1. Αλλοδαπός ή ανιθαγενής που αιτείται διεθνή προστασία, δεν κρατείται για μόνο το λόγο ότι έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και ότι εισήλθε παράτυπα ή/και παραμένει στη χώρα χωρίς νόμιμο τίτλο διαμονής.
2. Αλλοδαπός ή ανιθαγενής που υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας μπορεί να κρατηθεί κατ’ εξαίρεση, εφόσον αυτή είναι αναγκαία, κατόπιν ατομικής αξιολόγησης και υπό την προϋπόθεση ότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν εναλλακτικά μέτρα, όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 3907/2011, για έναν από τους παρακάτω λόγους:
(α) για τη διαπίστωση των στοιχείων της ταυτότητας ή της καταγωγής του ή της υπηκοότητάς του
(β) προκειμένου να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση διεθνούς προστασίας, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτούντος, όπως ο κίνδυνος αυτός ορίζεται στο άρθρο 18 (ζ) του ν. 3907/2011, ή
(γ) όταν τεκμηριώνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι ο αιτών υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής, εφόσον πιθανολογείται ότι η εκτέλεση της απόφασης αυτής μπορεί να υλοποιηθεί, ή
(δ) εφόσον συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας αρχής της παραγράφου 4, ή
(ε) όταν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος διαφυγής, κατά τη έννοια του άρθρου 2 (ιδ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 18 στοιχείο
(στ) του ν. 3907/2011, τα οποία εφαρμόζονται αναλόγως, και προκειμένου να διασφαλιστεί η υλοποίηση της διαδικασίας μεταφοράς σύμφωνα με τον ως άνω Κανονισμό, ή
(ζ) για να αποφασιστεί, στο πλαίσιο διαδικασίας, το δικαίωμα του αιτούντος για είσοδο στο έδαφος.
3. Αλλοδαπός ή ανιθαγενής που υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας ενόσω κρατείται βάσει των σχετικών διατάξεων των νόμων 3386/2005 (Α 212) και 3907/2011 (Α 7), όπως ισχύουν, παραμένει υπό κράτηση κατ’ εξαίρεση, εφόσον αυτή είναι αναγκαία, κατόπιν ατομικής αξιολόγησης και υπό την προϋπόθεση ότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν εναλλακτικά μέτρα, όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 3907/2011, για έναν από τους παρακάτω λόγους:
(α) για τη διαπίστωση των στοιχείων της ταυτότητας ή της καταγωγής του ή
(β) προκειμένου να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση διεθνούς προστασίας, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτούντος, όπως ο κίνδυνος αυτός ορίζεται στο άρθρο 18 (ζ) του ν. 3907/2011, ή
(γ) όταν τεκμηριώνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι ο αιτών υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής, εφόσον πιθανολογείται ότι η εκτέλεση της απόφασης αυτής μπορεί να υλοποιηθεί ή
(δ) εφόσον συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας αρχής της παραγράφου 4, ή
(ε) όταν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος διαφυγής, κατά τη έννοια του άρθρου 2 (ιδ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 18 στοιχείο ζ του ν. 3907/2011, τα οποία εφαρμόζονται αναλόγως, και προκειμένου να διασφαλιστεί η υλοποίηση της διαδικασίας μεταφοράς σύμφωνα με τον ως άνω Κανονισμό.
4. Η απόφαση κράτησης λαμβάνεται από τον οικείο Αστυνομικό Διευθυντή και, προκειμένου περί των Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων Αττικής και Θεσσαλονίκης, τον αρμόδιο για θέματα αλλοδαπών Αστυνομικό Διευθυντή, και περιέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Στις περιπτώσεις (α), (β), (γ) και (ε) των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, η απόφαση κράτησης λαμβάνεται κατόπιν ενημέρωσης του Προϊσταμένου της αρμόδιας Αρχής Παραλαβής.
5. (α) Η κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία επιβάλλεται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στον αιτούντα δεν δικαιολογούν συνέχιση της κράτησης.
