1. Με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής και έως την επίδοση της απόφασης επί αυτής, ο αιτών επιτρέπεται να παραμείνει στο έδαφος της χώρας. Στην περίπτωση αυτή εφόσον έχει διαταχθεί με την απόφαση του πρώτου βαθμού η επιστροφή του αιτούντος σύμφωνα με το Ν. 3907/2011 ή εφόσον έχει εκδοθεί αυτοτελώς πράξη επιστροφής, η επιστροφή δεν εκτελείται μέχρι την απόφαση επί της προσφυγής.
2. Σε περίπτωση κατά την οποία: α) η αίτηση διεθνούς προστασίας έχει απορριφθεί ως απαράδεκτη δυνάμει των περιπτώσεων α, γ και ε της παρ. 1 του άρθρου 84 του παρόντος, β) ο αιτών έχει υποβάλει δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, με την οποία η πρώτη μεταγενέστερη απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ή αβάσιμη, γ) η αίτηση διεθνούς προστασίας έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 88, δ) η αίτηση διεθνούς προστασίας έχει απορριφθεί με την ταχύρρυθμη διαδικασία πλην της περίπτωσης η’ της παραγράφου 8 του άρθρου 83, η δυνατότητα παραμονής του αιτούντος κρίνεται από την Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματός προς την Επιτροπή με το οποίο ο αιτών εκθέτει τους σχετικούς λόγους που καθιστούν αδύνατη την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του σύμφωνα με το Ν. 3907/2011 και δικαιολογούν την παραμονή του στη χώρα. Έως και την κατά τα ανωτέρω κρίση της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών περί της δυνατότητας παραμονής του στο έδαφος της χώρας, ο αιτών δικαιούται να παραμείνει σε αυτό, με εξαίρεση τις περιπτώσεις α’ και β’ της παρ. 9 του άρθρου 89 του παρόντος. Η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών ή ο αρμόδιος δικαστής σε περίπτωση μονομελούς σύνθεσης, εξετάζει το αίτημα κατά νόμον και ουσία και κατόπιν εξατομικευμένης κρίσης, με βάση αντικειμενικά κριτήρια και σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 του Ν. 3907/2011, αποφαίνεται επί του αιτήματος αυτού το ταχύτερο δυνατό, με την έκδοση σχετικής απόφασης. Εφόσον το αίτημά του γίνει δεκτό διατάσσεται η παραμονή του αιτούντος στη χώρα και αναστέλλεται κάθε μέτρο απέλασης, επανεισδοχής ή επιστροφής του αιτούντος έως την έκδοση απόφασης επί της προσφυγής. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, τα ως άνω μέτρα εκτελούνται.
3. Η δυνατότητα εξαίρεσης από το δικαίωμα παραμονής, σύμφωνα με την παράγραφο 1, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις του άρθρου 90 του παρόντος μόνο εφόσον ο αιτών έχει την απαραίτητη συνδρομή διερμηνέα και νομική συνδρομή και προθεσμία τουλάχιστον μιας εβδομάδας ώστε να προετοιμάσει την αίτηση και να υποβάλει στην Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών τα επιχειρήματα υπέρ της αναγνώρισης του δικαιώματος παραμονής του στο έδαφος της χώρας, εν αναμονή της έκβασης της προσφυγής.
αρ.104: η συγκεκριμένη διάταξη αυξάνει τον αριθμό των εξεταζομένων υποθέσεων από τις Επιτροπές δραματικά. Η κρίση επί της ιδιότυπης αυτής “αναστολής” δεν κρίνεται απαραιτήτως ευχερέστερη ή ταχύτερη από την οριστική κρίση επί της προσφυγής. Συνεπάγεται για τον κρίνοντα μεγάλη ευθύνη, να καταστήσει μια προσφυγή άνευ αντικειμένου χωρίς αυτή να εξεταστεί. Οι λόγοι αποδοχής αυτού του ενδίκου βοηθήματος ταυτίζονται με τους λόγους αποδοχής της προσφυγής όπως διατυπώνονται στο νόμο. Εξ αντικειμένου απαιτείται βεβαιότητα και δεν αρκεί πιθανολόγηση. Για τις περιπτώσεις που η εξέταση στην ουσία δεν απαιτεί χρόνο (πχ μεταγενέστερα αιτήματα που δεν υπάρχει καν προφορική συνέντευξη), η προσθήκη αυτού του σταδίου είναι αχρείαστη. Για τις περιπτώσεις πρώτης χώρας ασύλου κλπ, οι οποίες αφορούν αιτούντες που είναι εγνωσμένα πρόσφυγες, η εν λόγω διαδικασία είναι ουσιαστικά άδικη.
