1. Μια χώρα θεωρείται ως ασφαλής τρίτη χώρα για ένα συγκεκριμένο αιτούντα, όταν πληρούνται σωρευτικά τα εξής κριτήρια:
α. δεν απειλούνται η ζωή και η ελευθερία του λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ή πολιτικών πεποιθήσεων,
β. η χώρα αυτή τηρεί την αρχή τους μη επαναπροώθησης, σύμφωνα με τη Σύμβαση τους Γενεύης,
γ. δεν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης για τον αιτούντα κατά το άρθρο 15 του παρόντος νόμου.
δ. η χώρα αυτή απαγορεύει την απομάκρυνση κάποιου σε χώρα όπου κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια ή σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, τους ορίζεται στο διεθνές δίκαιο,
ε. υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και, στην περίπτωση που ο αιτών αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, να του χορηγηθεί προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση τους Γενεύης και
στ. ο αιτών έχει σύνδεσμο με την εν λόγω τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο για αυτόν να μεταβεί σε αυτή. Η διέλευση του αιτούντος από τρίτη χώρα μπορεί, σε συνδυασμό με συγκεκριμένες περιστάσεις που τον αφορούν, ιδίως (α) τον χρόνο παραμονής του σε αυτή, (β) ενδεχόμενη επαφή ή αντικειμενική και υποκειμενική δυνατότητα επαφής με τις αρχές για πρόσβαση σε εργασία ή χορήγηση δικαιώματος διαμονής, (γ) ενδεχόμενη προηγούμενη της διέλευσης διαμονή όπως ενδεικτικά επισκέψεις μακράς διάρκειας ή σπουδές, (δ) ύπαρξη οποιωνδήποτε ακόμη και μακρινών συγγενικών δεσμών, (ε) ύπαρξη κοινωνικών ή επαγγελματικών ή πολιτιστικών σχέσεων, (στ) ύπαρξη ιδιοκτησίας, (ζ) σύνδεση με ευρύτερη κοινότητα, (η) γνώση της οικείας γλώσσας, (θ) γεωγραφική εγγύτητα της χώρας καταγωγής, να θεωρηθεί ως σύνδεσμος του αιτούντος με την τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο για αυτόν να μεταβεί σε αυτή.
2. Η συνδρομή των ως άνω κριτηρίων εξετάζεται ανά περίπτωση και για κάθε αιτούντα ξεχωριστά εκτός αν η Τρίτη χώρα έχει χαρακτηριστεί ως γενικά ασφαλής και εμπεριέχεται στον εθνικό κατάλογο ασφαλών τρίτων χωρών.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη και Εξωτερικών, η οποία εκδίδεται κατόπιν εισήγησης του Διευθυντή τους Υπηρεσίας Ασύλου, καθορίζονται οι τρίτες χώρες που χαρακτηρίζονται ασφαλείς, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων άσυλο, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους (φυλετικά, θρησκευτικά, κ.ά.) για τους σκοπούς τους εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Αιτών διεθνή προστασία δύναται να αντικρούει την εφαρμογή τους έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας στην περίπτωσή του, επικαλούμενος ως λόγο το γεγονός ότι η τρίτη χώρα δεν είναι ασφαλής υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες που αυτός ευρίσκεται. Τα στοιχεία (εσωτερικό νομοθετικό καθεστώς της τρίτης χώρας, διμερείς ή πολυμερείς διακρατικές συμφωνίες ή συμφωνίες της τρίτης χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και εσωτερική πρακτική) που λαμβάνονται υπόψη για την έκδοση της ανωτέρω κοινής υπουργικής απόφασης πρέπει να είναι επίκαιρα και να προέρχονται από έγκυρες πηγές ενημέρωσης, ιδίως από επίσημες διπλωματικές πηγές της ημεδαπής και της αλλοδαπής, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, τη νομοθεσία των λοιπών κρατών μελών σε σχέση με την έννοια των ασφαλών τρίτων χωρών, το Συμβούλιο τους Ευρώπης, την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες. Ο καθορισμός επανεξετάζεται υποχρεωτικά τον Νοέμβριο κάθε έτους. Αν διαπιστώνεται σημαντική αλλαγή τους κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε χώρα που έχει χαρακτηριστεί ως ασφαλής τρίτη χώρα, ο χαρακτηρισμός επανεξετάζεται το ταχύτερο δυνατό και προ της παρέλευσης έτους, κατά το προηγούμενο εδάφιο. Για κάθε απόφαση χαρακτηρισμού ενημερώνεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
4. Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης που βασίζεται αποκλειστικά στο παρόν άρθρο, οι Αρμόδιες Αρχές Παραλαβής ενημερώνουν σχετικά τον αιτούντα και του χορηγούν έγγραφο με το οποίο ενημερώνονται οι αρχές τους εν λόγω τρίτης χώρας ότι η αίτηση δεν έχει εξεταστεί επί τους ουσίας.