(β) Η κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία καταρχήν επιβάλλεται για διάστημα μέχρι 50 ημερών και δύναται να παρατείνεται περαιτέρω 50 ημέρες, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση των οργάνων της παραγράφου 4 εφόσον εξακολουθούν οι λόγοι που την επέβαλαν. Η συνολική παράταση αυτής της κράτησης δεν δύναται σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει να υπερβαίνει τα ανώτατα όρια κράτησης, όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 30 του ν. 3907/2011. Χρονικά διαστήματα κράτησης που έχουν επιβληθεί βάσει των σχετικών διατάξεων των νόμων 3386/2005 (Α 212) και 3907/2011 (Α 7), δεν μπορούν να θεωρηθούν ως χρόνος κράτησης κατά την έννοια του άρθρου αυτού.
6. Οι αιτούντες που κρατούνται, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, έχουν τα δικαιώματα προσφυγής και υποβολής αντιρρήσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και επόμενες του άρθρου 76 του ν. 3386/2005, όπως ισχύει τόσο κατά της αρχικής απόφασης κράτησης όσο και κατά της απόφασης παράτασης αυτής.
7. Οι κρατούμενοι αιτούντες διεθνή προστασία, σε περίπτωση αμφισβήτησης της απόφασης κράτησης και της απόφασης παράτασης της, δικαιούνται δωρεάν νομική συνδρομή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του ν. 3226/2004 (Α 24), οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως.
8. Η κράτηση του αιτούντος διεθνή προστασία συνιστά σπουδαίο λόγο επιτάχυνσης της διαδικασίας ασύλου, λαμβανομένης υπόψη της, τυχόν, έλλειψης κατάλληλων χώρων και των δυσχερειών εξασφάλισης αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης των τελούντων σε κράτηση. Για τον λόγο αυτό σε περίπτωση κράτησης αλλοδαπού ή ανιθαγενή ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας ενημερώνεται αμέσως ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Αρχής Παραλαβής καθώς και τα Κλιμάκια Ταχείας Συνδρομής εφόσον δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της παραγράφου 6 του άρθρου 39, ο οποίος μεριμνά για την κατά απόλυτη προτεραιότητα εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας η οποία ολοκληρώνεται υποχρεωτικά σε κάθε περίπτωση εντός 15 ημερών από την επιβολή της κράτησης ή την υποβολή της αίτησης.
9. Σε περίπτωση κράτησης αλλοδαπού ή ανιθαγενή ο οποίος υποβάλει προσφυγή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 92 ενημερώνεται άμεσα ο Διευθυντής της Αρχής Προσφυγών. Η προσφυγή αυτή, με μέριμνα του προαναφερόμενου Διευθυντή προσδιορίζεται και συζητείται κατά απόλυτη προτεραιότητα εντός 5 εργάσιμων ημερών από την κατάθεσή της. Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται υποχρεωτικά εντός 15 ημερών.
Άρθρο 46: Δυνατότητα γενικευμένης και παρατεταμένης επιβολής κράτησης εις βάρος αιτούντων άσυλο.
Η διάταξη του Άρθρου 46 ν/σ εισάγει το πρώτον στην ελληνική έννομη τάξη τη δυνατότητα κράτησης αιτούντα άσυλο, ο οποίος έχει ήδη καταθέσει αίτημα ασύλου εν ελευθερία για το σύνολο των επιτρεπόμενων από την Οδηγία 2013/33/ΕΕ λόγων κράτησης. Για το λόγο αυτό η διάταξη δημιουργεί ένα γενικευμένο καθεστώς ανασφάλειας και ευθέως υπονομεύει το ‘τεκμήριο υπέρ της ελευθερίας’. Επιπλέον, οι προτεινόμενες διατάξεις, λόγω της ασαφούς διατύπωσής τους, και των σκέψεων της αιτιολογικής έκθεσης, δύναται να θεωρηθεί ότι μπορεί να προβλέπουν ως επιτρεπόμενο χρόνο κράτησης αιτούντα άσυλο, ακόμη και το ανώτατο χρονικό όριο των 18 μηνών, που προβλέπεται από την Οδηγία Επιστροφής, ενώ επίσης ρητά διακρίνουν την κράτηση λόγω εξέτασης αίτησης ασύλου από την κράτηση στο πλαίσιο απομάκρυνσης (επιστροφής/απέλασης/επανεισδοχής) η οποία ήδη κατά το ν. 3907/2011 μπορεί να διαρκέσει για ανώτατο χρονικό διάστημα 18 μηνών.