Άρθρο 104, παρ.2:
Δεν προσδιορίζεται προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να κατατεθεί το αίτημα παραμονής του αιτούντος στη χώρα έως της επίδοση της απόφασης επί της προσφυγής. Δεν προβλέπεται διαδικασία επίδοσης της απόφασης επί του αιτήματος παραμονής ούτε σχετική ενημέρωση του αιτούντος.
Επιπλέον, από το γράμμα της διάταξης («ο αιτών εκθέτει τους σχετικούς λόγους που καθιστούν αδύνατη την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του σύμφωνα με το Ν. 3907/2011 και δικαιολογούν την παραμονή του στη χώρα»), φαίνεται να αποκλείεται η δυνατότητα επίκλησης λόγων που αναφέρονται σε αδυναμία επιστροφής σε χώρα που έχει θεωρηθεί ως «πρώτη χώρα ασύλου» ή «ασφαλής τρίτη χώρα» (προσφυγές κατά αποφάσεων που απορρίπτουν το αίτημα διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτο, λόγω συνδρομής των ανωτέρω ρητρών).
Παράλληλα, η Επιτροπή Προσφυγών/αρμόδιος δικαστής καλείται να εξετάσει και να αποφανθεί επί του ιδίου υλικού δυο φορές (κατά την εξέταση του αιτήματος παραμονής και κατά την εξέταση της προσφυγής), δημιουργώντας πρόσθετο φόρτο εργασίας στις ήδη ιδιαίτερα βεβαρημένες Επιτροπές Προσφυγών.
Άλλωστε, η πρωτοβάθμια συνέντευξη επί του παραδεκτού της αίτησης διεθνούς προστασίας λόγω εφαρμογής των ρητρών της «πρώτης χώρας ασύλου» και «ασφαλούς τρίτης χώρας» περιορίζεται στην εξέταση της πλήρωσης των κριτηρίων των σχετικών εννοιών και ουδόλως διερευνά λόγους που σχετίζονται με την αδυναμία επιστροφής του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του. Συγκεκριμένα, το άρθρο 77 του παρόντος σχεδίου νόμου προβλέπει ότι «σε περίπτωση που από το διοικητικό φάκελο της αίτησης διεθνούς προστασίας προκύπτουν ενδείξεις ότι η αίτηση εμπίπτει στις περιπτώσεις απαράδεκτων αιτήσεων του άρθρου 84 του παρόντος, η συνέντευξη μπορεί να περιοριστεί στη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης αυτής και να δοθεί η ευκαιρία στον αιτούντα να εκφραστεί σχετικά». Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις αιτημάτων παραμονής εκκρεμούσης επίδοσης απόφασης επί προσφυγών κατά αποφάσεων που απορρίπτουν το αίτημα διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτο, τυχόν ισχυρισμοί ως προς την αδυναμία του αιτούντος να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του τίθενται, το πρώτον, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, και στα πλαίσια διαδικασίας για την οποία δεν προβλέπεται δυνατότητα προφορικής ακρόασης ή εκπροσώπησης από δικηγόρο.
