Το άρθρο 15 του ν. 3068/2002, που είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 49 του ν. 3900/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 15
Καθεστώς αλλοδαπών
1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι ακυρωτικές διαφορές οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται α) κατ` εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών εν γένει, β) που αφορούν την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας, γ) που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, υπό την έννοια της Συμβάσεως της Γενεύης, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν.δ. 3989/1959 (ΦΕΚ 201 Α`) και του συναφούς πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης του 1967, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του α.ν. 389/1968 (ΦΕΚ 125 Α`).
2. Για την εκδίκαση των διαφορών των περιπτώσεων α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου αρμόδιο κατά τόπον είναι το διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η διοικητική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Κατ` εξαίρεση, αν πρόκειται για διαφορές που αφορούν είτε απόρριψη αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης ή ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής και εργασίας, είτε απόφαση επιστροφής που ενσωματώνεται σε πράξη απόρριψης του αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τίτλου διαμονής, καθώς και σε απόφαση ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής, αρμόδιο είναι το διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η αρμόδια υπηρεσία της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στην οποία τηρείται ο διοικητικός φάκελος του αλλοδαπού, δηλαδή το ανά Νομό Τμήμα Αλλοδαπών και Μετανάστευσης. Κατά τα λοιπά, για την εκδίκαση των διαφορών της προηγούμενης παραγράφου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 2 έως και 4 του ν. 702/1977 (Α` 268).
3. Για την εκδίκαση των διαφορών της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 αρμόδιο κατά τόπον είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών για αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από την Υπηρεσία Ασύλου, τα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου και Αυτοτελή Κλιμάκια Ασύλου, που εδρεύουν εντός των Περιφερειών Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας, Δυτικής Ελλάδας, Πελοποννήσου, Βορείου Αιγαίου, Νοτίου Αιγαίου, Κρήτης και Αττικής και για τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από τα την Υπηρεσία Ασύλου, τα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου και Αυτοτελή Κλιμάκια Ασύλου που εδρεύουν εντός των Περιφερειών Ιονίων Νήσων, Ηπείρου, Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, αρμόδιο είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Για τις υποθέσεις της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 1, οι αποφάσεις των Διοικητικών Πρωτοδικείων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
4. Για την εκδίκαση των διαφορών της παραγράφου 1 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 2 έως και 4 του ν. 702/1977. Οι αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων επί των διαφορών των περιπτώσεων α’ και β’ της παραγράφου 1 υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 702/1977.
5. Η παράγραφος 1 δεν καταλαμβάνει τις διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή πράξεων που αφορούν την άρνηση χορήγησης σε αλλοδαπό άδειας ασκήσεως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας, την άρνηση ανανέωσης ή την ανάκληση τέτοιας άδειας, όταν οι πράξεις αυτές δεν εκδίδονται κατ` εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών αλλά κατ` εφαρμογή ειδικής νομοθεσίας, εφαρμοζόμενης και επί ημεδαπών, με την οποία η άσκηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας έχει υπαχθεί σε καθεστώς προηγούμενης άδειας.
6. Στις ακυρωτικές διαφορές της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1, μετά από αίτηση αναστολής εκτέλεσης παρέχεται σε ένα στάδιο προσωρινή δικαστική προστασία από τον αρμόδιο εισηγητή δικαστή με την έκδοση συνοπτικά αιτιολογημένης απόφασης. Εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την κατάθεσή της η αίτηση κοινοποιείται με επιμέλεια του αιτούντος προς τον αρμόδιο Υπουργό ο οποίος οφείλει, στην περίπτωση αυτή, να διαβιβάσει στο δικαστήριο το φάκελο της υπόθεσης μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την κοινοποίηση. Μέσα στην ίδια προθεσμία ο Υπουργός μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του και ο αιτών να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζει τους ισχυρισμούς του. Η απόφαση του εισηγητή δικαστή επί της αίτησης εκδίδεται μέσα σε προθεσμία επτά (7) ημερών από την πάροδο των ανωτέρω προθεσμιών, εφόσον έχει προσκομιστεί στο δικαστήριο το οικείο αποδεικτικό κοινοποίησης. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του π.δ. 18/1989.
7. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 των περιπτώσεων β΄ και γ΄ εφαρμόζονται στις εκκρεμείς υποθέσεις στα Διοικητικά Εφετεία της Χώρας, για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος, οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπο αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου με πράξεις των Προέδρων των Τριμελών Συμβουλίων Διεύθυνσης ή των Προέδρων που διευθύνουν τα δικαστήρια.».