Ταυτόχρονα, οι αιτήσεις ασύλου κρατουμένων προβλέπεται ότι θα εξετάζονται στο πλαίσιο της «κατά απόλυτης προτεραιότητας διαδικασίας» ήτοι ολοκλήρωση του α’ βαθμού εντός μόλις 15 ημερών, λαμβάνοντας δε υπόψη την ιδιαίτερα δυσμενή θέση του κρατούμενου αιτούντα άσυλο, καθίσταται προφανές το ανέφικτο της άσκησης των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του αιτούντων άσυλο, που παραμένουν υπό κράτηση.
Η διάταξη καταργεί βασικές εγγυήσεις κατά την επιβολή/συνέχιση μέτρου κράτησης. Έτσι καταργείται ο αυτόματος δικαστικός έλεγχος της απόφασης επιβολής/παράτασης της κράτησης αιτούντα άσυλο «με σκοπό την ελάφρυνση των διοικητικών αρχών και των δικαστηρίων» σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι εξαιτίας της φύσης των μέτρων κράτησης (στερητικών της ελευθερίας μέτρων) η υποχρέωση επιβολής/έγκρισης μέτρου κράτησης από Δικαστήριο συνιστά υποχρέωση που ευθέως απορρέει από το Κράτος Δικαίου και την ίδια την συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωση σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Επιπλέον καταργείται η εισήγηση της Υπηρεσίας Ασύλου για τη συνέχιση μέτρου κράτησης αιτούντα άσυλο, και προβλέπεται ότι η απόφαση κράτησης λαμβάνεται «κατόπιν ενημέρωσης του Προϊσταμένου της Αρμόδιας Αρχής Παραλαβής».
Επισημαίνεται δε ότι, για ακόμη μια φορά, οι ελληνικές αρχές δεν καταργούν την δυνατότητα κράτησης ασυνόδευτων παιδιών και παιδιών που συνοδεύονται από μέλη της οικογένειάς τους, παρά το γεγονός ότι η κράτησή τους, στο πλαίσιο της νομοθεσίας του ασύλου και της μετανάστευσης, είναι αντίθετη προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Η πρόβλεψη να μην συνυπολογίζονται στην διάρκεια της κράτησης τα άλλα διαστήματα κράτησης που έχουν επιβληθεί στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών, είναι εξαιρετικά προβληματική καθώς στην πράξη μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της διάρκειας κράτησης των αλλοδαπών και πέραν του 18μηνου. Επιπλέον, δεν προβλέπονται εναλλακτικά μέτρα αντί της κράτησης, όπως η καταβολή χρηματικής εγγύησης ή η τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών ή υποχρεωτική διαμονή σε υποδεικνυόμενο μέρος ενώ καταργείται και η αυτεπάγγελτη, τακτική δικαστική αναθεώρηση της κράτησης, που αποτελεί, κατά το ισχύον δίκαιο, πρόσθετη, σημαντική εγγύηση για την τακτική επανεξέταση της νομιμότητας της κράτησης.
Δεν προσδιορίζεται με ποια διαδικασία και επί τη βάσει ποιων κριτηρίων οι Αρχές Παραλαβής εκτιμούν αν ο αιτών/αιτούσα χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων (παρ. 1), σε τι συνίσταται η «επαρκής υποστήριξη», καθώς και η διαδικασία και τα κριτήρια επί τη βάσει των οποίων κρίνεται ότι «η κατάλληλη υποστήριξη […] δεν μπορεί να παρέχεται εντός του πλαισίου των διαδικασιών των άρθρων 83 παράγραφος 9 και 90».
