1. Στο άρθρο 1 του ν. 4375/2016 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής: «6. Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας λαμβάνονται σε ατομική βάση, μετά από εμπεριστατωμένη, αντικειμενική και αμερόληπτη εξέταση. Για το σκοπό αυτόν η Κεντρική Υπηρεσία Ασύλου: α. Αναζητεί, συλλέγει, αξιολογεί και τηρεί συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την πολιτική, κοινωνική, οικονομική, καθώς και τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες προέλευσης των αιτούντων (χώρες καταγωγής, χώρες προηγούμενης συνήθους διαμονής, χώρες μέσω των οποίων διήλθαν κ.λπ.) σε συνεργασία με άλλες συναρμόδιες αρχές ή αντίστοιχες αρχές κρατών-μελών Ε.Ε., στο πλαίσιο σχετικών συμφωνιών ή από αξιόπιστες πηγές, όπως η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο και η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες. Οι πληροφορίες αυτές κοινοποιούνται στις Αρμόδιες Αρχές Απόφασης.
β. Μεριμνά, ώστε το προσωπικό που εξετάζει και αποφασίζει για τις αιτήσεις ή εισηγείται για τη λήψη αποφάσεων, να γνωρίζει την εθνική και διεθνή νομοθεσία και τη νομολογία περί διεθνούς προστασίας. Προς τούτο, οργανώνει την εκπαίδευση και φροντίζει για τη συνεχή επιμόρφωση του προσωπικού. Επίσης μεριμνά, ώστε το προσωπικό να μπορεί να συμβουλεύεται, όταν είναι αναγκαίο, εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων όπως ιατρικών, πολιτισμικών, θρησκευτικών, γλωσσολογικών ή ζητημάτων που άπτονται ιδίως των ανηλίκων ή του φύλου.
γ. Κοινοποιεί στις Αρμόδιες Αρχές Απόφασης τις διαθέσιμες από την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες οδηγίες και ενημερωτικά δελτία σε θέματα διεθνούς προστασίας
δ. Περαιτέρω η Κεντρική Υπηρεσία Ασύλου διοργανώνει σεμινάρια εκπαίδευσης αυτοτελώς ή/και σε συνεργασία με την Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Στήριξης για το Άσυλο, ενώ μπορεί να διοργανώνει σεμινάρια κατάρτισης σε συνεργασία και με άλλους φορείς».
2. Η περίπτωση β’ του τέταρτου εδαφίου του άρθρου 5 του ν.4375/2016 αναδιατυπώνεται ως εξής: «β) είναι αρμόδιος για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία και υποστήριξη των Επιτροπών, τη σύνταξη και εκτέλεση του προϋπολογισμού, την τήρηση και δημοσίευση των εκθέσεων και των στατιστικών στοιχείων σύμφωνα με τον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής, την αποστολή στατιστικών δημοσίευσης των μελών των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών στην Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων κατά τα οριζόμενα στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ν.4375/2016, αναφέρεται στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη σχετικά με την εκτέλεση των συμβάσεων των κατά το εδάφιο β` της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου μελών των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών».
3. Οι παράγραφοι 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 5 του ν.4375/2016 καταργούνται. Μετά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ν. 4375/2016 προστίθενται παράγραφοι 2 έως 11 ως εξής:
«2. Οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών συγκροτούνται με κοινή απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών και αποτελούνται από τρείς (3) Δικαστικούς Λειτουργούς των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων που υποδεικνύονται, κατόπιν σχετικής αίτησής τους, από τον Γενικό Επίτροπο της Γενικής Επιτροπείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. Για τον ορισμό των Δικαστικών Λειτουργών λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται ιδίως η γνώση και η εμπειρία στο προσφυγικό δίκαιο και το δίκαιο των αλλοδαπών, στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή στο διεθνές δίκαιο, καθώς και η καλή γνώση ξένων γλωσσών, ιδίως δε της αγγλικής. Έναρξη ισχύος της παραγράφου αυτής ορίζεται η 1/3/2020.
3. Ως Πρόεδροι των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών ορίζονται οι αρχαιότεροι των υποδεικνυομένων δικαστικών λειτουργών. Οι Αναπληρωτές Πρόεδροι, προεδρεύουν ανεξαρτήτως της αρχαιότητας των Δικαστών ανά Επιτροπή.
4. Με την ίδια κοινή υπουργική απόφαση και την ανωτέρω διαδικασία ορίζονται επίσης αναπληρωτές των μελών των Επιτροπών, με τα ίδια προσόντα με τα αντίστοιχα τακτικά μέλη. Τα αναπληρωματικά μέλη καλούνται προς αναπλήρωση απόντων, κωλυόμενων μελών ανεξαρτήτως βαθμού, με πράξη του Διευθυντή της Αρχής Προσφυγών.
5. Η θητεία των μελών των Επιτροπών είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται σύμφωνα με την ανωτέρω διαδικασία. Τα μέλη των Επιτροπών, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη και Οικονομικών προβλέπεται το ύψος της μηνιαίας αποζημίωσης για τα μέλη των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, η οποία φορολογείται αυτοτελώς στην πηγή κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης. Κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα που αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων των μελών των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών διέπεται από τον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής.
