρόπων φαρμάκων. 5) Σε περίπτωση λήξης της ΑΚΠΟ ο ενδιαφερόμενος μπορεί, πέραν ποινών που προβλέπονται στο παρόντα νόμο, να ζητήσει έκδοση άδειας κατοχής του όπλου εφόσον καταβάλει πρόστιμο ύψους τουλάχιστον 200 €. 6) Για την έκδοση άδειας θήρας για πρώτη φορά, πρέπει να θεσμοθετηθεί η εκπαίδευση των υποψηφίων κυνηγών με ευθύνη των κυνηγετικών οργανώσεων και την εποπτεία των δασικών και αστυνομικών αρχών, χωρίς δαπάνη για το δημόσιο. Ο υποψήφιος κυνηγός που έχε συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας του μπορεί να παρακολουθήσει τον κύκλο των εκπαιδευτικών σεμιναρίων διάρκειας τουλάχιστον 50 ωρών (θεωρία και πρακτική), τα οποία θα οργανώνονται κάθε χρόνο με ευθύνη των κυνηγετικών ομοσπονδιών. Αν η φοίτηση κριθεί επιτυχής ο υποψήφιος λαμβάνει το «Δίπλωμα κυνηγού Β΄ τάξης» και αφού κλείσει το 18ο έτος της ηλικίας του μπορεί να λάβει άδεια θήρας (από τις δασικές αρχές) και ΑΚΠΟ ή Βεβαίωση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας κατοχής πυροβόλου όπλου για κυνηγετική χρήση, μόνο για λειόκαννο. Οι κυνηγοί που έχουν λάβει άδεια θήρας και την έχουν ανανεώσει τουλάχιστον για πέντε έτη, μπορούν να παρακολουθήσουν ένα δεύτερο κύκλο εκπαιδευτικών σεμιναρίων διάρκειας τουλάχιστον 50 ωρών (θεωρία και πρακτική), τα οποία θα οργανώνονται κάθε χρόνο με ευθύνη των κυνηγετικών ομοσπονδιών και θα αφορούν πιο εξειδικευμένα θέματα για το κυνήγι και τη διαχείριση των μεγάλων οπληφόρων θηραμάτων. Αν η φοίτηση κριθεί επιτυχής ο υποψήφιος λαμβάνει το «Δίπλωμα κυνηγού Α΄ τάξης» το οποίο αποτελεί και προϋπόθεση για την απόκτηση ΑΚΠΟ για ραβδόκαννο πυροβόλο όπλο. Με απόφαση του ΥΠΕΚΑ μετά από σχετική εισήγηση της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας καθορίζεται η διαδικασία της εκπαίδευσης των υποψηφίων κυνηγών, η διδακτέα ύλη, το αναλυτικό και το ωρολόγιο πρόγραμμα, τα κριτήρια, η επιλογή και εκπαίδευση των εκπαιδευτών και κάθε σχετική λεπτομέρεια που θα εξυπηρετεί το σκοπό. 7) Η χρήση ραβδωτού όπλου για το κυνήγι είναι αναγκαίο να επιτραπεί για λόγους διαχείρισης των οπληφόρων θηραμάτων, αλλά και λόγω προσαρμογής μας προς τα ισχύοντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση με ειδικές βέβαια προϋποθέσεις που έχουμε ήδη περιγράψει στο παραπάνω έγγραφο μας. Η χρήση λειόκαννων πυροβόλων όπλων στο κυνήγι των οπληφόρων θηραμάτων είναι αντιδεοντολογική και επιφέρει «σπατάλη» θηράματος. Για το σκοπό αυτό αλλά και την αποφυγή των ατυχημάτων πρέπει να επιτρέπεται η χρήση της σκοπευτικής διόπτρας. Επίσης η εκπαίδευση των κυνηγών πρέπει να περιλαμβάνει και πρακτική άσκηση στο σκοπευτήριο, οπότε για λόγους κόστους είναι επιβεβλημένη η χρήση εξομοιωτών σκοποβολής. Β. Ειδικότερα προτείνουμε τα εξής: 1) Σ’ όλο το κείμενο του Ν. 2168 /1993 όπως ισχύει, η φράση «κυνηγετικό όπλο» αντικαθίσταται με την «πυροβόλο όπλο για χρήση από πολίτες» (της περίπτωσης β της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν.2168/93). 