Δεν είναι σαφές σε ποια διαδικασία αναφέρεται η περίπτωση ζ’ της παρ. 2 (κράτηση, «για να αποφασιστεί, στο πλαίσιο διαδικασίας, το δικαίωμα του αιτούντος για είσοδο στο έδαφος.»)
Δεν προσδιορίζονται τα αντικειμενικά κριτήρια που τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους «να θεωρείται ότι ο αιτών υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής, εφόσον πιθανολογείται ότι η εκτέλεση της απόφασης αυτής μπορεί να υλοποιηθεί» (άρθρ. 46, παρ. 2, περ. γ’ και άρθρ. 46, παρ. 3, περ. γ’).
Επιπλέον, αναφορικά με την παρ. 5(β), σύμφωνα με την οποία «(χ)ρονικά διαστήματα κράτησης που έχουν επιβληθεί βάσει των σχετικών διατάξεων των νόμων 3386/2005 (Α 212) και 3907/2011 (Α 7), δεν μπορούν να θεωρηθούν ως χρόνος κράτησης κατά την έννοια του άρθρου αυτού», δέον σημειωθεί ότι κρατούμενοι που έχουν εκδηλώσει βούληση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας εξακολουθούν να κρατούνται βάσει των σχετικών διατάξεων των νόμων 3386/2005 (Α 212) και 3907/2011 (Α 7) έως ότου το αίτημά τους καταγραφεί πλήρως από το αρμόδιο γραφείο της Υπηρεσίας Ασύλου. Ωστόσο, συχνά σημειώνονται σημαντικές καθυστερήσεις στην καταγραφή του αιτήματος από την Υπηρεσία Ασύλου, συνήθως αναγόμενες στην αδυναμία της Ελληνικής Αστυνομίας να μεταγάγει τους αιτούντες αμελλητί ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, λόγω υποστελέχωσης, καθώς και στην αδυναμία της Υπηρεσίας Ασύλου να διασφαλίσει διερμηνεία σε γλώσσα που κατανοούν οι αιτούντες. Άλλωστε, η έλλειψη διερμηνείας στα περισσότερα κέντρα διοικητικής κράτησης καθιστά αδύνατη την επικοινωνία των εκεί κρατούμενων με τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να εκφράσουν τη βούλησή τους να υποβάλουν αίτημα διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, στην παρούσα διατύπωσή της, η εν λόγω διάταξη ουδόλως διασφαλίζει τους κρατούμενους από την ελεύθερη επέκταση της διοικητικής τους κράτησης μέχρι το ανώτατο όριο, σε περιπτώσεις που η μη έγκαιρη καταγραφή της βούλησης ή του αιτήματός τους για διεθνή προστασία ανάγεται σε δυσλειτουργίες τις Διοίκησης.
Επιπλέον, η δυνατότητα παράτασης της κράτησης μέχρι το ανώτατο όριο των 18 μηνών αφορά, σύμφωνα με το άρθρ. 30 του ν. 3907/2011, μόνο στην κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας ενόψει απομάκρυνσης και όχι στην κράτηση αιτούντων άσυλο (βλ. σχετικά και C-357/2009 PPU, Said Shamilovich Kadzoev), η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, πρέπει να έχει τη «μικρότερη δυνατή διάρκεια». Η εν λόγω διάταξη, στην παρούσα διατύπωση της, και υπό το φως της προαναφερθείσας νομολογίας, αφήνει περιθώρια παράτασης της διοικητικής κράτησης μέχρι και 36 μήνες (18 μήνες ενόψει απομάκρυνσης και 18 μήνες ως αιτούντος άσυλο).
Εξάλλου και με βάση το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. γ΄ του ν. 3386/2005 εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διαδικασιών απέλασης και κράτησης προς το σκοπό αυτό οι πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο. Επομένως, η κράτηση ενόψει απομάκρυνσης, η οποία διέπεται από την οδηγία 2008/115 και η κράτηση που διατάσσεται κατά ατόμου που ζητεί άσυλο, εντάσσονται σε διαφορετικές νομικές ρυθμίσεις (απόφαση ΔΕΕ Said Shamilovich Kadzoev της 30-11-2009, βλ. και Απόφαση ΑνωτΔικΚυπρ 18.1.2011 ΕΜΕΔ 2011 σ. 75)
Παράβαση των άρθρων 26 και 31 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων και σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 και 12 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα
Σύμφωνα με τη γραμματική και συστηματική ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, η οποία υποστηρίζεται από τη θεωρία, πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31 είναι ο πρόσφυγας που είναι φυσικά παρών στη χώρα, ενώ του άρθρου 26 ο πρόσφυγας, ο οποίος είναι νόμιμα παρών στη χώρα, ήτοι από τη στιγμή που γίνει δεκτός στη διαδικασία εξέτασης αιτήματος ασύλου ή εφόσον του επιτραπεί με άλλο τρόπο προσωρινά η παραμονή στη χώρα (βλ. J.Hathaway, “The rights of refugees”, σελ. 154-193, 370-439 και 695-719). Ως πρόσφυγας δε για την εφαρμογή της εν λόγω Σύμβασης νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της Χώρας ταύτης». (αρ. 1 Α 2 της αυτής Σύμβασης). Συνεπώς, ο πρόσφυγας είναι το πρόσωπο που έχει δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον εκ των λόγων της Σύμβασης, και όχι ο επίσημα αναγνωρισμένος ως τέτοιος, καθώς η αναγνώριση έχει απλώς διακηρυκτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα (βλ. σχετικά Εγχειρίδιο Υ.Α. παρ. 28., Οδηγία 2011/95/ΕΕ του ΕΚ από 13-12-2011, προοίμιο / αιτιολογική σκέψη 21). Ως εκ τούτου υπό το άρθρο 31 παρ. 1 προστατεύεται από ποινικές κυρώσεις ο πρόσφυγας που εισέρχεται παράνομα στη χώρα και χωρίς καθυστέρηση απευθύνεται στις αρχές της χώρας, προκειμένου να ζητήσει άσυλο. Ωστόσο, το «χωρίς καθυστέρηση» χρονικό διάστημα εμφάνισης του ενώπιον των αρχών θα πρέπει να κρίνεται ad hoc, ανάλογα με την πολιτισμική εξοικείωση του πρόσφυγα με τη χώρα υποδοχής, την εκπαίδευση του και τη φυσική και ψυχική του κατάσταση αλλά κατά γενική αποδοχή αυτό δεν μπορεί να είναι μόνο λίγες μέρες ούτε επίσης ορισμένα χρόνια. Επίσης, ως Αρχές της χώρας δεν νοούνται απαραίτητα οι αρμόδιες αρχές παραλαβής αιτήματος ασύλου, καθώς ο πρόσφυγας δεν είναι δυνατό να γνωρίζει το νομικό σύστημα και τις αρμοδιότητες κάθε αρχής της χώρας υποδοχής, αρκεί λοιπόν να απευθυνθεί σε Αρχές της χώρας, κατά τρόπο εύλογο για τις περιστάσεις. Ωστόσο, κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση για τον έλεγχο της συμβατότητας της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης είναι το άρθρο 31 παράγραφος 2 της Σύμβασης, δεδομένου άλλωστε ότι τόσο από το Σύνταγμα (αρ. 28) όσο και από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αρ. 78) αναγνωρίζεται η υποχρέωση συμβατότητας των νόμων, διοικητικών πράξεων ή Οδηγιών προς τη εν λόγω Σύμβαση. Στο άρθρο αυτό ορίζεται ότι τα συμβαλλόμενα κράτη θα εφαρμόζουν επί των κινήσεων των προσφύγων αυτών μόνο τα απαραίτητα περιοριστικά μέτρα, και τούτα μάλιστα μόνον μέχρις ότου ρυθμισθεί το καθεστώς τους στο έδαφος της χώρας που βρίσκονται ή αποκτήσουν άδεια εισόδου σε άλλη χώρα. Όπως δηλαδή καθίσταται προφανές από το άρθρο αυτό επιτρέπεται η επιβολή περιοριστικών μέτρων στην κίνηση των προσφύγων υπό δύο όρους: α) ότι αυτά είναι τα απαραίτητα μόνο και β) μόνο μέχρις ότου ρυθμισθεί το καθεστώς στο έδαφος της χώρας που βρίσκονται ή λάβουν άδεια εισόδου σε άλλη χώρα.