6. Τα μέλη των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών αντικαθίστανται με κοινή απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών, με την ίδια διαδικασία του ορισμού τους μετά από αίτηση τους. Μπορούν επίσης να αντικαθίστανται με την ίδια διαδικασία σε περίπτωση σημαντικών και αδικαιολόγητων καθυστερήσεων κατά τη διεκπεραίωση των υποθέσεων αιτούντων διεθνή προστασία, με όμοια κοινή υπουργική απόφαση, μετά από σύμφωνη γνώμη του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. Προς τούτο ο Διευθυντής της Αρχής Προσφυγών αποστέλλει την 15η ημέρα των μηνών Φεβρουαρίου, Ιουνίου, Οκτωβρίου στατιστικά δημοσίευσης των μελών των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
7. Κάθε Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών λειτουργεί υπό μονομελή και τριμελή σύνθεση. Οι προσφυγές εκδικάζονται από την τριμελή σύνθεση. Κατ΄ εξαίρεση στην μονομελή σύνθεση εκδικάζονται υποχρεωτικά οι προσφυγές:
α. κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί με την ταχύρρυθμη διαδικασία του άρθρου παρ. 8 του άρθρο 83 του παρόντος ,
β. κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 88 του παρόντος,
γ. κατά των αποφάσεων που έχουν απορρίψει την αίτηση ως απαράδεκτη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 84 πλην των περιπτώσεων γ’ και δ’ της παραγράφου 1 του παρόντος
δ. που έχουν κατατεθεί εκπρόθεσμα σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 1 περ. γ του παρόντος,
Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στην προηγούμενη παράγραφο στην τριμελή σύνθεση παραπέμπονται προς εκδίκαση, κατόπιν σχετικής πράξης του δικαστή της μονομελούς σύνθεσης, υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας.
8. Ο Κανονισμός Λειτουργίας της Αρχής Προσφυγών ορίζει τον τρόπο διενέργειας κλήρωσης για τη σύνθεση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών.
9. Στην Αρχή Προσφυγών λειτουργεί τριμελής άμισθη επιτροπή, με θητεία ενός έτους η οποία αποτελείται από μέλη των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών με τη μεγαλύτερη κατά χρόνο θητεία και εκλέγεται από το σύνολο των μελών τους. Αρμοδιότητα της τριμελούς αυτής επιτροπής είναι η εκπροσώπηση της Αρχής Προσφυγών, για ζητήματα που αφορούν αποκλειστικά την αποφασιστική της αρμοδιότητα, ενώπιον άλλων αρχών ή θεσμών, η συμμετοχή, σε συνεργασία με το Τμήμα Νομικής Υποστήριξης, Εκπαίδευσης και Τεκμηρίωσης, στη διασφάλιση της ποιότητας των διαδικασιών και των αποφάσεων των Επιτροπών και η ενεργή συμβολή στην προεργασία των εκθέσεων και των στατιστικών στοιχείων που δημοσιεύει η Αρχή. Η τριμελής επιτροπή δύναται να υποβάλλει προτάσεις για την προετοιμασία και την κατάρτιση των απαραιτήτων σχεδίων νομοθετικών και εν γένει κανονιστικών κειμένων και τη σύνταξη εγκυκλίων και εσωτερικών οδηγιών της Αρχής Προσφυγών. Ο Εσωτερικός Κανονισμός της Αρχής προβλέπει τις ειδικότερες λεπτομέρειες της συγκρότησης της ως άνω επιτροπής και της άσκησης των ανωτέρω αρμοδιοτήτων. Ο Διευθυντής της Αρχής Προσφυγών υποχρεούται να ενημερώνει κάθε μήνα τον Δικαστή της ανωτέρω Επιτροπής με τη μεγαλύτερη κατά χρόνο θητεία, για το είδος και τον αριθμό των προσδιοριζόμενων ανά Επιτροπή υποθέσεων.
10. Η οργάνωση της παροχής εκπαίδευσης και συνεχούς επιμόρφωσης στα μέλη των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών ανατίθεται: α) στην Υπηρεσία Ασύλου και την Αρχή Προσφυγών, β) στην Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, γ) στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO). Για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού οι ως άνω αρχές λειτουργούν αυτοτελώς ή και σε συνεργασία μεταξύ τους, δύνανται, δε, να συνεργάζονται και με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες καθώς και με άλλους διεθνείς, ευρωπαϊκούς και εθνικούς φορείς.
11. Ο Διευθυντής της Αρχής Προσφυγών, με δύο (2) εκ των Προέδρων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών που υποδεικνύονται από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, προσδιορίζουν τις υποθέσεις ιδίως όσων εξετάζονται κατά προτεραιότητα. Οι Πρόεδροι αυτοί απαλλάσσονται του ημίσεως της μηνιαίας χρεώσεώς τους. Η μείωση αυτή δεν επιβαρύνει τα λοιπά μέλη των Επιτροπών στις οποίες αυτοί προεδρεύουν.».
4. Η περίπτωση α’ της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ν. 4375/2016 αναδιατυπώνεται ως εξής: «α) Τμήμα Νομικής Υποστήριξης, Εκπαίδευσης και Τεκμηρίωσης, με αρμοδιότητα:
αα) την παροχή νομικής υποστήριξης στην Αρχή Προσφυγών για ζητήματα που άπτονται του αντικειμένου της, όπως η σύνταξη απόψεων σχετικά με ένδικα μέσα ή βοηθήματα που ασκούνται κατά αποφάσεων των Επιτροπών Προσφυγών, τη συμβολή στην προετοιμασία και κατάρτιση των απαραίτητων σχεδίων νομοθετικών και εν γένει κανονιστικών κειμένων, τη σύνταξη εγκυκλίων και εσωτερικών οδηγιών, ββ) την σύνταξη αναλυτικής και εμπεριστατωμένης έκθεσης που περιέχει i) καταγραφή και επεξεργασία του πραγματικού της υπόθεσης και των προβαλλόμενων με την προσφυγή ισχυρισμών και αντιστοίχισης αυτών με τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής και ii) απόψεις επί των ισχυρισμών η οποία τίθεται στη δικαιοδοτική κρίση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών. Η έκθεση δεν συντάσσεται στις περιπτώσεις της παρ. 6 του άρθρου 95 του παρόντος, γγ) την οργάνωση της παροχής εκπαίδευσης και συνεχούς επιμόρφωσης στο προσωπικό της Αρχής Προσφυγών, δδ) την αναζήτηση, συλλογή, αξιολόγηση και τήρηση πληροφοριών σχετικά με την πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση στις χώρες καταγωγής ή προηγούμενης συνήθους διαμονής των προσφευγόντων, σε συνεργασία με το αρμόδιο τμήμα της Υπηρεσίας Ασύλου και άλλες αρχές της χώρας ή άλλων χωρών, εε) τη συμμετοχή στην επεξεργασία και ανάλυση των στατιστικών δεδομένων, σε συνεργασία με το Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης».