2) Και στις δύο περιπτώσεις α - β της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν.2168/1993 να προστεθεί η φράση «εφ' όσον είναι κάτοχοι άδειας θήρας ως κατωτέρω ορίζεται τόσο για τα λειόκαννα όσο και για τα ραβδόκαννα». 3) Στην περίπτωση β' της παραγράφου 5 του άρθρου 6 του ν.2168/1993 προστίθεται η φράση «... .και είναι κάτοχοι κυνηγετικής αδείας». 4) Στην περίπτωση δ' του ιδίου άρθρου 6 του ν.2168/1993 αντί του διαζευκτικού (ή) προστίθεται ο συμπλεκτικός σύνδεσμος «και». 5) Η παρ. 1 του άρθρου 8 του ν.2168/1993 αντικαθίσταται ως εξής: «Τα πυροβόλα όπλα για χρήση από πολίτες κατέχονται από πολίτες με τις προϋποθέσεις που ορίζει απόφαση του αρμόδιου Υπουργού. Αυτά που προορίζονται για κυνηγετική χρήση χρησιμοποιούνται μόνο από κατόχους Αδειας Θήρας. Εάν από κληρονομικό δικαίωμα ή από δωρεά έγινε τρίτος κύριος του πυροβόλου όπλου προοριζόμενου για κυνηγετική χρήση, οφείλει εντός διετίας να εφοδιαστεί με άδεια θήρας. Εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν θέλει ή δεν μπορεί να εφοδιαστεί με άδειας θήρας, οφείλει εντός διετίας, είτε να μεταβιβάσει το όπλο σε τρίτο κάτοχο άδειας θήρας ή να εκδοθεί νέα άδεια κατοχής πυροβόλου όπλου με άλλη χρήση, όπως σκοπευτική, συλλεκτική, κειμηλιακή, κλπ. απαγορευμένης της χρήσης του για οποιοδήποτε άλλη αιτία. Η μεταφορά πυροβόλου όπλου για κυνηγετική χρήση στην ύπαιθρο μετά την λήξη της κυνηγετικής περιόδου απαγορεύεται. Οι παραβάτες τιμωρούνται σύμφωνα...» 6) Η παράγραφος 10 άρθρου 10 του ν.2168/1993 αντικαθίσταται ως εξής: α) «Άδεια Κατοχής Πυροβόλου Οπλου για κυνηγετική και σκοπευτική χρήση εκδίδεται από τις αστυνομικές αρχές. Για την έκδοση της Άδειας αγοράς και εν συνεχεία της ΑΚΠΟ, αλλά και την ανανέωσή της, αποτελεί προϋπόθεση ο ενδιαφερόμενος να έχει Άδεια θήρας εν ισχύ ή να έχει λήξει όχι περισσότερο από τρία χρόνια από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για την χορήγηση Άδειας αγοράς, ή να είναι κάτοχος «Διπλώματος Κυνηγού Β’ τάξης» προκειμένου για λειόκαννο και «Διπλώματος Κυνηγού Α’ τάξης» προκειμένου για ραβδόκαννο. Για την έκδοση άδειας θήρας για πρώτη φορά, θεσμοθετείται η εκπαίδευση των υποψηφίων κυνηγών με ευθύνη των κυνηγετικών οργανώσεων και την εποπτεία των δασικών και αστυνομικών αρχών, χωρίς δαπάνη για το δημόσιο. Ο υποψήφιος κυνηγός που έχε συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας του μπορεί να παρακολουθήσει τον κύκλο των εκπαιδευτικών σεμιναρίων διάρκειας τουλάχιστον 50 ωρών (θεωρία και πρακτική), τα οποία θα οργανώνονται κάθε χρόνο με ευθύνη των κυνηγετικών ομοσπονδιών. Αν η φοίτηση κριθεί επιτυχής ο υποψήφιος λαμβάνει το «Δίπλωμα κυνηγού Β΄ τάξης» και αφού