1. Η απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που τελεί υπό διαδικασία επιστροφής αναβάλλεται υποχρεωτικά στις περιπτώσεις που : α) παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης ή β) έχει ανασταλεί στο πλαίσιο δικαστικής προστασίας.
2. Οι αρμόδιες για την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής αστυνομικές αρχές δύνανται, με αιτιολογημένη απόφασή τους, να αναβάλουν την απομάκρυνση, για εύλογο χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις κάθε περίπτωσης και ιδίως: α) τη φυσική ή διανοητική κατάσταση του υπηκόου τρίτης χώρας ή β) τεχνικούς λόγους, όπως είναι η έλλειψη μέσων μεταφοράς ή η έλλειψη δυνατότητας απομάκρυνσης, λόγω αντικειμενικής αδυναμίας διαπίστωσης της ταυτότητας που, σε κάθε περίπτωση, δεν οφείλεται σε υπαίτια συμπεριφορά του υπό επιστροφή υπηκόου τρίτης χώρας ή γ) εφόσον συντρέχουν λόγοι πρακτικής ή νομικής αδυναμίας φυσικής μεταφοράς του υπό απομάκρυνση προσώπου, εντός εύλογου χρόνου, στην χώρα ιθαγένειας του ή σε άλλη χώρα διέλευσης.
Η αρμόδια αρχή εν προκειμένω αξιολογεί το εφικτό της απομάκρυνσης στην συγκεκριμένη περίπτωση βάσει ειδικότερων στοιχειών, τα οποία επικαλείται ο ενδιαφερόμενος, συνεκτιμώντας όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες αναφορικά με την ακολουθητέα πρακτική εκάστης τρίτης χώρας, ως προς τη συνεργασία σε θέματα επανεισδοχής. Προς το σκοπό αυτό η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητά τη συνδρομή του αρμόδιου Τμήματος της Υπηρεσίας Ασύλου.
3. Εάν αναβληθεί η απομάκρυνση, κατά τα προβλεπόμενα στις προηγούμενες παραγράφους, οι ως άνω αρχές δύνανται να επιβάλουν στον υπήκοο τρίτης χώρας τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 22 παρ. 4. Αν διαπιστωθεί παραβίαση των υποχρεώσεων αυτών, η απόφαση επιστροφής εκτελείται αμέσως και η απόφαση της παρ. 2 θεωρείται αυτοδικαίως ανακληθείσα ή εφόσον η απομάκρυνση δεν είναι τεχνικώς δυνατή επιβάλλονται με νέα απόφαση επαχθέστεροι περιοριστικοί όροι, οι οποίοι, σε περίπτωση υποτροπής, εξικνούνται μέχρι και τη διοικητική κράτηση, με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στο άρθρο 30 χρονικών ορίων.
4. Η απόφαση αναβολής της απομάκρυνσης επιδίδεται στον υπήκοο τρίτης χώρας και συνιστά γραπτή βεβαίωση ότι η απόφαση επιστροφής δεν μπορεί να εκτελεσθεί προσωρινά (βεβαίωση αναβολής της απομάκρυνσης). Η βεβαίωση του προηγούμενου εδαφίου έχει εξάμηνη ισχύ και μπορεί να ανανεώνεται μετά από νέα κρίση σχετικά με την εξακολούθηση του ανεφίκτου της απομάκρυνσης. Κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της γραπτής βεβαίωσης, ο κάτοχός της έχει προσωρινό δικαίωμα διαμονής στην Ελλάδα και οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να παραμένει στη διάθεση των αρμοδίων για την εκτέλεση της απομάκρυνσης αρχών και να συνεργάζεται μαζί τους, ώστε αυτή να καταστεί δυνατή σε σύντομο χρόνο.
5. Σε περίπτωση αδυναμίας των αρμόδιων κατά περίπτωση αρχών να διασφαλίσουν με ίδιους πόρους ή μέσα ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών των οποίων η απομάκρυνση έχει αναβληθεί απολαμβάνουν, κατά το χρονικό διάστημα της αναβολής, στοιχειώδεις όρους αξιοπρεπούς προσωρινής στέγασης σε εγκαταστάσεις δημόσιου ή κοινωφελούς χαρακτήρα και γενικότερα μπορούν να καλύψουν τις άμεσες βιοτικές τους ανάγκες, μπορεί να επιτραπεί, μετά από σχετική έγκριση, να απασχολούνται ως μισθωτοί σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας και σε συγκεκριμένες περιοχές της Χώρας υπό τους όρους και τις διαδικασίες που καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Προστασίας του Πολίτη. Με την ίδια υπουργική απόφαση προσδιορίζονται επίσης ο τύπος, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την πρόσβαση των προσώπων των οποίων έχει αναβληθεί η απομάκρυνση στην απασχόληση και την υπαγωγή αυτών σε καθεστώς κοινωνικοασφαλιστικής κάλυψης. Σε κάθε περίπτωση, κατά τη διάρκεια του χρόνου αναβολής της απομάκρυνσης ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν έχει δικαίωμα πρόσβασης σε προγράμματα κοινωνικής ένταξης, ενώ το ως άνω χρονικό διάστημα διαμονής του υπηκόου τρίτης χώρας δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στην περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του ν.3338/2010 (Α΄ – 49) περί πρόσβασης στην ελληνική ιθαγένεια.