5. Οι παράγραφοι 6, 7, 8, 9 και 10 του άρθρου 5 του ν. 4375/2016 αναριθμούνται σε παραγράφους 12, 13, 14, και 15 αντίστοιχα.
6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 8 του ν. 4375/2016 αναδιατυπώνεται ως εξής:
«1. Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συνιστάται αυτοτελής Υπηρεσία με τίτλο «Υπηρεσία Υποδοχής και Ταυτοποίησης» (Υ.Π.Υ.Τ), η οποία υπάγεται στην Ειδική Γραμματεία Υποδοχής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ.4 του άρθρου 111 του ν. 4622/2019 (ΦΕΚ Α’ 133)».
7. Στο τέλος της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του ν. 4375/2016 προστίθεται η φράση «εφόσον σε βάρος τους έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι».
8. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του ν. 4375/2016 προστίθεται περίπτωση ε’ ως εξής: «ε) οι κλειστές Δομές Προσωρινής Υποδοχής πολιτών τρίτων χωρών ή ανιθαγενών, οι οποίοι έχουν αιτηθεί διεθνή προστασία και σε βάρος των οποίων εκδίδεται απόφαση κράτησης».
9. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του ν. 4375/2016 προστίθεται η φράση «οι οποίοι έχουν αιτηθεί διεθνή προστασία και σε βάρος των οποίων εκδίδεται απόφαση κράτησης».
10. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ν. 4375/2016 προστίθεται η φράση «εφόσον σε βάρος τους έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι».
11. Στο άρθρο 10 του Ν. 4375/2016 προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής: «7. Στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης, στις ανοικτές και κλειστές Δομές Προσωρινής Υποδοχής και στις ανοικτές Δομές Προσωρινής Φιλοξενίας ιδρύονται διακριτοί χώροι με τις κατάλληλες προδιαγραφές για την παραμονή πολιτών τρίτων χωρών ή ανιθαγενών που ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες της παρ. 8 του άρθρου 14 του ν. 4375/2016». Η παράγραφος 7 αναριθμείται σε παράγραφο 8.
12. Η περ. ε΄ της παρ.23 του άρθρου 5 του ν. 4375/2016 (ΦΕΚ Α 51/3.4.2016), που προστέθηκε με το άρθρο 40 παρ.2 ν. 4596/2019 ΦΕΚ Α 32/26.2.2019, από τη έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, καταργείται.
13. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του ν. 4375/2016 προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Οι κλειστές Δομές Υποδοχής οργανώνονται κατά το πρότυπο των ΠΡΟ. ΚΕ. ΚΑ.».
14. Το άρθρο 71 του ν. 4375/2016 τροποποιείται ως εξής: «Οι αιτούντες διεθνούς προστασίας, εφόσον κατέχουν «δελτίο αιτούντος διεθνή προστασία» ή «δελτίο αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού», τα οποία έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 περίπτωση κδ του π.δ. 113/2013 (Α 146), του άρθρου 41 παράγραφος 1 (δ) του παρόντος και του άρθρου 8 παρ. 1 (δ) του π.δ. 114/2010 αντίστοιχα, έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε εξαρτημένη εργασία ή την παροχή υπηρεσιών ή έργου μετά την παρέλευση έξι μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης διεθνούς προστασίας και καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος του δελτίου. Το δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας ανακαλείται αυτοδικαίως σε περίπτωση πρωτοβάθμιας απορριπτικής απόφασης και μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της προσφυγής».
Άρθρο 116 – Σύνθεση Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών αποκλειστικά από Δικαστικούς Λειτουργούς
Η διάταξη της παραγράφου 3 τροποποιεί τη σύνθεση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών και προβλέπει ότι αυτές αποτελούνται από τρεις (3) Δικαστικούς Λειτουργούς. Επιπλέον προβλέπεται η δυνατότητα λειτουργίας των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών υπό μονομελή ή τριμελή σύνθεση. Η διάταξη θέτει σοβαρά ζητήματα συμφωνίας με τις διατάξεις του Συντάγματος ως προς την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26), της απαγόρευσης λειτουργίας δικαστικών επιτροπών (άρθρο 8 σε συνδ. με άρθρο 87) καθώς και της διασφάλισης της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών (άρθρ. 89 σε συνδ. με άρθρο 87) καθόσον αφορά τη συγκρότηση των ως άνω διοικητικών επιτροπών από δικαστικούς λειτουργούς στο σύνολο της συνθέσεώς τους. Σε ό,τι αφορά την προβλεπόμενη μονομελή σύνθεση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, το ΣτΕ έχει ήδη κρίνει ότι αυτή δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή. Συγκεκριμένα, και σύμφωνα με το Ανώτατο Ακυρωτικό «δεν επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικό λειτουργό διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, ανεξαρτήτως του αν το όργανο αυτό έχει ή όχι χαρακτήρα πειθαρχικό, ελεγκτικό ή δικαιοδοτικό χαρακτήρα. Και τούτο διότι στην περίπτωση του μονομελούς οργάνου η ευθύνη προσωποποιείται σε μέγιστο βαθμό, με συνέπεια να υφίσταται κίνδυνος αμφισβητήσεως του κύρους του δικαστικού λειτουργού επί προσβολής ενώπιον δικαστηρίου των αποφάσεων του ως ασκούντος καθήκοντα μονομελούς διοικητικού οργάνου».