Παραβιάζεται, δηλαδή, εν προκειμένω, και το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του αιτούντος (βλ. άλλωστε και την ΣτΕ Ολ. 2348/2017 όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη ακρόαση του αιτούντος στο δεύτερο βαθμό επιτρέπεται «όταν τα πραγματικά περιστατικά δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ως προς το βάσιμο της αποφάσεως αυτής, υπό την προϋπόθεση, αφ’ ενός, ότι κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία παρεσχέθη στον αιτούντα η ευκαιρία προσωπικής συνεντεύξεως σχετικά με το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 14 της ως άνω οδηγίας και την συνάδουσα προς την διάταξη αυτή εθνική νομοθεσία, και ότι το πρακτικό της εν λόγω συνεντεύξεως περιελήφθη στον φάκελο της υποθέσεως, και αφ’ ετέρου ότι η επιληφθείσα της προσφυγής αρχή μπορεί να διατάξει μια τέτοια ακρόαση εφ’ όσον το κρίνει αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.» )
Επιπροσθέτως, η μη χορήγηση αυτόματου ανασταλτικού αποτελέσματος στις προβλεπόμενες στην παρ. 2 προσφυγές, σε συνδυασμό με το μη αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα της αίτησης ακύρωσης, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρ. 13 της ΕΣΔΑ και στην πάγια ερμηνεία του από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. ενδεικτικά την απόφαση Μ.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδος, παρ. 293: «Τέλος, έχοντας υπόψη την σημασία που δίνει το Δικαστήριο στο άρθρο 13 και στην μη αναστρέψιμη φύση της ζημίας που μπορεί να προκληθεί λόγω της πραγματοποίησης του κινδύνου βασανιστηρίων ή κακοποιήσεων, ο πραγματικός χαρακτήρας μιας προσφυγής υπό την έννοια του άρθρου 13 απαιτεί επιτακτικά ένα έλεγχο προσεκτικό από πλευράς εθνικής αρχής (Chamaïev και λοιποί κατά Γεωργίας και Ρωσίας, αρ. 36378/02, § 448, CEDH 2005-ΙΙΙ), μια εξέταση ανεξάρτητη και αυστηρή κάθε αιτίασης σύμφωνα με την οποία υπάρχουν λόγοι να πιστεύει κανείς ότι συντρέχει κίνδυνος μεταχείρισης αντίθετης στο άρθρο 3 (προαναφερθείσα Jabari, §50) καθώς και ιδιαίτερη ταχύτητα (Bati και λοιποί κατά Τουρκίας, αρ. 33097/96 και 57834/00, § 136, CEDH 2004-IV, αποσπάσματα). Απαιτεί επίσης να έχουν οι ενδιαφερόμενοι μια προσφυγή που να έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα (Conka κατά Βελγίου, αρ. 51564/99, § §81-83, CEDH 2002-Ι, προαναφερθείσα Gebremedhin [Gaberamadhien], §66).»)
Άρθρο 104, παρ.3:
Η αναφορά στην προϋπόθεση παροχής συνδρομής διερμηνείας και νομικής συνδρομής για την προετοιμασία του αιτήματος παραμονής προκειμένου να εφαρμοστεί η παρ. 2 στη διαδικασία συνόρων, δημιουργεί αμφιβολία ως προς την υποχρέωση τήρησης αυτών των διαδικαστικών εγγυήσεων στις άλλες διαδικασίες.
Επιπλέον, η ήδη ασφυκτική προθεσμία των 3 ημερών για κατάθεση προσφυγής στη διαδικασία συνόρων καθίσταται ανέφικτη στην περίπτωση που η προσφυγή πρέπει να συνοδεύεται και από αίτημα παραμονής, ιδίως σε περίπτωση που το σχετικό αίτημα πρέπει να διαλαμβάνει μνεία των λόγων αδυναμίας επιστροφής στη χώρα καταγωγής, που ωστόσο δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας (σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτης).
Άλλωστε, ενώ η εν λόγω παράγραφος προβλέπει την παροχή προθεσμίας μιας εβδομάδας για την προετοιμασία του αιτήματος παραμονής, δέον σημειωθεί ότι η διαδικασία συνόρων του άρθρ. 90 προβλέπει 3ήμερη προθεσμία για την κατάθεση της προσφυγής και προσδιορισμό της συζήτησής της εντός 3 ημερών.