Ξεκινώντας προς διευκρίνιση του όρου «μέχρις ότου ρυθμισθεί το καθεστώς», αυτό σημαίνει όχι μέχρι την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα αλλά μέχρι την καταγραφή του αιτήματος ασύλου. Η ερμηνεία αυτή υποστηρίζεται τόσο από μία συστηματική ερμηνεία των άρθρων 26 και 31 παρ. 2, καθώς διαφορετικά θα έρχονταν σε σύγκρουση (όπως θα φανεί εναργέστερα κατωτέρω) όσο και από την άποψη που υιοθέτηση η ad hoc Επιτροπή για την επεξεργασία της Σύμβασης (UN Doc. E/AC.32/SR.24, 3ης Φεβρουαρίου 1950, σ. 6). Η πρόβλεψη αυτή έχει σκοπό αφενός να βοηθήσει τα κράτη να ανταποκριθούν σε συνθήκες μαζικής εισροής αφετέρου να ολοκληρώσουν μια βασική αναζήτηση των στοιχείων της ταυτότητας και των συνθηκών που συνδέονται με τους παράτυπα εισερχόμενους αιτούντες άσυλο πριν τους αφήσουν ελεύθερους στην κοινωνία. Τα κράτη δηλαδή με την εν λόγω διάταξη δημιούργησαν ένα δικαίωμα των ίδιων να προβαίνουν σε κράτηση των προσφύγων που εισήλθαν παράνομα και ζητούν προστασία για λίγες ημέρες, μέχρι να ολοκληρωθεί η έρευνα αυτή. Όσον αφορά δε στο ποία είναι τα απαραίτητα μέτρα ναι μεν αρμόδιο είναι το κάθε συμβαλλόμενο κράτος να αποφασίζει ωστόσο, τόσο τα travaux preparatoires της Σύμβασης και τα κείμενα της Ad hoc Επιτροπής που παρέχουν καθοδήγηση στην ερμηνεία της Σύμβασης όσο και άλλα διεθνή κείμενα και εν προκειμένω το άρθρο 9 του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, του οποίου οι διατάξεις έχουν δεσμευτική ισχύ και θέτουν σαφώς περιορισμούς, σε μια έννοια επιδεκτική ερμηνειών αλλά και αυθαιρεσιών. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει κρίνει (υποθ. A v. Australia, UN. Doc CCPR/C/59/D/560/1993 Απρίλιος 1997, παρ. 9.4) ότι τα άτομα που ζητούν άσυλο δεν μπορούν να κρατούνται για διάστημα μεγαλύτερο από όσο το κράτος μπορεί να παρέχει κατάλληλη δικαιολόγηση. Και ακόμη και όταν υπάρχουν λόγοι που δικαιολογούν την κράτηση το άτομο που κρατείται πρέπει παρόλα αυτά να έχει τη δυνατότητα να προσφύγει κατά της κράτησης σε δικαστήριο, προκειμένου αυτό το δικαστήριο να αποφασίσει χωρίς καθυστέρηση περί της νομιμότητας της κράτησης και να διατάξει την άρση της, αν αυτή δεν είναι νόμιμη.
Επιπροσθέτως, η αδυναμία πρόσβασης των διοικητικά κρατουμένων σε δωρεάν νομική βοήθεια, ιδίως στα σύνορα, είναι επαρκώς καταγεγραμμένη [βλ. και τις πρόσφατες καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ Kaak κ.ά. κατά Ελλάδας της 3/10/2019 (αριθ. 34215/16), O.S.A. κ.ά. κατά Ελλάδας της 21/03/2019 (αριθ. 39065/16), J.R. κ.ά. κατά Ελλάδας της 25/01/2018 (22696/16)]. H δε αναφορά του σχεδίου νόμου (άρθρ. 46, παρ. 7) σε παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας κατά τα προβλεπόμενα στο ν. 3226/2004 ουδόλως διασφαλίζει την πρόσβαση των κρατούμενων σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο, καθώς, αφενός ο ν. 3226/2004 προϋποθέτει μια σειρά δικαιολογητικών τα οποία στερούνται οι διοικητικά κρατούμενοι (βλ. άρθρ. 2, παρ. 2) και, αφετέρου, η δίκη για την οποία ζητείται δωρεάν νομική βοήθεια δε δύναται να λάβει χώρα παρά μόνο τουλάχιστον 15 ημέρες μετά την υποβολή των σχετικών δικαιολογητικών (βλ. άρθρ. 2, παρ. 3), κάτι το οποίο, ωστόσο, έρχεται σε αντίθεση με την προϋπόθεση της «ταχύτητας» του διοικητικού ελέγχου κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5, παρ. 4 της ΕΣΔΑ (βλ. σχετικά και την απόφαση του ΕΕΔΑ Shcherbina κατά Ρωσίας της 26/06/2004 (41970/11), §§ 65-70, όπου η καθυστέρηση 16 ημερών μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης επί ενδίκου μέσου κατά κράτησης θεωρήθηκε υπερβολική).
Παράγραφος 5, (β): Ανοίγει η εν λόγω διάταξη παράθυρο για μακρόχρονη κράτηση.
Γιατί όπως και με τον προηγούμενο νόμο τελικά η διοίκηση μπορεί να φτάνει το ανώτατο όριο κράτησης χωρίς κανέναν ουσιαστικά αιτιολογημένο λόγο, με μια απλή διαπίστωση ότι οι λόγοι της αρχικής κράτησης επιμένουν.
Άρθρο 46, 2, γ: Η εν λόγω διάταξη ανοίγει παράθυρο αυθαίρετων κρίσεων.
Ποιοι είναι βάσιμοι λόγοι βάσει των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι κάποιος υποβάλλει αίτηση για να εμποδίσει την εκτέλεση επιστροφής; δεν προσδιορίζεται έτσι ώστε η διοίκηση ακόμα και βάσει της χώρας προέλευσης να θεωρεί ότι υπάρχει παρελκυστική κατάθεση προσφυγής.
Επιπλέον των ανωτέρων σχολίων, θα πρέπει να αναφερθεί οτι η περίπτωση(ζ) «για να αποφασιστεί, στο πλαίσιο διαδικασίας, το δικαίωμα του αιτούντος για είσοδο στο έδαφος»έρχεται σε λογική αντίθεση με την παράγραφο 1 που αναφέρεται οτι «Αλλοδαπός ή ανιθαγενής που αιτείται διεθνή προστασία, δεν κρατείται για μόνο το λόγο ότι έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και ότι εισήλθε παράτυπα ή/και παραμένει στη χώρα χωρίς νόμιμο τίτλο διαμονής».
Κάθε αιτών άσυλο, από την ίδια τη Σύμβαση της Γενεύης έχει δικαίωμα εισόδου σε συμβαλλόμενη χώρα.
Οι επί μέρους τροποποιήσεις του αρ. 46, ατομικά αλλά και σωρευτικά, εντείνουν τον κίνδυνο περαιτέρω γενίκευσης της διοικητικής κράτησης, και μάλιστα σε συνθήκες πάγια αναγνωρισμένες ως ακατάλληλες, κατά παράβαση της υποχρέωσης αποφυγής μέτρων στέρησης της ελευθερίας των αιτούντων άσυλο.
