1. Σε υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή ο οποίος αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας χορηγείται από την αρμόδια αρχή παραλαβής, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου 21, άδεια διαμονής τριετούς διάρκειας. Η άδεια ανανεώνεται με απόφαση του Προϊσταμένου του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου, η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή παραλαβής, το αργότερο τριάντα ημερολογιακές ημέρες πριν τη λήξη της. Η εκπρόθεσμη χωρίς αιτιολογία υποβολή της αίτησης ανανέωσης δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε απόρριψή της. Σε υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή ο οποίος αναγνωρίζεται ως δικαιούχος επικουρικής προστασίας χορηγείται από την αρμόδια αρχή παραλαβής, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου 21, άδεια διαμονής ενός έτους. Η άδεια ανανεώνεται για δύο ακόμα έτη, κατόπιν επανεξέτασης, με απόφαση του Προϊσταμένου του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου, η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή παραλαβής, το αργότερο τριάντα ημερολογιακές ημέρες πριν τη λήξη της. Η εκπρόθεσμη χωρίς αιτιολογία υποβολή της αίτησης ανανέωσης δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε απόρριψή της.
2. Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 άδειες διαμονής δεν χορηγούνται ή δεν ανανεώνονται με απόφαση του Προϊσταμένου του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου, όταν εξετάζεται ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, εφόσον συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης ή εθνικής ασφάλειας.
3. Στην περίπτωση του άρθρου 23 παράγραφος 2, στα μέλη της οικογένειας των δικαιούχων διεθνούς προστασίας χορηγούνται άδειες διαμονής για όσο χρόνο ισχύει η άδεια διαμονής του δικαιούχου, εφόσον διατηρούν την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Στην περίπτωση που δικαιούχος διεθνούς προστασίας αποκτήσει τέκνο στο πλαίσιο οικογένειας που υπήρχε πριν την είσοδο στη χώρα, στο τέκνο αυτό χορηγείται άδεια διαμονής, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, μετά από αίτηση του δικαιούχου, η οποία υποχρεωτικά συνοδεύεται από τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του τέκνου.
4. Σε μέλη οικογένειας δικαιούχου διεθνούς προστασίας, η οποία δημιουργείται μετά την είσοδό του στη χώρα και εντός της, χορηγείται άδεια διαμονής σύμφωνα με την παράγραφο 3, μετά από αίτηση του δικαιούχου και την προσκόμιση, για τους συζύγους, της σχετικής ληξιαρχικής πράξης γάμου με κάτοχο άδειας διαμονής σε ισχύ, και για τους γονείς και τα τέκνα, ληξιαρχικής πράξης γέννησης ή πράξης αναγνώρισης τέκνου. Η άδεια δεν χορηγείται αν αυτό δεν είναι συμβατό με άλλο καθεστώς που τα μέλη της οικογένειας ήδη απολαμβάνουν.
5. Η ως άνω άδεια διαμονής, η οποία αποδεικνύει την ταυτοπροσωπία των δικαιούχων διεθνούς προστασίας, εκτυπώνεται από τη Διεύθυνση Διαβατηρίων του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας.
Άρθρο 24 παρ. 4 -Παραβίαση δικαιώματος οικογενειακής ενότητας δικαιούχων διεθνούς προστασίας.