κλείσει το 18ο έτος της ηλικίας του μπορεί να λάβει άδεια θήρας (από τις δασικές αρχές) και ΑΚΠΟ ή Βεβαίωση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας κατοχής πυροβόλου όπλου για κυνηγετική χρήση, μόνο για λειόκαννο. Οι κυνηγοί που έχουν λάβει άδεια θήρας και την έχουν ανανεώσει τουλάχιστον για πέντε έτη, μπορούν να παρακολουθήσουν ένα δεύτερο κύκλο εκπαιδευτικών σεμιναρίων διάρκειας τουλάχιστον 50 ωρών (θεωρία και πρακτική), τα οποία θα οργανώνονται κάθε χρόνο με ευθύνη των κυνηγετικών ομοσπονδιών και θα αφορούν πιο εξειδικευμένα θέματα για το κυνήγι και τη διαχείριση των μεγάλων οπληφόρων θηραμάτων. Αν η φοίτηση κριθεί επιτυχής ο υποψήφιος λαμβάνει το «Δίπλωμα κυνηγού Α΄ τάξης» το οποίο αποτελεί και προϋπόθεση για την απόκτηση ΑΚΠΟ για ραβδόκαννο πυροβόλο όπλο. Με απόφαση του ΥΠΕΚΑ μετά από σχετική εισήγηση της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας καθορίζεται η διαδικασία της εκπαίδευσης των υποψηφίων κυνηγών, η διδακτέα ύλη, το αναλυτικό και το ωρολόγιο πρόγραμμα, τα κριτήρια, η επιλογή και εκπαίδευση των εκπαιδευτών και κάθε σχετική λεπτομέρεια που θα εξυπηρετεί το σκοπό. β) Η άδεια θήρας εκδίδεται από τις δασικές αρχές και για λόγους ασφαλείας χορηγείται στον αιτούντα προσωπικά ή σε τρίτον εφοδιασμένο με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο. Το ίδιο ισχύει και για την κατάθεση της αίτησης. Των υποχρεώσεων της παραγράφου αυτής εξαιρούνται τα μέλη των αναγνωρισμένων από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Κυνηγετικών Συλλόγων, λόγω του αυξημένου ελέγχου του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής επί των συνεργαζόμενων Κυνηγετικών Συλλόγων. γ) Η οπλοφορία με πυροβόλα όπλα για κυνηγετική χρήση απαγορεύεται εκτός των περιπτώσεων της χρήσης για άσκηση θήρας ή/και σκοποβολής και της μετάβασης και επιστροφής στους χώρους αυτούς. Στις περιπτώσεις αυτές κατά την διέλευση από κατοικημένες περιοχές τα όπλα πρέπει να φέρονται κενά και εντός θήκης». 7) Η περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.2168/1993, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 3169/2003 (Α΄- 189) αντικαθίσταται ως εξής : «β. Οπλα προοριζόμενα για χρήση από πολίτες, είναι τα επωμιζόμενα πυροβόλα τυφέκια (λειτουργούν με δύναμη που παράγεται από την καύση πυρίτιδας) με μη πτυσσόμενο κοντάκι, με μήκος κάννης τουλάχιστον πενήντα (50) εκατοστών του μέτρου και συνολικό μήκος τουλάχιστον ενός (1) μέτρου, σταθερό. Ως προς τον μηχανισμό λειτουργίας τους δύνανται να είναι: όπλα μιας βολής ή δίκαννα ή τρίκαννα ή επαναληπτικά ή ημιαυτόματα. Στις περιπτώσεις των όπλων μιας βολής, των δίκαννων και των τρίκαννων περιλαμβάνονται και τα εμπροσθογεμή. Σε καμία δε περίπτωση δεν προορίζονται για χρήση από πολίτες αυτόματα όπλα δηλ. αυτά που βάλλουν «κατά ριπάς». β1. Τα