5. Όταν η ως άνω τρίτη χώρα δεν επιτρέπει στον αιτούντα να εισέλθει στο έδαφός της, η αίτησή του εξετάζεται επί τους ουσίας από τους Αρμόδιες Αρχές Απόφασης.
6. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενημερώνεται σε ετήσια βάση από τους αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών για τους χώρες που χαρακτηρίζονται ασφαλείς σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
Άρθρο 86- Ασφαλείς τρίτες χώρες
Με το προτεινόμενο άρθρο επιχειρείται μια ενσωμάτωση στην Ελληνική νομοθεσία της απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 2347-2348/2017 που έκρινε επί του χαρακτηρισμού της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας επί πολιτών Συρίας. Πλην όμως, ενόψει της ισχυρής μειοψηφίας 12 μελών επί συνόλου 25 για την αποστολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η κρίση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει δημιουργήσει μια ασφαλή νομολογία, τόσο σε εθνικό, όσο και σε Ευρωπαϊκό και σε Διεθνές επίπεδο, για να ενσωματωθεί αυτή στην Ελληνική νομοθεσία. Επισημαίνεται ότι μεταξύ των ζητημάτων που απασχόλησαν την Ολομέλεια, ήταν ιδιαίτερα εριζόμενο το ζήτημα της κρίσης περί του ασφαλούς συνδέσμου του αιτούντος με την τρίτη χώρα και αν επαρκούσε ως προς αυτό η απλή διέλευση του αιτούντος από τη χώρα αυτή, σε συνδυασμό με ορισμένες περιστάσεις, όπως ο χρόνος παραμονής του σε αυτή και η γειτνίαση με τη χώρα καταγωγής του. Η προτεινόμενη διάταξη υιοθετεί άκριτα το σκεπτικό της πλειοψηφίας της Ολομέλειας, παρά την ισχυρότατη μειοψηφία, και παρά το ότι το ζήτημα ήδη εκκρεμεί και ενώπιον Διεθνών Δικαστηρίων (βλ. μεταξύ άλλων, την υπόθεση Ilias και Ahmed κατά Ουγγαρίας προσφ. 47287/2015, η οποία εκκρεμεί ήδη ενώπιον της μείζονος συνθέσεως του ΕΔΔΑ, και όπου η απόφαση του τμήματος της 14-3-2017 εκτίμησε ότι δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ασφαλείς τρίτες χώρες η Σερβία, η ΠΓΔΜ και η Ελλάδα για αιτούντες άσυλο που κατάφυγαν στην Ουγγαρία και επιστράφηκαν στη Σερβία, με βάση κατάλογο ασφαλών τρίτων χωρών, που τροποποιήθηκε για να συμπεριλάβει τη Σερβία ως χώρα διέλευσης) .
Ακόμη περισσότερο πρόωρη και επικίνδυνη, λόγω της έλλειψης ασφάλειας δικαίου, χαρακτηρίζεται και η πρόβλεψη του νομοσχεδίου περί καθορισμού με απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη και Εξωτερικών χωρών που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ασφαλείς τρίτες χώρες, «για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων άσυλο, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους». Επισημαίνεται ότι οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν απέχει από χαρακτηρισμό χωρών ως ασφαλείς τρίτες χώρες (είναι διάφορη η περίπτωση του χαρακτηρισμού χωρών ως ασφαλείς χώρες καταγωγής) με την σοβαρή, πλην προβληματική εξαίρεση της Ουγγαρίας, που αφορά και η άνω υπόθεση ενώπιον του ΕΔΔΑ.
Η διευκρίνιση ως προς την έννοια του “συνδέσμου” είναι ευπρόσδεκτη. Ωστόσο, ορισμένα από τα κριτήρια είναι μη συνεκτικά και παραπλανητικά. Παραμένει ασαφές το γιατί πρέπει να αποτελεί κριτήριο για μια ασφαλή χώρα το γεγονός της “γεωγραφικής εγγύτητας με τη χώρα καταγωγής». Στους πρόσφυγες κατά κανόνα πρέπει να παρέχεται προστασία από το κράτος όπου υποβάλλουν το σχετικό αίτημα (πρβλ. UNHCR, αριθ. 97 (LIV) – 2003, iv. a). Αντιθέτως, θα πρέπει να διερωτηθεί κανείς τι θα χαρακτήριζε μια χώρα ως ασφαλή μόνο επειδή είναι γεωγραφικά κοντά στη χώρα προέλευσης. Θα ήταν μάλλον πιο λογικό να υποθέσουμε ότι μια γειτονική χώρα δεν είναι ασφαλής, καθώς ο κίνδυνος διώξεων μπορεί να είναι ακόμη πραγματικός, ιδίως εάν αυτή η χώρα μπορεί να σχετίζεται λόγω γειτνίασης με τους λόγους δίωξης στη χώρα προέλευσης.
Όσον αφορά την παράγραφο 3, συμφωνούμε με την άποψη της RSA σχετικά με τον κίνδυνο μη διενέργειας ατομικής αξιολόγησης και αντιστροφής του βάρους της απόδειξης. Θα θέλουμε να τονίσουμε ότι τουλάχιστον από το Άρθρο 33 της Σύμβασης της Γενεύης και το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και της αντίστοιχης νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Hirsi, M.S.S.), δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι απαιτείται εξατομικευμένη αξιολόγηση και ότι το βάρος της απόδειξης το έχει το αντίστοιχο κράτος.
Θα πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι για την αξιολόγηση της ενδεχόμενης ασφάλειας μιας χώρας, απαιτείται μεμονωμένη αξιολόγηση και εκτός από πηγές κυβερνήσεων και διεθνών οργανισμών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι εκθέσεις Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΕΔΔΑ, M.S.S., ECJ, N.S.). Επιπλέον, οι ευρείες διπλωματικές διαβεβαιώσεις δεν επαρκούν, αλλά πρέπει να αφορούν την ατομική υπόθεση (ΕΔΔΑ, Tarakhel).
Τέλος, η εισαγωγή ενός καταλόγου όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 είναι αντίθετη προς την οδηγία 2013/32/ΕΕ. Υπό σαφή διατύπωση και συστηματοποίηση της οδηγίας, ένας τέτοιος κατάλογος μπορεί να συσταθεί μόνο όσον αφορά στα «Ευρωπαϊκά Κράτη» (άρθρο 39). Εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι είναι δυνατό να εισαχθεί μόνο αυτού του τύπου ο κατάλογος και σαφώς όχι ένας με περιεχόμενο πέραν αυτού. Εάν καταρτιστεί ένας τέτοιος κατάλογος, θα μπορούσε να αποτελείται μόνο από τα κράτη μέλη της ΕΕ και από άλλα ευρωπαϊκά κράτη όπως η Νορβηγία ή η Ελβετία. Επομένως, ασφαλώς θα πρέπει να διευκρινιστεί ή να απορριφθεί η διατύπωση της διάταξης, άλλως αναμφισβήτητα παραβιάζει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Στις παραγράφους 2 και 3 υπάρχει σφάλμα και λάθος απόδοση της Οδηγίας. Το άρθρο 38 της Οδηγίας δεν προβλέπει την εφαρμογή της έννοιας χωρίς προηγούμενη πράξη γενικού χαρακτηρισμού. Η διάκριση στην μεταχείριση των αιτήσεων ασύλου μεταξύ εξέτασης στο βάσιμο (κανόνας) και εξέτασης στο παραδεκτό (εξαίρεση) είναι σαφής στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 38. Μόνο η ύπαρξη πράξης γενικού χαρακτηρισμού, εκδιδόμενη από διαφορετικό όργανο (designating organ) μπορεί εν συνεχεία να δικαιολογήσει εξέταση στο παραδεκτό από το όργανο εξατομικευμένης εξέτασης (determenining organ). Η δυνατότητα του οργάνου εξατομικευμένης κρίσης να προβεί το πρώτον σε γενική διαπίστωση περί ασφάλειας μιας χώρας για κατηγορία αιτούντων προβλέπεται μόνον στον Κανονισμό για τις Διαδικασίες που έχει προταθεί από την Επιτροπή αλλά δεν ισχύει ακόμα.
Πρόκειται για πρακτική που αντιστρατεύεται την εξατομικευμένη κρίση δεδομένου ότι η παθητική στάση ενισχύει τον επιτιθεμενο.
Διότι η εξέταση των κριτηρίων γίνεται ατομικά εκτός εάν η τρίτη χώρα χαρακτηρίζεται γενικά ασφαλής και επομένως εκεί κάμπτονται τα ατομικά κριτήρια. Άρα εάν κάποιος διώκεται, για παράδειγμα, για πολιτικά φρονήματα αλλά η τρίτη χώρα θεωρείται ασφαλής να μπορεί να απορρίπτεται fast- track.
Επειδή η ίδια η διέλευση προϋποθέτει λογικά και στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων τη γεωγραφική εγγύτητα της προς εξέταση ασφαλούς τρίτης χώρας ως προς τη χώρα καταγωγής ενός αιτούντος διεθνή προστασία, η προσθήκη του στοιχείου θ) γεωγραφική εγγύτητα, δύναται να οδηγήσει στο να αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο και συλλήβδην όλοι οι ομοεθνείς που απλώς διέρχονται από μια συγκεκριμένη γειτνιάζουσα τρίτη χώρα, δίχως περαιτέρω εξατομικευμένη εξέταση, αφού η διέλευση σε συνδυασμό με τη γεωγραφική εγγύτητα, αρκούν, κατά την προτεινόμενη διάταξη, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο απαιτούμενος σύνδεσμος. Επειδή όμως διέλευση και εγγύτητα προϋποθέτουν λογικά η μια την άλλη, πρόκειται τελικά για ταυτολογία η οποία εν κατακλείδι αναγάγει δυνητικά τη διέλευση ως το μοναδικό κριτήριο για τη διάγνωση επαρκούς συνδέσμου, κάτι το οποίο όμως αντιστρατεύεται το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο.
Κριτήριο συνδέσμου: Ορισμένα από τα κριτήρια, ήτοι η προηγούμενη διαμονή ή σπουδές, η ύπαρξη συγγενικών δεσμών ή η ύπαρξη κοινωνικών, επαγγελματικών σχέσεων, είναι ενδεικτικά της ύπαρξης προσωπικού και πραγματικού δεσμού μεταξύ του αιτούντος και της τρίτης χώρας, βάσει του οποίου η επιστροφή σε αυτή θα ήταν εύλογη. Εντούτοις, η RSA επισημαίνει ότι κριτήρια όπως η αντικειμενική και υποκειμενική δυνατότητα επαφής με τις αρχές, η γεωγραφική εγγύτητα της χώρας καταγωγής δεν ενδεικνύουν την ύπαρξη προσωπικού συνδέσμου. Επίσης, κριτήρια όπως η γνώση της γλώσσας δεν αρκούν καθ’εαυτόν ή σε συνδυασμό με τη διέλευση από τη χώρα για τον καθορισμό του επαρκούς συνδέσμου με αυτή.
Μεθοδολογία: Δεν γίνεται καμία ρύθμιση των κανόνων σχετικά με τη μεθοδολογία που πρέπει να ακολουθούν οι αρχές κρίνοντας εάν μία χώρα είναι «ασφαλής τρίτη χώρα» για ένα συγκεκριμένο αιτούντα, ήτοι τους κανόνες βάσει των οποίων αξιολογείται αν πληρούνται τα κριτήρια της παρ. 1.
Παράλληλα, η παρ. 2 φαίνεται να εξαιρεί από την εξατομικευμένη κρίση των κριτηρίων της παρ. 1 όσους αιτούντες προέρχονται από χώρα που εμπεριέχεται στον εθνικό κατάλογο «ασφαλών τρίτων χωρών», κάτι που κρίνεται αντίθετο με την Οδηγία και το διεθνές δίκαιο. Ακόμη και στην περίπτωση που μία χώρα έχει χαρακτηριστεί γενικά ως ασφαλής, οφείλεται να ακολουθήσει εξατομικευμένη εξέταση της συνδρομής των κριτηρίων της παρ. 1 στην περίπτωση του αιτούντος, ρυθμίζοντας τη δυνατότητα προσβολής τόσο του γενικού χαρακτηρισμού της χώρας ως ασφαλούς όσο και της εφαμοργής της έννοιας στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Με την κατάρτιση καταλόγου, υπάρχει κίνδυνος αυτόματης εφαρμογής της έννοιας χωρίς ενδελεχή αξιολόγηση των ατομικών συνθηκών του αιτούντος και υπέρμετρου βάρους απόδειξης του αιτούντος σε περίπτωση που αμφισβητεί τον εθνικό κατάλογο ή τη συνδρομή των κριτηρίων της «ασφαλούς τρίτης χώρας» στην ατομική του περίπτωση.