Επιπλέον δε η διάταξη της παραγράφου 9 του ίδιου άρθρου που προβλέπει τη συγκρότηση τριμελούς άμισθης επιτροπής από τα μέλη των ανεξάρτητων επιτροπών με τη μεγαλύτερη κατά χρόνο θητεία, επιτείνει τα ζητήματα που τίθενται από την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, όσο και της διασφάλισης της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών και της συγκρότησης της δικαιοσύνης από τακτικά δικαστήρια, καθώς αναθέτει καθήκοντα ακόμη και αμιγώς διοικητικά. Η πρόβλεψη της εκπροσώπησης της Αρχής Προσφυγών, έστω για ζητήματα που αφορούν αποκλειστικώς την αποφασιστική της αρμοδιότητα, η συμμετοχή, σε συνεργασία με το Τμήμα Νομικής Υποστήριξης, Εκπαίδευσης και Τεκμηρίωσης της Υπηρεσίας Ασύλου, στη διασφάλιση της ποιότητας των διαδικασιών και των αποφάσεων των Επιτροπών, αποτελούν καθήκοντα διοικητικά που θέτουν σε κίνδυνο το κύρος και την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, κατά παράβαση συνταγματικών διατάξεων.
Η παρέμβαση του νομοθέτη στη σύνθεση του δικαιοδοτικού οργάνου είναι αμφίβολης συνταγματικότητας και θα επιφέρει σημαντικά πρακτικά προβλήματα που σχετίζονται κυρίως με τη μη εξοικείωση των δικαστών σε θέματα ασύλου.
αρ.116: είναι αμφίβολης συνταγματικότητας η παρέμβαση του νομοθέτη στην σύνθεση δικαιοδοτικού οργάνου. Η συγκεκριμένη παρέμβαση μάλιστα ισοδυναμεί με μαζική απόλυση εν θητεία των μελών που υποδεικνύει η Ύπατη Αρμοστεία, ανατρέποντας αναδρομικά την κρίση του Συμβουλίου Επικρατείας περί εγγυήσεων ανεξαρτησίας των Επιτροπών και ειδικώς του τρίτου μέλους, παρ’ ότι αυτό συνδεόταν με σχέση εξαρτημένης εργασίας με την εκτελεστική εξουσία.
Σε συνέχεια των προηγούμενων σχολίων, δεόν είναι να καταδειχθεί ότι ο ακυρωτικός έλεγχος των Διοικητικών Δικαστηρίων, δεν υπεισέρχεται σε ουσιαστική εξέταση των ισχυρισμών των προσφευγόντων, δηλαδή σε εξέταση των ισχυρισμών τους σε σχέση με τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής τους, όπως απαιτεί η διαδικασία εξέτασης ενός αιτήματος ασύλου. Επομένως, δεν υπάρχουν Διοικητικοί Δικαστικοί Λειτουργοί με εμπειρία στην επί της ουσίας εξέταση αιτημάτων ασύλου, πέραν αυτών που ήδη υπηρετούν στις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, που έμαθαν να διαχειρίζονται τις υποθέσεις αυτές τα τελευταία τρία έτη, που λειτουργεί υπό αυτήν τη μορφή η Αρχή Προσφυγών. Αντιθέτως, τα τρίτα μέλη των Επιτροπών είναι ειδικοί εμπειρογνώμονες-νομικοί, εκπαιδευμένοι ήδη από το ελληνικό Κράτος στην εξέταση των προσφυγών, με πολυετή πείρα, αφού Επιτροπές Προσφυγών λειτουργούν στην Ελλάδα, ήδη από το 2011. Άλλωστε, η εμπειρία των τρίτων μελών αναγνωρίζεται, αφού θα τους δοθεί η δυνατότητα, σύμφωνα με το σχέδιο νόμου να συνάψουν συμβάσεις ως βοηθοί εισηγητές. Αυτό σημαίνει ότι αποκλείονται από τις Επιτροπές τα τρίτα μέλη, που είναι και τα μοναδικά μέλη αποκλειστικής απασχόλησης, για να αντικατασταθούν από δικαστές μερικής απασχόλησης και τα άτομα αυτά θα προσληφθούν εκ νέου για να εκπονούν εισηγήσεις, επί της ουσίας των υποθέσεων που θα χρεώνονται. Θα εκτελούν δηλαδή ακριβώς τα ίδια καθήκοντα, που έχουν και σήμερα, με τη μόνη διαφορά ότι, αντί να υπογράφουν οι ίδιοι τις εκθέσεις που συντάσσουν, θα τις υπογράφουν τα μέλη-δικαστές.
Επομένως, η τοποθέτηση νέων μελών, χωρίς εξειδικευμένη εμπειρία στις βασικές αρχές του προσφυγικού δικαίου, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα αυξημένες ροές, μόνο καθυστερήσεις μπορεί να επιφέρει, αφού τα νέα μέλη θα χρειαστούν αρχικά επιμόρφωση, αλλά και χρόνο προσαρμογής. Περαιτέρω, η αντικατάσταση των τρίτων μελών αποκλειστικής απασχόλησης και η μετατροπή τους σε βοηθούς εισηγητές δε θα βοηθήσει στην επιτάχυνση της διαδικασίας, αφού για την εξέταση μίας προσφυγής θα απασχολούνται/αμείβονται δύο άτομα ( ο εισηγητής που θα εκπονεί την εμπεριστατωμένη έκθεση και ο δικαστής που θα την υπογράφει), αλλά ούτε την αμεροληψία στην κρίση, επειδή η τελική κρίση δεν είναι ανεξάρτητη από την έρευνα στις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, εργασία ωστόσο που ήδη θα εκπονείται από τους βοηθούς εισηγητές και όχι από τους ίδιους τους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι – λόγω των παράλληλων καθηκόντων τους- είναι αδύνατο να διεξάγουν τέτοιου είδους ενδελεχή έρευνα.
