Η προσφυγή ασκείται με έγγραφο το οποίο μνημονεύει α) το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, ακριβή διεύθυνση της κατοικίας ή διαμονής του προσφεύγοντος, β) το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο και την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας και του χώρου εργασίας του εκπροσώπου του και αν υπάρχουν του δικαστικού πληρεξουσίου και του αντικλήτου του, γ) τον τόπο και τον χρόνο της σύνταξής του, δ) την προσβαλλόμενη απόφαση, ε) τους συγκεκριμένους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή. Περιλαμβάνει δε δήλωση συναίνεσης ή εναντίωσης για τη δημόσια συνεδρίαση της υπόθεσης του. Σε περίπτωση μη υποβολής σχετικής δήλωσης η υπόθεση σε κάθε περίπτωση συζητείται κεκλεισμένων των θυρών. Σε περίπτωση που το έγγραφο της προσφυγής δεν αναφέρει τα ως άνω στοιχεία η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Άρθρο 93- Υπερβολικός περιορισμός στο δικαίωμα άσκησης προσφυγής και της πραγματικής δυνατότητας των αιτούντων να καταθέτουν προσφυγή
Το άρθρο 93 (ε) προβλέπει ότι η ενδικοφανής προσφυγή, που ασκείται κατά απορριπτικής πρωτοβάθμιας απόφασης θα πρέπει «να μνημονεύει τους συγκεκριμένους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή», σε αντίθετη δε περίπτωση η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς να έχει εξεταστεί στην ουσία. Πλέον του ζητήματος εξέτασης per se της συμβατότητας της εν λόγω διάταξης με τη θετική υποχρέωση των Κρατών Μελών να παρέχουν στους αιτούντες «πραγματική προσφυγή [που] να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας», η οποία εδράζεται απευθείας στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και την Οδηγία Περί Διαδικασιών, η άσκηση της οποίας, δεν θα πρέπει να καθίσταται «πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερής» εξαιτίας δικονομικών λεπτομερειών, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αποτελεσματικότητας, θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι στο ελληνικό πλαίσιο η ρύθμιση αυτή καθιστά σε κάθε περίπτωση μη προσβάσιμη την προσφυγή σε δεύτερο βαθμό για σημαντικό αριθμό αιτούντων. Οι αιτούντες αυτοί κινδυνεύουν το αίτημα ασύλου τους να απορριφθεί σε δεύτερο βαθμό και να επιστραφούν χωρίς ποτέ το αίτημα διεθνούς προστασίας να έχει εξεταστεί στην ουσία του σε δύο βαθμούς, εξαιτίας συστημικών δυσλειτουργιών του ελληνικού συστήματος ασύλου, κατά παράβαση την Οδηγίας 2013/32/ΕΕ αλλά και των υποχρεώσεων, που απορρέουν από τα άρθρα 3 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Συγκεκριμένα, για προφανείς λόγους η κατάθεση προσφυγής στην οποία να μνημονεύονται « συγκεκριμένοι λόγοι» απαιτεί τη σύνταξη της από δικηγόρο. Ωστόσο, και παρά τη θετική υποχρέωση των ελληνικών αρχών να παρέχουν δωρεάν νομική συνδρομή κατά τις διαδικασίες στο δεύτερο βαθμό, όπως έχει πολλαπλώς τεκμηριωθεί, το ελληνικό σύστημα παροχής δωρεάν νομικής συνδρομής σε αιτούντες άσυλο σε δεύτερο βαθμό (Μητρώο Δικηγόρων), παραμένει σημαντικά αναποτελεσματικό καθώς μόνο μια μειοψηφία των αιτούντων άσυλο επωφελούνται από αυτό ενώ π.χ. σε νησιά του Βορειανατολικού Αιγαίου, δεν υπάρχει κανένας απολύτως δικηγόρος που να παρέχει δωρεάν νομική συνδρομή στο πλαίσιο του Μητρώου Δικηγόρων. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι το 2018 μόλις σχεδόν ένας στους πέντε αιτούντες άσυλο έλαβε δωρεάν νομική συνδρομή στο πλαίσιο του Μητρώου Δικηγόρων (3,351 ή 21.8% περιπτώσεις επί συνόλου 15,355 προσφυγών), ενώ ιδίως στα νησιά του Βορειανατολικού Αιγαίου ο αριθμός αυτός είναι σημαντικά μικρότερος, πχ. στο τέλος του 2018, δεν παρέχονταν υπηρεσίες δωρεάν νομικής συνδρομής στην Λέσβο, Σάμο -τα δύο νησιά με τον μεγαλύτερο πληθυσμό αιτούντων-, Κω και Λέρο. Εξαιτίας της μη συμμόρφωσης των ελληνικών αρχών με τις θετικές τους υποχρεώσεις, σύμφωνα με την Οδηγία 2013/32/ΕΕΚ και των ως άνω συστηματικών ελλείψεων, ένας σημαντικός αριθμός αιτούντων άσυλο διατρέχει πραγματικό κίνδυνο, μην έχοντας πρόσβαση σε νομική συνδρομή, να αδυνατεί, χωρίς δική του υπαιτιότητα, να συμμορφωθεί με την υποχρέωση «να μνημονεύονται στην προσφυγή συγκεκριμένοι λόγοι», που θέτει η προτεινόμενη διάταξη άρθρου 93(ε), με αποτέλεσμα οι αιτήσεις ασύλου να απορρίπτονται ως απαράδεκτες, χωρίς κατ’ ουσίαν εξέταση σε β΄ βαθμό, και οι αιτούντες άσυλο να τίθενται σε διαδικασίες επιστροφής, χωρίς να έχει διασφαλιστεί η δίκαιη και αποτελεσματική εξέταση του αιτήματος διεθνούς προστασίας κατά παράβαση, μεταξύ άλλων, της αρχής της μη επαναπροώθησης. Υπογραμμίζεται δε ότι, κατά πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, «για να είναι πραγματική η προσφυγή… πρέπει να είναι διαθέσιμη από νομικής και πρακτικής άποψης, υπό την έννοια ειδικά ότι η άσκησή της δεν πρέπει να εμποδίζεται αδικαιολόγητα από πράξεις ή παραλείψεις των αρχών».
Η κατάργηση της λεγόμενης αυτόματης προσφυγής στο δεύτερο βαθμό θα προϋπέθετε ένα καλά οργανωμένο σύστημα δωρεάν νομικής βοήθειας, για το οποίο όμως δεν υπάρχει κανενός είδους πρόβλεψη.
“πρέπει να μνημονεύονται οι λόγοι στην προσφυγή”. Αυτό μέχρι στιγμής έχει «επιλυθεί» με το τυποποιημένο έγγραφο (με τα όσα προβλήματα αυτό προκαλεί και έχουν επισημανθεί από καιρό από συναδέλφους). Η νέα διάταξη εμφανίζει δύο προβλήματα αν υποθέσουμε ότι καταργείται το τυποποιημένο έγγραφο: (1) τι θα κάνει ο αιτών που δεν έχει δικηγόρο, είτε δικό του είτε της νομικής συνδρομής και (2) πότε θα προλαβαίνουμε να το ετοιμάζουμε, αν πρέπει να προηγηθεί η συνάντηση, να συλλεχθούν τα απαραίτητα έγγραφα και να μελετηθεί ο φάκελος και φυσικά να μεταβαίνουμε στα ΠΓΑ/ΑΚΑ και να κλείνουμε και ξανά ραντεβού για συνάντηση-παράδοση προσφυγής-κατάθεση και μάλιστα στο ίδιο ΠΓΑ/ΑΚΑ που εξέδωσε την απορριπτική απόφαση; Ιδιαίτερης βαρύτητας είναι οι περιπτώσεις κρατουμένων με τις δικές τους προθεσμίες και τα προβλήματα της εκεί διαδικασίας με τα ΑΚΑ/ΠΓΑ που τα γνωρίζουμε ήδη.
Οι προθεσμίες κατάθεσης ολοκληρωμένου δικογράφου είναι στενότατες και αποκλίνουν σοβαρότατα από τις δικαστικές προθεσμίες, με αποτέλεσμα να πλήττουν το δικαίωμα στην δικηγορική υπεράσπιση. Αφού το όργανο των Επιτροπών έχει χαρακτηριστεί δικαιοδοτικό από την Ολομέλεια του ΣτΕ, οι προθεσμίες πρέπει να ακολουθούν τις δικαστικές προθεσμίες, διότι η ορθή σύνταξη του εισαγωγικού δικογράφου αποτελεί για τον δικηγόρο ευθύνη και για τον δικαστή εργαλείο απόδοσης δικαιοσύνης.