Η κατάργηση της αυτεπάγγελτης εξέτασης της νομιμότητας της κράτησης από το αρμόδιο διοικητικό πρωτοδικείο στην παρ. 6 συνιστά ανησυχητικό περιορισμό των διαδικαστικών εγγυήσεων που παρέχονται στους κρατούμενους αιτούντες, παρά τη γενικώς αναποτελεσματική εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού ως τώρα. Η διαδικασία των αντιρρήσεων βάσει του αρ. 76 Ν 3386/2005 δεν αποτελεί επαρκώς προσβάσιμο και αποτελεσματικό ένδικο μέσο αμφισβήτησης του μέτρου της κράτησης, όπως τονίζεται κατ’επανάληψη στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).
Κατά γενικό κανόνα, οι ευάλωτοι αιτουντες άσυλο και όσοι χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων δεν πρέπει να κρατούνται. Συνίσταται η επαναφορά της πρόβλεψης, στην ισχυουσα διάταξη του αρ. 46 παρ. 8 εδ. β΄ Ν 4375/2016, ότι η έλλειψη κατάλληλων χώρων και οι δυσχέρειες εξασφάλισης αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης των τελούντων σε κράτηση, καθώς και η ευαλωτότητα των αιτούντων κατά το αρ. 14 παρ. 8 Ν 4375/2016 συνεκτιμώνται για την επιβολή ή την παράταση της κράτησης, καθώς δεν προβλέπεται στο αρ. 46 ούτε στο αρ. 48.
Για τους λόγους αυτούς, η RSA προτείνει την επαναφορά των διατάξεων του αρ. 46 Ν 4375/2016 ως ελάχιστη προϋπόθεση για τη συμμόρφωση της Ελλάδας με τις υποχρεώσεις της βάσει της Οδηγίας για την υποδοχή, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Στην παράγραφο 5 η κράτηση ενός αιτούντος διεθνή προστασία μπορεί να διαρκέσει από 50 μέρες έως και 18 μήνες ενώ, με βάση τον ισχύοντα νόμο, διακρεί 45-90 ημέρες. Η κράτηση αιτούντων διεθνή προστασία επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση από το κοινοτικό δίκαιο και όχι κατά κανόνα, όπως φαίνεται ότι επιχειρείται με βάση τη διάταξη αυτή. Επίσης δεν προβλέπονται κανόνες για εναλλακτικά μέτρα αντί της κράτησης, όπως η καταβολή χρηματικής εγγύησης ή η τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών ή υποχρεωτική διαμονή σε υποδεικνυόμενο μέρος που ρητά απαιτεί η σχετική κοινοτική οδηγία. Η τυχόν, προηγούμενη διοικητική κράτηση του αιτούντος διεθνή προστασία ως μετανάστη δεν υπολογίζεται οπότε η κράτησή του μπορεί να επεκταθεί στους 18+18 μήνες,δηλαδή για απαράδεκτα μακρά περιόδο που δημιουργεί πρόβλημα συνταγματικότητας κια, συγκεκριμένα, παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 του συντάγματος περί του 18μηνου ως απολύτως ανώτατου ορίου κράτησης ή προσωρινής κράτησης χωρίς δικαστική απόφαση.
Παράλληλα καταργείται με την παράγραφο 6 η αυτεπάγγελτη, τακτική δικαδτική αναθεώρηση της κράτησης, που αποτελεί, κατά το ισχύον δίκαιο, πρόσθετη, σημαντική εγγύηση για την τακτική επανεξέταση της νομιμότητας της κράτησης.
Πέραν των ανωτέρω, αυτή τη στιγμή δεν υφίστανται κατάλληλοι χώροι για την κράτηση πολύ περισσότερων αιτούντων διεθνή προστασία καθώς οι υπάρχοντες χώροι (προαναχωρησιακά κέντρα, αστυνομικά τμήματα) είναι πλήρη έως υπερπλήρη.Γι’ αυτό ελλοχεύει ο κίνδυνος νέων καταδικών από το Ευρωπαικό Δικαστήριο λόγω άθλιων συνθηκών κράτησης που ισοδυναμούν με απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, όπως έχεις συμβεί επανειλημμένα κατά τα τελευταία χρόνια.