Εν κατακλείδι, η ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στην εξέταση των προσφυγών, χωρίς εκπτώσεις στα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την πρόσληψη εργαζομένων αποκλειστικής απασχόλησης. Έτσι ώστε, η κάθε Επιτροπή να μπορεί να συνεδριάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα και όχι δύο φορές τον μήνα, όπως συμβαίνει σήμερα, λόγω των παράλληλων καθηκόντων των δικαστών, ενώ θα χρειάζεται ελάχιστη επικουρία στο έργο των μελών -σε πολύ δύσκολες υποθέσεις, που οι πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής είναι πολύ περιορισμένες- αφού θα έχουν όλον τον χρόνο να διεξάγουν την έρευνα μόνα τους. Περαιτέρω, αντί να προσληφθούν 20 επιπλέον διοικητικοί δικαστές μερικής απασχόλησης, που θα λαμβάνουν επιμίσθιο [μεγαλύτερο από τον μισθό των τρίτων μελών που είναι αποκλειστικής απασχόλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις της 10175/30.6.2016 κοινής υπουργικής απόφασης «Ορισμός του ύψους μηνιαίας αποζημίωσης των δικαστικών λειτουργών και των αναπληρωτών τους και του μισθού του τρίτου μέλους και του αναπληρωτή του, ως μελών των Ανεξαρτήτων Επιτροπών Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών» (ΦΕΚ ΥΟΔΔ 344) και το οποίο θα φορολογείται αυτοτελώς], σε αντικατάσταση των ειδικών εμπειρογνωμόνων των Επιτροπών, που θα προσληφθούν με τη σειρά τους ως βοηθοί εισηγητές, θα εξυπηρετούσε στην ταχύτητα και στην δίκαιη κρίση επί των προσφυγών, η πρόσληψη ακόμα 20 ειδικών εμπειρογνωμόνων-μελών αποκλειστικής απασχόλησης, με σχετική προϋπηρεσία, για δημιουργία έξι επιπλέον Επιτροπών Προσφυγών, με το ίδιο αν όχι και λιγότερο κόστος για το ελληνικό Κράτος.
Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι με Δελτίο Τύπου την 04/09/2019, η Ένωση Διοικητικών Δικαστών δήλωνε αντίθετη στην πλήρη κατάργηση των Επιτροπών Προσφυγών και την απευθείας μεταφορά της εξέτασης των προσφυγών στα Διοικητικά Δικαστήρια, αναφέροντας -μεταξύ άλλων- ότι: «με τη σημερινή τους στελέχωση σε δικαστές και υπαλλήλους θα επιβαρυνθούν υπέρμετρα με δυσμενείς επιπτώσεις στην ταχύτητα και αποτελεσματικότητα της συνολικής λειτουργίας τους». Είναι εμφανές ότι οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί αναγνωρίζουν ότι η εξέταση των εν λόγω προσφυγών αποτελεί ύλη ιδιαίτερα επιβαρυντική, ακόμα κι αν αυτή θα αποτελούσε κομμάτι των κύριων καθηκόντων τους, πόσο μάλλον όταν θα πρέπει να την καλύψουν εργαζόμενοι παράλληλα με τα κύρια καθήκοντά τους. Άλλωστε, η πλειοψηφία των Διοικητικών Δικαστών που αυτήν τη στιγμή απασχολούνται στις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών και γνωρίζουν επακριβώς τις ανάγκες και τις αδυναμίες του συστήματος αυτού, έχουν δηλώσει την αντίθεσή τους με την προτεινόμενη αλλαγή στη σύνθεση των Επιτροπών, με επιστολή τους στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη.
Η εν λόγω διάταξη είναι εξαιρετικά προβληματική καθώς α) η πρόβλεψη για μονομελή σύνθεση στις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας (βλ σχετική νομολογία του ΣτΕ, απόφαση 2980/2010) β) η σύνθεση Επιτροπής Προσφυγών αποκλειστικά από τρεις δικαστικούς λειτουργούς ομοίως εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας καθώς το άρθρο 89 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος κάνει λόγο για «συμμετοχή» δικαστικών λειτουργών σε διοικητικό όργανο, ενώ εν προκειμένων προβλέπεται η σύνθεση ενός, κατά τα άλλα, διοικητικού οργάνου, αποκλειστικά από δικαστές. γ) δεν προκύπτει η σκοπιμότητα της εν λόγω διάταξης καθώς είναι αμφίβολο το ότι εξυπηρετεί την επιτάχυνση της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων ασύλου στον δεύτερο βαθμό η συμμετοχή τριών de facto παράλληλων καθηκόντων δικαστικών λειτουργών, η οποία υποτίθεται είναι και το ζητούμενο δ) τέλος, σε συνδυασμό με την αμφίβολη επιτάχυνση του εν λόγω μέτρου, γεννάται παράλληλα ένας έντονος προβληματισμός σχετικά με την κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος, καθώς η πρόβλεψη, και μάλιστα με νόμο, της αυτοτελούς φορολόγησης του επιμίσθιου των δικαστικών λειτουργών(επιπλέον του μισθού τους)θεωρείται τουλάχιστον προκλητική για τον μέσο Έλληνα φορολογούμενο και εν μέσω μίας περιόδου οικονομικής κρίσης, μία πρόβλεψη η οποία θα επιβαρύνει αδικαιολόγητα τον δημοσιονομικό προϋπολογισμό και μάλιστα επ’ αόριστον.
Δεν είναι σαφής η σκοπιμότητα της αλλαγής της σύνθεσης με την συμμετοχή και τρίτου δικαστικού λειτουργού με παράλληλα καθήκοντα ενώ ήδη στην προηγούμενη σύνθεση εξασφαλιζόταν κατά πλειοψηφία η παρουσία δικαστικών λειτουργών, και χωρίς από το νόμο να διαφαίνεται ότι συνιστά αυτό το σχήμα ένα μεταβατικό στάδιο μεταφοράς της ύλης στα δικαστήρια (άποψη για την οποία η ίδια ένωση διοικητικών δικαστών είχε με ανακοίνωσή της τοποθετηθεί καταρχήν αρνητικά) αλλά απεναντίας προβλέπεται μια διαρκώς ανανεούμενη θητεία, ιδίως εάν ληφθή υπόψιν και η προκλητική, για το φορομαστιζόμενο κοινωνικό σώμα που φορολογείται κανονικά και βαρύτατα για οποιαδήποτε δευτερη απασχόληση, αυτοτελής φορολόγηση της αποζημίωσης αυτής των δικαστικών λειτουργών (επιπλέον του μισθού τους) και μάλιστα η πρόβλεψή της σε νόμο.