Η πρόβλεψη υποχρεωτικής προβολής των λόγων της προσφυγής με το δικόγραφο δυσχερώς συμβιβάζεται με τον χαρακτήρα της προσφυγής ως ενδικοφανούς και την διαδικασία ασύλου ως διαδικασία αυτεπαγγέλτου ελέγχου των ισχυρισμών. Οι Επιτροπές είναι πλήρους δικαιοδοσίας και οφείλουν αυτεπαγγέλτως να ελέγχουν τα σφάλματα της πρωτοβάθμιας προσβαλλόμενης. Το δίκαιο διεθνούς προστασίας παρέχεται σε επίκαιρο χρόνο και με το βλέμμα στο μέλλον, συνεπώς κάθε επιλαμβανόμενο όργανο πρέπει να μπορεί να αξιολογήσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο αιτών κατά τον τρέχοντα χρόνο. Ενόψει των σύντομων προθεσμιών και σε αρμονία με κάθε άλλο δικαιοδοτικό όργανο της διοικητικής δικαιοσύνης θα έπρεπε να προβλέπεται δυνατότητα υποβολής προσθέτων λόγων. Η υποβολή τοιαύτης προσφυγής είναι εντελώς αδύνατη χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο. Οι διάφορες, πάντως μη συμβατές με το άσυλο, εκδοχές εφαρμογής της διάταξης (αρκεί να προβληθεί ένας παραδεκτός λόγος, ώστε εν συνεχεία η Επιτροπή να εξετάσει συνολικά την ουσία; κανένας λόγος δεν προβάλλεται παραδεκτά μετά την κατάθεση του δικογράφου;) δεν μπορεί να αφεθούν στην επικείμενη νομολογία των Επιτροπών, διότι τούτο θα συνεπαχθεί άνιση μεταχείριση πολλών αιτούντων για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Επίσης, αναφέρεται «Σε περίπτωση που το έγγραφο της προσφυγής δεν αναφέρει τα ως άνω στοιχεία η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη»: ποιος θα ερμηνεύει-εξετάζει το ότι είναι απαράδεκτη ως προς αυτό το σκέλος; Ο/η υπάλληλος της παραλαβής θα κοιτάει και θα το ελέγχει; Αν ναι, με ποια αρμοδιότητα και ποια ιδιότητα θα εξετάζει την ουσία ο απλός διοικητικός υπάλληλος που απλά πρέπει να παραλάβει και τίποτα παραπάνω; Ή εννοείται ότι αυτό είναι «οδηγία» για τις Επιτροπές;
Όπως προβλέπεται τόσο στο αρ. 20 της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου όσο και στο αρ. 71, παρ. 3 του Σχεδίου Νόμου, η Ελλάδα υποχρεούται να παρέχει δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση στους αιτούντες διεθνή προστασία στη διαδικασία ενώπιον της Αρχής Προσφυγών.
Ωστόσο, η άνω υποχρέωση δεν τηρείται στην πράξη, λόγω σημαντικών και συστηματικά καταγεγραμμένων κενών στην αποτελεσματική παροχή νομικής συνδρομής δυνάμει της Υπουργικής Απόφασης 12205/2016. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Υπηρεσίας Ασύλου, το Μητρώο Δικηγόρων αρμόδιων για την παροχή νομικής συνδρομής σε αιτούντες άσυλο περιλαμβάνει 38 εγγεγραμμένους δικηγόρους ανά την επικράτεια. Μόνο κατά τους πρώτους οκτώ μήνες του 2019, ωστόσο, κατατέθηκαν 9.953 νέες προσφυγές ενώπιον της Αρχής Προσφυγών. Λαμβάνοντας υπόψη μόνο τις προσφυγές που κατατέθηκαν φέτος, ο αριθμός αυτός συνεπάγεται αναλογία ενός δικηγόρου ανά 262 αιτούντες. Είναι επομένως σαφές ότι η διοίκηση εξακολουθεί να αδυνατεί να συμμορφωθεί στις υποχρεώσεις της ως προς την παροχή νομικής συνδρομής σύμφωνα με το νόμο.