πυροβόλα όπλα που προορίζονται για χρήση από πολίτες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: β11. Αυτά που έχουν το εσωτερικό της κάνης λείο και αποκαλούνται «λειόκαννα», που στις περιπτώσεις των επαναληπτικών και των ημιαυτόματων δεν επιτρέπεται να δύνανται να τροφοδοτηθούν με περισσότερα από τρία φυσίγγια (ένα στη θαλάμη και δύο στην αποθήκη). β12. Αυτά που φέρουν στο εσωτερικό της κάνης ελικοειδείς ραβδώσεις και αποκαλούνται «ραβδόκαννα». Στην περίπτωση που αυτά είναι ημιαυτόματα δεν επιτρέπεται να δύνανται να τροφοδοτηθούν με περισσότερα από τρία φυσίγγια (ένα στη θαλάμη και δύο στην αποθήκη), για δε τα επαναληπτικά δεν επιτρέπεται να δύνανται να τροφοδοτηθούν με περισσότερα από πέντε φυσίγγια (ένα στη θαλάμη και τέσσερα στην αποθήκη). Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται και τα λεγόμενα «μικτά», που είναι όπλα «αρθρωτά» (δίκαννα ή τρίκαννα), με συνδυασμό ραβδωτής/ών και λείας/ων κάνης/ών, καθώς και εμπροσθογεμή με ραβδωτή κάννη. β2. Τα παραπάνω όπλα προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για την άσκηση θήρας ή εξάσκηση στη σκοποβολή και κατ’ εξαίρεση δύνανται να χρησιμοποιούνται για τον εκφοβισμό, την απομάκρυνση και τον έλεγχο των πτηνών από χώρους των αεροδρομίων. Επίσης τέτοια όπλα δύνανται να κατέχουν πολίτες ως συλλεκτικά αντικείμενα ή οικογενειακά κειμήλια. Η χρήση (προορισμός) του όπλου πρέπει να αναγράφεται στην άδεια οπλοκατοχής. β3. Τα ραβδωτά όπλα που χρησιμοποιούνται για κυνηγετική χρήση πρέπει να δέχονται μόνο κεντροφλεγή φυσίγγια απαγορευμένης της χρήσης φυσιγγίων περιφερειακής επίκρουσης. Δεν επιτρέπεται η χρήση για κυνήγι, ραβδόκαννων όπλων που δέχονται φυσίγγια των 7,62 Χ 51 ΝΑΤΟ (.308 WIN) ή 5,56 X 45 (.223 REM). 8) Η περίπτωση η) της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν. 2168/1993 τροποποιείται ως εξής: η) Βαλλιστρίδων προοριζομένων αποκλειστικά και μόνο για σκοποβολή και τόξων προοριζομένων για σκοποβολή και κυνήγι σύμφωνα με τη νομοθεσία περί θήρας. 9) Η περίπτωση γ) της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του Ν. 2168/1993 καταργείται. 10) Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του Ν. 2168/1993 αντικαθίσταται ως εξής: «Η ερασιτεχνική γόμωση και αναγόμωση φυσιγγίων πυροβόλων όπλων επιτρέπεται μόνο από κατόχους αδείας θήρας και ΑΚΠΟ και μόνο για προσωπική χρήση. Η ευθύνη για την προσωπική τους ασφάλεια καθώς και τρίτων από τη χρήση αυτών των φυσιγγίων βαρύνει αποκλειστικά τους ίδιους. Σημειώνουμε ότι τις προτάσεις αυτές τις έχουμε εξηγήσει στους αρμόδιους του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και έχουμε αποκομίσει την αίσθηση ευνοϊκής αποδοχής από μέρους των. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΗΣ Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΟΣ