1. Με απόφαση της αρμόδιας αρχής υποδοχής οι υλικές συνθήκες υποδοχής περιορίζονται ή σε εξαιρετικές και ειδικώς αιτιολογημένες περιπτώσεις διακόπτονται όταν οι αιτούντες:
α) εφόσον τους παρέχεται στέγαση, εγκαταλείπουν τους χώρους φιλοξενίας στους οποίους έχουν παραπεμφθεί, χωρίς να ενημερώσουν την κατά περίπτωση αρμόδια διοίκηση ή δεν έχουν λάβει τυχόν απαιτούμενη άδεια ή εγκαταλείπουν τον τόπο διαμονής που έχει καθορίσει η αρμόδια αρχή κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 45 χωρίς να έχουν λάβει τυχόν απαιτούμενη άδεια,
β) δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις δήλωσης στοιχείων (όπως διεύθυνσης κατοικίας ή διαμονής, συμβάσεων εργασίας που συνάπτουν ή αυτοπρόσωπης παράστασης) ή δεν ανταποκρίνονται στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ή δεν προσέρχονται στο πλαίσιο της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης τους για παροχή διεθνούς προστασίας σε προσωπική συνέντευξη εντός της προθεσμίας που τάσσεται από τις αρχές παραλαβής και εξέτασης,
γ) έχουν υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση κατά την έννοια του στοιχείου (κ) του άρθρου 63 του παρόντος.
Για τις περιπτώσεις (α) και (β), όταν ο αιτών εντοπισθεί ή προσέλθει αυτοβούλως στην αρμόδια Αρχή, λαμβάνεται ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση, βασιζόμενη στους λόγους της εγκατάλειψης, σχετικά με την ανανέωση της παροχής μερικών ή όλων των υλικών συνθηκών υποδοχής που είχαν περιορισθεί ή διακοπεί.
2. Η αρμόδια Αρχή υποδοχής περιορίζει τις υλικές συνθήκες υποδοχής, όταν διαπιστώνει ότι ο αιτών, χωρίς δικαιολογημένη αιτία, δεν έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας το συντομότερο ευλόγως δυνατόν, μετά την άφιξή του στο έδαφος της Ελληνικής Επικράτειας.
3. Η αρμόδια Αρχή υποδοχής διακόπτει την πρόσβαση στις υλικές συνθήκες υποδοχής, όταν διαπιστωθεί ότι ο αιτών έχει αποκρύψει οικονομικούς πόρους και έχει, κατά συνέπεια, επωφεληθεί με τρόπο αθέμιτο από τις υλικές συνθήκες υποδοχής.
4. Σε περιπτώσεις σοβαρής παραβίασης του Κανονισμού λειτουργίας των κέντρων φιλοξενίας η οποία διαταράσσει την ομαλή λειτουργία των κέντρων και την συμβίωση των ατόμων σε αυτά ιδίως όταν επιδεικνύεται ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά επιβάλλεται ως κύρωση η διακοπή της παροχής υλικών συνθηκών. Παράλληλα ενημερώνεται άμεσα ο οικείος Αστυνομικός Διευθυντής και, προκειμένου περί των Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων Αττικής και Θεσσαλονίκης, ο αρμόδιος για θέματα αλλοδαπών Αστυνομικός Διευθυντής, προκειμένου να διακριβώσει αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 2 ή της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 46 του παρόντος νόμου. Εφόσον πρόκειται για ασυνόδευτο ανήλικο, η αρμόδια υποδοχής οφείλει, πριν από την επιβολή της διακοπής της στέγασης , να απευθυνθεί στις υπηρεσίες αρωγής και/ή στις δικαστικές αρχές που είναι αρμόδιες για την προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων προκειμένου να μεριμνήσουν για την τοποθέτηση του ανηλίκου σε δομή που αρμόζει στις ανάγκες του και να διατάξουν τυχόν άλλα μέτρα αρωγής εφόσον τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις.
5. Η απόφαση για περιορισμό ή διακοπή παροχής των υλικών συνθηκών υποδοχής ή η απόφαση με την οποία επιβάλλεται η κύρωση της παραγράφου 4, λαμβάνεται από την αρμόδια Αρχή υποδοχής σε ατομική και αντικειμενική βάση και οφείλει να είναι αιτιολογημένη. Κατά τη λήψη της απόφασης διακοπής ή περιορισμού των υλικών συνθηκών υποδοχής ή επιβολής της κύρωσης της παραγράφου 4 λαμβάνεται υπόψη η ειδική κατάσταση του προσώπου, ιδίως όταν πρόκειται για ευάλωτα πρόσωπα, σύμφωνα με το άρθρο 58 του παρόντος. Η απόφαση περιορισμού ή διακοπής των υλικών συνθηκών υποδοχής δεν μπορεί να αφορά την πρόσβαση του αιτούντος σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 55 του παρόντος και δεν καθιστά αδύνατη την πρόσβαση εκ μέρους των αιτούντων σε βασικά μέσα που εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Οι αποφάσεις περιορισμού ή διακοπής της παροχής υλικών συνθηκών υποδοχής ή επιβολής της κύρωσης της παραγράφου 4 γνωστοποιούνται στους αιτούντες σε γλώσσα που κατανοούν.
6. Οι υλικές συνθήκες υποδοχής δεν διακόπτονται ή περιορίζονται πριν ληφθεί η απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 5.
Δεν είναι καθόλου σαφές το πώς οποιοσδήποτε περιορισμός ή διακοπή των υλικών συνθηκών υποδοχής θα αποσοβήσει την ισχυρή πιθανότητα να μην έχει ο αιτών άσυλο πρόσβαση σε αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης όπως αναγράφεται στην παρ. 5, εδ. 3, δεδομένου ότι το σημερινό πλαίσιο παροχών υλικών συνθηκών υποδοχής είναι ήδη πεπερασμένο και οι ελληνικές αρχές βρίσκονται συνεχώς μπροστά σε έκτακτες ανάγκες. Ακόμη, δεδομένου ότι οι ελληνικές αρχές έχουν μέχρι και σήμερα συναντήσει δυσκολίες στην επάνδρωση των ανοιχτών δομών φιλοξενίας, δημιουργείται περαιτέρω ασάφεια σχετικά με τις διαδικασίες με τις οποίες θα εφαρμόζονται οι αποφάσεις περιορισμού ή διακοπής των συνθηκών υποδοχής.
Δεν προκύπτει ο ουσιώδης λόγος των προβλέψεων για περιορισμό ή και διακοπή των υλικών συνθηκών υποδοχής στους αιτούντες ενώ αφήνεται μεγάλο περιθώριο για την επιβολή αυτών των κυρωτικού χαρακτήρα μέτρων από υπαλλήλους της αρχής υποδοχής η οποία δεν διαθέτει επαρκή στελέχωση, εμπειρία και τεχνογνωσία.
παρ. 5, εδ. 3 Η απόφαση περιορισμού ή διακοπής των υλικών συνθηκών υποδοχής […- δεν καθιστά αδύνατη την πρόσβαση εκ μέρους των αιτούντων σε βασικά μέσα που εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.
Εδώ το ζητούμενο είναι το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για όλους τους αιτούντες που δεν είναι καθόλου δεδομένο στη σημερινή συγκυρία. Πώς λοιπόν θα μπορέσει, ο περιορισμός ή διακοπή παροχής των υλικών συνθηκών υποδοχής να γίνει με τέτοιον τρόπο που να έχει εξασφαλιστεί ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης στον αιτούντα; Πολύ φοβάμαι οτι αυτή η πρόνοια θα μείνει κενό γράμμα.
Στα χρόνια εργασίας μου στο προσφυγικο/μεταναστευτικό είμαι σε θέση να πώ οτι πολύ μεγάλο μέρος της παραβατικής/εγκληματικής/αντικοινωνικής συμπεριφοράς των αιτούντων άσυλο προέρχεται απο ασυνόδευτους ανήλικους. Απειλές, ξυλοδαρμοί και βανδαλισμοί/καταστροφές δομών φιλοξενείας απο ασυνόδευτους ανήλικους έχουν (ή δεν έχουν δυστυχώς) βγεί στο φώς της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια. Το τρίπτυχο 1) κανόνες λειτουργίας, 2) εφαρμογή τους και 3) τιμωρία σε περιπτώσεις παραβίασής τους θα πρέπει να διασφαλίζονται πλήρως σε όλες τις δομές ασυνόδευτων ανηλίκων.
Το αρ. 57, παρ. 4 προβλέπει ρητά την ενημέρωση των οικείων αστυνομικών αρχών, όπως διακριβώσουν αν συντρέχουν λόγοι επιβολής του μέτρου της κράτησης για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Η RSA δεν θεωρεί απαραίτητη την εν λόγω διάταξη, εφόσον η προστασία της δημόσιας τάξης και της ασφάλειας προβλέπεται ήδη ως λόγος κράτησης στο αρ. 46, παρ. 2, περ. δ΄ του Σχεδίου Νόμου.
Το άρθρο 57 εισάγει ευλογοφανείς περιορισμούς, οι οποίοι ωστόσο χωρίς συγκεκριμενοποίηση και εισαγωγή του κριτηρίου της μη καλής πίστης από πλευράς του αιτούντος θα οδηγήσει σε καταχρηστικές συμπεριφορές πιθανώς και περιορισμούς από πλευράς της διοίκησης. Πρόκειται περί δρακόντειας διάταξης.