Με την υποχρεωτική κατάθεση δικογράφου για την υποβολή προσφυγής, το Σχέδιο Νόμου επιβαρύνει τους αιτούντες άσυλο με τις συνέπειες της αδυναμίας κάλυψης των αναγκών νομικής συνδρομής, πλήρως στερώντας τους εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα κατάθεσης προσφυγής απουσία δικηγόρου. Ο δραστικός αυτός περιορισμός του δικαιώματος στην πραγματική προσφυγή, λαμβάνοντας υπόψη την ελλιπή παροχή νομικής συνδρομής, δεν είναι συμβατός με το αρ. 46 της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου και το αρ. 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Παράλληλα, η πρόβλεψη στα αρ. 90, παρ. 3 και αρ. 92, παρ. 1 πολύ στενών προθεσμιών για την υποβολή δικογράφου, ήτοι τρεις ημέρες στην κατ’εξαίρεση διαδικασία στα σύνορα και πέντε μέρες για τις απαράδεκτες μεταγενέστερες αιτήσεις, χωρίς τη δυνατότητα υποβολής υπομνήματος μετά την πάροδο των εν λόγω προθεσμιών, καθιστά εξαιρετικά δυσχερή τη σύνταξη του δικογράφου ακόμη και με τη συνδρομή δικηγόρου.
Για να εφαρμοστεί η ρύθμιση απαιτείται δωρεάν νομική βοήθεια σε όλους/ες τους/τις αιτούντες/σες διεθνή προστασία, που δεν παρέχεται σήμερα και δεν εξασφαλίζετι με το παρόν νομοσχέδιο. Χωρίς τέτοια νομική βοήθεια, δεν θα καθίσταται εφιτκή η άσκηση προσφυγής κατά της ως άνω διάταξη, άρα θα απορρίπτεται λόγων έλλειψης λόγων. Παραβιάζεται έτσι σαφώς το δικαίωμα των αιου΄τνω σε πραγματική/αποτελεσματική προσφυγή μόνο για το λόγο αυτό.
Περαιτέρω, τα διαδοχικά διαδικαστικά εμπόδια που τίθενται στο νομοσχέδιο για την άσκηση της προσφυγής (επίδοση αποσπάσματος απόφασης-όχι ολόκληρη η απόφαση, ασάφεια για το εάν ενημερώνεται ρητώς ο προσφεύγων για το δικαίωμα προσφυγής του, υποχρέωση αυτοπρόσωπης παρουσίας του προσφεύγοντος στη συζήτηση της υπόθεσης αλλιώς απορρίπτεται η υπόθεσή του, λόγοι στο δικόγραφο της προσφυγής χωρίς να εξασφαλίζεται ταυτόχρονα δωρεάν νομική βοήθεια στον προσφεύγοντα, όπως προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο βλ άρθρα 71 παρ. 2 ,78 παρ. 3), κατά συνδυασμό τους, παραβιάζουν σαφώς το δικαίωμα των αιτούντων διεθνή προστασία για πραγματική και αποτελεσματική προσφυγή, κατά το κοινοτικό δίκαιο. Συνεπώς είναι εξαιρετικά πιθανές οι προσφυγές στα δικαστήρια για αιτήσεις ακύρωσης εξ αυτού του λόγου,άρα καθυστερήσεις αντί επιτάχυνση της διαδικασίας.
Εξάλλου,στην πράξη, είναι δυσανάλογο να απαιτείται από τους αλλοδαπούς που βρίσκονται εκτός Αθήνας να παρίστανται οι ίδιοι χωρίς να δίνετια έστω το δικαίωμα να παρίσταται ο συνήγορός τους.Παράλληλα, απαιτούνται και οι σχετικοί διερμηνείς και με δεδομένο ότι εξετάζονται περί τις 1500-1600 υποθέσεις ανά μήνα στις Επιτροπές Προσφυγών, πιθανή κοσμοσυρροή αιτούντων διεθνή προστασίας και διερμηνεών, πιθανό, δε και δικηγόρων σε κάθε συνεδρίαση κάθε Επιτροπής θα καταστήσει εξαιρετικά δύσκολη την εξυπηρέτησή τους στις σημερινές εγκαταστάσεις της Αρχής Προσφυγών.
Συνολικά, η διάταξη πρέπει να αποσυρθεί ως εντόνως προβληματική από νομικής πλευράς και πρακτικά δυσεφάρμοστη (έως ανεφάρμοστη) καθώς η σχετική υπηρεσία δεν έχει το προσωπικό και τις εγκαταστάσεις για να εξυπηρετήσει την εφαρμογή της.
Η ρύθμιση είναι ορθή. Ωστόσο, απαιτεί την αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος νομικής βοήθειας (Μητρώο Δικηγόρων της Υπηρεσίας Ασύλου). Μεταφέρεται στην εθνική νομοθεσία Οδηγία και άρα έχει εφαρμογή ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ αλλά και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η προσφυγή πρέπει να είναι πραγματική και να πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.