Η RSA υπενθυμίζει ότι ο τρόπος επιλογής και διορισμού των μελών των Επιτροπών Προσφυγών, ο ρόλος του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη στην αύξηση ή μείωση των Επιτροπών, καθώς και η διάρκεια της θητείας και δυνατότητα παραίτησης των μελών των Επιτροπών, παραμένουν σημεία που αποδεικνύουν την έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των Επιτροπών Προσφυγών και τη μη λειτουργία τους ως «οιονεί δικαιοδοτικών οργάνων».
Προς ενίσχυση του κύρους της δευτεροβάθμιας διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων ασύλου, είναι απαραίτητη η ενίσχυση της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των Επιτροπών Προσφυγών, καθώς και η διασφάλιση μίας δίκαιης και αποτελεσματικής προσφυγής στη διαδικασία ασύλου. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται η διεξαγωγή αξιολόγησης της λειτουργίας των Επιτροπών Προσφυγών και ουσιαστικής διαβούλευσης με σκοπό τη δημιουργία Επιτροπών ανεξάρτητων, αμερόληπτων και αποτελεσματικών τόσο στην ποιότητα όσο και στην ταχύτητα διεκπεραίωσης των προσφυγών.
Θα πρέπει επίσης να διασφαλιστεί ότι ο φόρτος εργασίας και χρόνος που θα έχουν οι τακτικοί δικαστές για να αντιμετωπίζουν την εξέταση των προσφυγών, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνονται αυτοί στα τακτικά διοικητκά δικαστήρια, δεν θα είναι τέτοιος ώστε να μειώνει την ποιότητα της εξέτασης των υποθέσεων, δεδομένων των αυξημένων εξειδικευμένων απαιτήσεων και γνώσεων των θεμάτων διεθνούς προστασίας.
Προτείνεται στην παράγραφο 3 να αντικατασταθεί το μέλος που υποδεικνύεται από την Ύπατη Αρμοστεία με δικαστή των διοικητικών δικαστηρίων κι έτσι η Επιτροπή να καταστεί αποκλειστικά δικαστικό όργανο αν και αμιγώς διοικητική. Αυτή η πρόταση, πέρα από τυχόν ζητήματα συνταγματικότητας για την αποκλειστική συμμετοχή δικαστών σε διοικητικές επιτροπές, είναι αδικαιολόγητη καθώς τα μέλη από την Ύπατη Αρμοστεία είναι αποκλειστικής απασχόλησης ενώ οι δικαστές είναι de facto μερικής απασχόληση αφού εργάζονται και στα διοικητικά δικαστήρια. Επίσης, τα μέλη της Ύπατης Aρμοστείας επιλέγονται μετά από εξετάσεις του εν λόγω οργανισμού και έχουν όλα τα εχέγγυα επαρκούς γνώσης του προσφυγικού δικαίου και ανεξαρτησίας καθώς δεν αποτελούν υπαλλήλους της Ύπατης Αρμοστείας ή πρόσωπα με οποιαδήποτε υπηρεσιακή εξάρτηση από τον οργανισμό αυτό.
Παράλληλα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στο εξωτερικό, όπου ο δεύτερος βαθμός ασύλου είναι δικαστικό όργανο, οι δικαστές είναι εξειδικευμένοι στο προσφυγικό δίκαιο, κάτι που δεν συμβαίνει στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχουν τέτοιοι δικαστές αλλά οι δικαστές των Επιτροπών ενημερώνονται με σεμινάρια ή μόνοι τους για τη εφαρμοστέα νομοθεσία.
Τέλος, προτείνεται η ρύθμιση μονοπρόσωπων συνθέσεων στις Επιτροπές Προσφυγών, κάτι που θα ήταν ευκταίο για την επιτάχυνση υποθέσεων που δεν οδηγούν σε καθεστώς διεθνούς προστασίας (π.χ. εκπρόθεσμες ή μεταγενέστερες αιτήσεις χωρίς νέους και ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ωστόσο, η ρύθμιση αυτή φαίνεται να προσκρούει σε ζητήματα συνταγματικότητας καθώς, με βάση σχετική νομολογία του Συμβούλιου της Επικράτειας (ΣτΕ 2980/2010), δεν επιτρέπεται η συμμετοχή δικαστών σε μονοπρόσωπο όργανο της διοίκησης.
Με τα παραπάνω μέτρα,από καθαρά πρακτικής πλευράς, ουδεμία ουσιαστική επιτάχυνση της διαδικασίας στο δεύτερο βαθμό θα επιτευχθεί καθώς η τωρινή σύνθεση των Επιτροπών αποτελείται από δύο μέλη de facto μερικής απασχόλησης και ένα πλήρους απασχόλησης και με την πρόταση της κυβέρνησης θα έχουμε τρία μέλη μερικής απασχόλησης.
Η πλειοψηφία των διοικητικών δικαστών που υπηρετούν στις Επιτροπές διαφωνεί με την αποκλειστικά δικαστική σύνθεση των Επιτροπών και έχει αποστείλει σχετική επιστολή στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη και σε άλλους υπουργούς, εξηγώντας ότι η όσμωση δικαστών και δικηγόρων με σχετική πείρα και γνώση είναι προς όφελος της όλης διαδικασίας. Η γνώμη των δικαστών αυτών, που συμμετέχουν στις Επιτροπές και γνωρίζουν καλύτερα την κατάσταση εκεί, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη.
Για τους ως λόγους, προκειμένου να συνδυαστεί η ταχύτητα στην έκδοση των αποφάσεων με το δίκαιο της διαδικασίας και την ανεξαρτησία στην κρίση απαιτείται να υπάρχουν μόνο μέλη αποκλειστικής απασχόλησης στις Επιτροπές Προσφυγών ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ενώ είναι απαραίτητο να διατηρηθούν κι, ενδεχομένως, και να αυξηθούν στις Επιτροπές τα μέλη που υποδεικνύονται από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες προκειμένου να μπορεί να υλοποιηθεί νόμιμα το μέτρο της μονομελούς σύνθεσης των Επιτροπών για την επιτάχυνση της διαδικασίας διεθνούς προστασίας στο δεύτερο βαθμό.