Καθιερώνονται για πρώτη φορά εξαιρέσεις το αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα των Προσφυγών, που προβλέπονται σε γενικές γραμμές και από την οδηγία.Ωστόσο δε διασφαλίζεται η δωρεάν νομική βοήθεια σε όλους τους προσφεύγοντες σήμερα με την υπάρχουσα κατάσταση για να υποβάλλουν το ειδικό προκαταρκτικό αίτημα αναστολής της προσφυγής τους πριν η Επιτροπή υπεισέλθει στην ουσία της προσφυγής. Δεν διασφαλίζεται στο νομοσχέδιο αυτή η δωρεάν νμική βοήθεια προς ΟΛΟΥΣ/ΕΣ που απαιτείται και από το κοινοτικό δίκαιο και αυτό πλήττει εμμέσως αλλά σαφώς το δικαίωμα στην πραγματική και αποτελεσματική προσφυγή των προσφευγόντων στο β’ βαθμό της διαδικασίας.
Γι’ αυτό απαιτείται η εξής τροποποίηση, την οποία προτείνω με πρόσθετη παράγραφο 4: ‘Σε περίπτωση μη παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας στον προσφεύγοντα κατά τις κείμενες διατάξεις για την άσκηση και τη συζήτηση της προσφυγής του, για τα οποία ενημερώνεται υποχρεωτικά κατά την επίδοση της απορριπτικής απόφασης ή του αποσπάσματος αυτής, εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του παρόντος», δηλαδή η παραμονή στη χώρα μέχρι την τελεσιδκία του αιτήματος διεθνούς προστασίας.
Στο αρ. 104, παρ. 2 προβλέπονται εξαιρέσεις στο ανασταλτικό αποτέλεσμα των προσφυγών ενώπιον της Αρχής Προσφυγών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ήτοι απόρριψη αίτησης ως απαράδεκτης για ορισμένους λόγους, απόρριψη αίτησης ως προδήλως αβάσιμης ή στην ταχύρρυθμη διαδικασία. Καίτοι όχι απευθείας ασύμβατες με το αρ. 46, παρ. 6 της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου, οι εν λόγω διατάξεις δεν τηρούν τις απαιτήσεις του δικαιώματος στην πραγματική προσφυγή δυνάμει του αρ. 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και του αρ. 13 της ΕΣΔΑ, όπως απορρέουν από τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Συγκεκριμένα, δεν προβλέπεται ρητά η υποχρέωση των αρχών όπως διασφαλίσουν ότι η εξαίρεση από το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής δεν αντιβαίνει στην αρχή της μη επαναπροώθησης, ούτε η δυνατότητα προσβολής της απόρριψης του ανασταλτικού αποτελέσματος.
Ενδέχεται δε να επιφέρουν επιπλέον διοικητικό φόρτο στις Επιτροπές Προσφυγών, οι οποίες θα καλούνται να εκδίδουν αποφάσεις επί του δικαιώματος παραμονής του προσφεύγοντος, πριν προβούν σε εξέταση της προσφυγής.
Παράλληλα, η παρ. 3, προστιθέμενη προς συμμόρφωση της ελληνικής νομοθεσίας προς το αρ. 46, παρ. 7 της Οδηγίας, απαιτεί την παροχή συνδρομής διερμηνέα, νομικής συνδρομής και προθεσμίας τουλάχιστον μίας εβδομάδας για την προετοιμασία της προσφυγής στο πλαίσιο της διαδικασίας στα σύνορα δυνάμει του αρ. 90. Ωστοσο, υπενθυμίζεται από τα παραπάνω ότι η κατ’εξαίρεση διαδικασία του αρ. 90, παρ. 3 περιορίζει την προθεσμία υποβολής προσφυγής σε τρεις μέρες, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παροχή των προβλεπόμενων από το αρ. 104, παρ. 3 εγγυήσεων. Η ασυμφωνία των δύο διατάξεων ενδέχεται να συντελέσει σε σύγχυση και περαιτέρω περιπλοκότητα της διαδικασίας για τους αιτούντες, την Αρχή Προσφυγών αλλά και τις αρμόδιες αρχές για τη διαχείριση της διαδικασίας επιστροφών.