Η συγκέντρωση της αρμοδιότητας εκδίκασης των αιτήσεων ακύρωσης στα Διοικητικά Πρωτοδικεία Αθήνας Θεσσαλονίκης, λειτουργεί στην πράξη σαν περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη για τους αιτούντες άσυλο που διαμένουν αναγκαστικά σε διαφορετικά μέρη χωρίς να μπορούν να παρακολουθήσουν την εκδίκαση της υπόθεσής τους. Κατά τόπον αρμόδια θα έπρεπε να διατηρηθούν τα δικαστήρια στην περιφέρεια των οποίων βρίσκονται τα εκάστοτε περιφερειακά γραφεία ασύλου.
αρ.115: είναι αδιανόητο αποφάσεις οργάνου που αποτελείται αδιακρίτως από δικαστικούς μέχρι και βαθμού προέδρου εφετών να κρίνονται σε επίπεδο ακυρώσεως από δικαστικούς κατωτέρου βαθμού, όταν μάλιστα οι δικαστές που στελεχώνουν τις Επιτροπές είναι κατά το τεκμήριο του νόμου ειδικοί και πεπειραμένοι στην διεθνή προστασία.
Για ποιο λόγο με την παρ. 3 η αρμοδιότητα ανατίθεται μόνο στα Διοικητικά Πρωτοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης; Πιο λογικό για την κατανομή των διαφορών και την ταχεία εκδίκασή τους είναι να ισχύσει, τηρουμένων των αναλογιών, ό,τι ισχύει και για τις λοιπές ακυρωτικές υποθέσεις αρμοδιότητας πρωτοδικείων. Έτσι εξασφαλίζεται και η ευχέρεια πρόσβασης στο δικαστήριο.
Η μεταφορά της αρμοδιότητας είναι αρκετά προβληματική διότι θα υποχρεώσει τους δικαστές των διοικητικών πρωτοδικείων να κρίνουν αποφάσεις επιτροπών στις οποίες συμμετέχουν εφέτες ή πρόεδροι εφετών.
Υπενθυμίζω τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. η΄ του ν. 772/1977, η οποία είχε εισαχθεί κατόπιν πρότασης του ίδιου του ΣτΕ «προκειμένου να μην παρουσιάζεται το παράδοξο φαινόμενο αποφάσεις πειθαρχικών συμβουλίων στα οποία συμμετέχουν αντιπρόεδροι ή σύμβουλοι της Επικρατείας, όπως εκείνα του Υπουργείου Εξωτερικών, να ελέγχονται από τα διοικητικά εφετεία».
Δυστυχώς με την προτεινόμενη διάταξη παρουσιάζεται το ίδιο παράδοξο φαινόμενο με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Μέχρι σήμερα, αρμόδια για την εκδίκαση των αιτήσεων ακυρώσεων κατά των αποφάσεων των επιτροπών προσφυγών ήταν τα Διοικητικά Εφετεία όπου έδρευε το όργανο που εξέδιδε την απόφαση σε πρώτο βαθμό, δηλαδή τα κατά τόπους ανά τη χώρα διοικητικά εφετεία.
Με την νέα ρύθμιση, η τοπική αρμοδιότητα για ΟΛΗ τη χώρα πάει στα διοικ. πρωτοδικεία Αθήνας και Θεσ/κης.
Αυτό έχει τα εξής μειονεκτήματα:
α) Υπερφόρτωση των δικαστηρίων αυτών και αργοπορία στην γενικότερη απονομή της δικαιοσύνης (τόσο γι’αυτές τις υποθέσεις όσο και για τις λοιπές υποθέσεις).
β) Αυξημένα έξοδα διαδίκων για μετάβαση σε Αθήνα & Θεσ/κη, από κάθε περιοχή της χώρας.
γ) Αυξημένα έξοδα δικηγόρων επαρχίας για μετάβαση σε Αθήνα & Θεσ/κη.
δ) Ουσιαστική δυσχέρανση της πρόσβασης στην Δικαιοσύνη.
ε) Αδικαιολόγητη αφαίρεση ύλης από τα δικαστήρια και τους δικηγόρους των κατά τόπους περιοχών.
Να μεταφερθεί μεν στα διοικητικά πρωτοδικεία η καθ’ύλην αρμοδιότητα, αλλά η τοπική αρμοδιότητα να παραμείνει στις επί μέρους περιοχές, όπου εδρεύει η αρχή που εκδίδει την απόφαση σε Α’ βαθμό.
Αίας Ρετσίνας
Δικηγόρος