Εφόσον τελικά λειτουργήσουν οι μονομελείς συνθέσεις, είναι η βέβαιες οι μαζικές αιτήσεις ακύρωσης στα δικαστήρια λόγω της προαναφερόμενης νομολογίας του ΣτΕ.
Η ελληνική έννομη τάξη ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων της διοίκησης (είτε υπό μονομελή είτε υπό πολυμελή σύνθεση), ανεξαρτήτως της ιδιότητας των μελών του οργάνου. Επομένως, η απονομή στο δικαστή/μέλος της Επιτροπής «ανεξαρτησίας» ως επί πλέον (έναντι π.χ. εμπειρογνώμονα στο δίκαιο του ασύλου πολίτη) προσόν και στοιχείο δίκαιης κρίσης είναι πλασματική, δεδομένου ότι και ένας πολίτης/ εμπειρογνώμονας στο δίκαιο του ασύλου που ενδεχομένως έχει ανάλογη εμπειρία από τη συμμετοχή του στις Επιτροπές Προσφυγών είναι το ίδιο «ανεξάρτητος» αφού και στις δύο περιπτώσεις οι αποφάσεις τους θα ελέγχονται από τα ακυρωτικά δικαστήρια.
Αν πρόκειται να λειτουργήσουν 20 ή 30 Επιτροπές με αποκλειστική σύνθεση Δικαστών, τούτο σημαίνει ότι η Διοίκηση αναζητά 90 + αναπληρωτές Δικαστές, έμπειρους, καταρτισμένους και με εξειδίκευση στο προσφυγικό δίκαιο. Μια απλή ενημέρωση από τα τμήματα των Διοικητικών Δικαστηρίων στη χώρα που ασχολούνται και εξετάζουν προσφυγές ή αιτήσεις ακυρώσεως προσφύγων και αιτούντων άσυλο (και όχι μετανάστευσης) θα μας οδηγούσε στο κέντρο του προβλήματος: δεν υπάρχουν 90 εξειδικευμένοι δικαστές για να στελεχώσουν τις Επιτροπές!!
Επιπροσθέτως, η προσφορά δεύτερης εργασίας/μισθού σε δικαστικούς λειτουργούς και μάλιστα υπό ασφυκτικές προθεσμίες εκπλήρωσης «έργου», γεννά σοβαρές ανησυχίες για την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας που παρέχουν στο άλλο στάδιο εργασίας τους (τακτικά διοικητικά δικαστήρια) ενώ στερούν αδικαιολόγητα θέσεις εργασίας από ικανά άτομα (asylum experts) που έχουν γνώση και εξειδίκευση και – στις περισσότερες των περιπτώσεων- δεν έχουν άλλη απασχόληση.
Τέλος, ιδιαίτερα προβληματική από άποψη συνταγματικότητας είναι η μονομελής σύνθεση του οργάνου από εν ενεργεία δικαστή καθότι το ΣτΕ έχει κρίνει ότι η συμμετοχή δικαστή σε τέτοιες επιτροπές δεν είναι επιτρεπτή ανεξάρτητα του χαρακτήρα που ο νόμος θα δώσει σε αυτό το όργανο. (Ενδ. απόφαση 2980/2010).
Εκτος των προβλημάτων που ήδη επισημάνθηκαν από προηγούμενους σχολιαστές, θέλω να επισημάνω και τα εξής ζητήματα:
1. Η έως τώρα σύνθεση των Επιτροπών αποτελείται από Προέδρους Εφετών Δ.Δ. έως Πρωτοδίκες Δ.Δ. Η απόφασή τους θα προσβάλλεται σε Τριμελές Πρωτοδικείο, που εκ προοιμίου σημαίνει ότι ο έλεγχός της απόφασης και η αμφισβήτηση της ορθότητάς της μπορεί να αποβούν «προβληματικά», καθώς η δικαστική σύνθεση του Δικαστηρίου θα είναι κατώτερου βαθμού από αυτήν της Επιτροπής.
2. Ο έλεγχος των αιτιολογιών των αποφάσεων δεν θα αργήσει να γίνεται εξωνυχιστικά. Έτσι αποφάσεις των ΑΕΠ που αρχικά θα κρίνονται αιτιολογημένες κατόπιν μπορεί να κρίνονται πλημμελώς αιτιολογημένες (αυτο το γράφω γιατί στο μυαλό του Υπουργείου είναι ότι η αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης της ΑΕΠ που απαρτίζεται από δικαστές δεν μπορεί παρά να είναι πλήρης, και συνεπώς οι αιτήσεις ακύρωσης θα απορρίπτονται σωρηδόν. Στην αρχή μπορεί να γίνει όντως έτσι, αλλά κατόπιν δεν ξέρουμε τον δρόμο που θα πάρει η νομολογία).
3. Το παραπάνω οδηγεί σε άλλο πρόβλημα: Οι ΑΕΠ θα πρέπει να ακολουθούν τη νομολογία των Δικαστηρίων. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση ακύρωσης των αποφάσεών τους και διαμόρφωσης «πάγιας», έστω και πρωτόδικης, νομολογίας, οι δικαστές ανώτερου βαθμού (Πρόεδροι Εφετών/Εφέτες) θα (πρέπει να) ακολουθούν τις αποφάσεις -νομολογία- των Πρωτοδικείων (κατώτερου βαθμού). (Λόγω του όγκου των διαφορών η «πάγια» νομολογία δεν θα αργήσει καθόλου να διαμορφωθεί).
4. Τα στελέχη της Ύπατης Αρμοστείας γνωρίζουν καλύτερα τα καθημερινά γεγονότα – η αίτηση ασύλου αφορά το «σήμερα». Είναι οπωσδήποτε χρήσιμη η παρουσία τους στις Επιτροπές, εφόσον αυτά ασχολούνται αποκλειστικά με τα ζητήματα ασύλου. Αντίθετα, ο Εφέτης/Πρωτοδίκης μαζί με τα καθήκοντά του στις Επιτροπές θα πρέπει μετά να δικάσει τις υπόλοιπες διαφορές που έχει χρεωθεί. Εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αποσχοληθεί αποκλειστικά με τα ζητήματα αυτά.
Η προτεινόμενη αλλαγή στη συγκρότηση των Επιτροπών προβληματίζει, καθώς 1.στερεί από τις Επιτροπές μέλη [εμπειρογνώμονες-νομικούς] με μακρά θεωρητική εξειδίκευση και πρακτική εμπειρία στη διεθνή προστασία και τις σχετικές διαδικασίες,
2.δεν εγγυάται τη συνέχιση της παρουσίας και στις νέες Επιτροπές των Δικαστικών που ήδη είναι μέλη των ανεξάρτητων Επιτροπών, καθώς δεν συνιστά εγγύηση το γεγονός ότι κατά την επιλογή «λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται ιδίως η γνώση και η εμπειρία στο προσφυγικό δίκαιο και το δίκαιο των αλλοδαπών, στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή στο διεθνές δίκαιο, καθώς και η καλή γνώση ξένων γλωσσών, ιδίως δε της αγγλικής»,
3.αναστατώνει τον προγραμματισμό της Αρχής Προσφυγών λόγω συγκρότησης νέων Επιτροπών που θα προκαλέσει επαναπρογραμματισμό στη συζήτηση των υποθέσεων,
4. δεν προβλέπει ρυθμίσεις για τη συνέχιση της λειτουργίας Επιτροπών των οποίων τα μέλη-εμπειρογνώμενες [μη δικαστές] τυχόν αποχωρήσουν μέχρι την ημερομηνία νέας συγκρότησης, είναι δε αμφίβολη η επιθυμία συμμετοχής στις παρούσες επιτροπές νομικού-εμπειρογνώμνα λόγω των προτεινόμενων αλλαγών,
5. αντικαθιστά το μοναδικό μέλος αποκλειστικής απασχόλησης των Επιτροπών με Δικαστή, που εκ των πραγμάτων φέρει διπλό βάρος, υποθέσεις Δικαστηρίων και Επιτροπών.
Εν κατακλείδι προκαλείται αβεβαιότητα και καθυστερήσεις.
Η πρόβλεψη για σύσταση Επιτροπών που συγκροτούνται από δικαστικούς λειτουργούς και στη συνέχεια η εξέταση της υπόθεσης από δύο βαθμούς δικαστικής δικαιοδοσίας ουδόλως εξυπηρετεί την αρχή της δίκαιης και αποτελεσματικής εξέτασης των αιτημάτων ασύλου, που εμπεριέχει και την εντός ευλόγου χρόνου εξέταση αιτημάτων ασύλου. Η εμπειρία έχει αποδείξει ότι για τα δικαστήρια οι προθεσμίες για την έκδοση αποφάσεων είναι ενδεικτικές. Θα ήταν αποτελεσματικότερη και υπέρ του συστήματος του ασύλου η πρόβλεψη της ανάθεσης στα διοικητικά δικαστήρια της αρμοδιότητας του δικαστικού ελέγχου των απορριπτικών αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου ως προσφυγών ουσίας. Στην ουσία διατηρούνται οι τέσσερις «βαθμοί» εξέτασης αιτημάτων ασύλου που ήδη ισχύουν, με τρεις βαθμούς στους οποίους μετέχουν μόνο δικαστές. Το προτεινόμενο σύστημα δεν εγγυάται την δίκαιη και αποτελεσματική διαδικασία εξέτασης των υποθέσεων, τουλάχιστον όσον αφορά στη χρονική διάρκεια της διαδικασίας.
Επειδή για τον ορισμό των Δικαστικών Λειτουργών στις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται ιδίως η γνώση και η εμπειρία στο προσφυγικό δίκαιο και το δίκαιο των αλλοδαπών, στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή στο διεθνές δίκαιο, καθώς και η καλή γνώση ξένων γλωσσών, ιδίως της αγγλικής, η ανανέωση της θητείας των ίδιων προσώπων επ’αόριστο, στερεί το δικαίωμα συμμετοχής στις Επιτροπές,ισάξιων συναδέλφων τους.
Η συγκρότηση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών πρέπει να αποτελείται και από Δικαστικούς Λειτουργούς των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων που έχουν διατελέσει μέλη των Επιτροπών ενόψει της εμπειρίας και της εξειδίκευσης που έχουν αποκτήσει στο προσφυγικό δίκαιο κατά τη διάρκεια της θητείας τους στις Επιτροπές και της μακρόχρονης εκδίκασης των σχετικών υποθέσεων από τα Δικαστήρια. Η παράγραφος 3 να ορίσει ότι » Οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών ….αποτελούνται από τρείς (3) Δικαστικούς Λειτουργούς των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων , εν ενεργεία ή μη εφόσον έχουν διατελέσει μέλη των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών …. που υποδεικνύονται, κατόπιν σχετικής αίτησής τους, από τον Γενικό Επίτροπο της Γενικής Επιτροπείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων»
Επίσης, στην παρ. 3 του άρθρου 20 του ν.4387 (ΦΕΚ Α 85 12.5.2016) να ορισθεί ότι «Ειδικά για τα μέλη, τους Προέδρους και Αντιπροέδρους των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων διοικητικών αρχών καθώς και για τα μέλη των Ανεξάρτητων Αρχών Προσφυγών εφαρμόζονται τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 από την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων τους.».
Το ΣτΕ έχει κρίνει (απόφαση 2980/2010 σκέψη 5η) ότι από τα άρθρα 89 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται «η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου», ακόμα και αν το όργανο αυτό έχει χαρακτήρα πειθαρχικό, ελεγκτικό ή δικαιοδοτικό. Συνεπώς, η διάταξη
περί μονομελών συνθέσεων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών έχει πρόβλημα συνταγματικότητας.