Στο προτεινόμενο άρθρο 24 παρ.4 διατηρούνται οι επιπλέον προϋποθέσεις για την χορήγηση άδειας διαμονής σε μέλη οικογένειας δικαιούχων διεθνούς προστασίας οι οποίες δεν προβλέπονται στο αρχικό κείμενο της Οδηγίας και έρχονται σε αντίθεση με το άρθρο 23 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, εφόσον η οικογένεια έχει δημιουργηθεί μετά την είσοδο στην χώρα και εντός αυτής. Παραβιάζεται επίσης και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, καθώς πλήττει τον πυρήνα της διατήρησης της οικογενειακής ενότητας και του σεβασμού της οικογενειακής ζωής. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται στο μέλος οικογένειας δικαιούχου διεθνούς προστασίας να είναι κάτοχος άδειας διαμονής σε ισχύ κατά την τέλεση του γάμου, προκειμένου να λάβει όμοια σε χρονική διάρκεια άδεια διαμονής με τον/ην σύζυγό του/της. Το προτεινόμενο άρθρο παραβιάζει και το δικαίωμα στην απαγόρευση των διακρίσεων του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ καθώς αυτή η προϋπόθεση δεν απαιτείται εφόσον η οικογένεια έχει δημιουργηθεί πριν την αναχώρηση από την χώρα καταγωγής (Hode και Abdi κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Αρ. προσφ. 22341/09, 6.11.2012)
Άρθρο 24 παρ. 1- Μείωση χρονικής διάρκειας άδειας διαμονής δικαιούχων επικουρικής προστασίας από τα τρία έτη στο ένα έτος
Με το προτεινόμενο άρθρο επιλέγεται, το κατώτατο όριο προστασίας, η συντομότερη δυνατή διάρκεια άδειας διαμονής δικαιούχου επικουρικής προστασίας ,μόλις ένα έτος κατά τα οριζόμενα στην Οδηγία 2011/95/ΕΕ και έρχεται σε αντίθεση με την κεκτημένη τριετή χρονική διάρκεια των αδειών διαμονής δικαιούχων επικουρικής κατά το Π.Δ. 141/2013. Επιπροσθέτως, δεν προβλέπονται καν μεταβατικές διατάξεις για αυτούς στους οποίους χορηγήθηκε άδεια διαμονής βάσει προγενέστερου νόμου. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, η διαφοροποίηση ως προς τη χρονική διάρκεια των αδειών διαμονής των δικαιούχων επικουρικής προστασίας καθίσταται αναγκαία, ενόψει του ότι σχετίζεται με την ευμετάβλητη κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Η άποψη αυτή παραγνωρίζει ότι προκειμένου να θεωρηθεί ότι σε μια χώρα έχει επέλθει αλλαγή θα πρέπει, η αλλαγή αυτή να είναι ουσιώδους σημασίας, πραγματικά αποτελεσματική και όχι τυπική, καθώς και βιώσιμη ώστε να διαρκεί Hathaway, J.C. 1991, The Law of Refugee Status, Butterworths, Toronto, σελ. 200-203).
• Στο προτεινόμενο νομοσχέδιο δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα παραπομπής στο αρμόδιο Υπουργείο για χορήγηση άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Η χορήγηση καθεστώτος επικουρικής προστασίας προέρχεται μεν ως έννοια από τον ενωσιακό νομοθέτη (Οδηγία 2011/95/ΕΕ), ωστόσο στην πράξη η χορήγησή της επαφίεται στον εκάστοτε εθνικό νομοθέτη.
Με την προτεινόμενη διάταξη επιχειρείται διαφοροποίηση ως προς τη μεταχείριση των δικαιούχων αυτού του καθεστώτος, σε σχέση με ό,τι ισχύει σήμερα. Πέραν της επιβάρυνσης που θα επέλθει στην πράξη μέσω της διαδικασίας ανανέωσης των ΑΔΕΤ για τους δικαιούχους επικουρικής προστασίας, η εν γένει αντιμετώπιση της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας στην οποία συμπεριλαμβάνονται ευάλωτα πρόσωπα (θύματα βασανιστηρίων, βιασμού ή άλλων μορφών σωματικής ή σεξουαλικής βίας – άρθρο 21 της Οδηγίας 2011/95) ουσιαστικά βάζει σε δεύτερη μοίρα τους δικαιούχους αυτού του καθεστώτος σε σχέση με τους πρόσφυγες, και τους εξομοιώνει με άλλες μορφές προστασίας προσωρινού χαρακτήρα (βλ. ανθρωπιστικό καθεστώς).
H μείωση της διάρκειας των αδειών επικουρικής προστασίας σε 1 έτος (παρ.1), αναμένεται να επιφέρει επιπλέον διοικητικό βάρος και καθυστερήσεις στη διεκπεραίωση των ανανεώσεων των αδειών διαμονής.
Ενώ η πρόβλεψη για ταυτόχρονη απόφαση επιστροφής με την απορριπτική απόφαση στοχεύει στον εξορθολογισμό των διοικητικών διαδικασιών, όμως επιπλεόν ορατό αποτέλεσμα είναι η άσκηση αδικαιολόγητης πίεσης στους απορριφθέντες αιτούντες που πλήττει το απρόσκοπτο δικαίωμα τους στην δικαστική προστασία.
Στην §4, αναφέρεται: “Σε μέλη οικογένειας δικαιούχου διεθνούς προστασίας, η οποία δημιουργείται μετά την είσοδό του στη χώρα και εντός της, χορηγείται άδεια διαμονής […], μετά από αίτηση του δικαιούχου και την προσκόμιση, για τους συζύγους, της σχετικής ληξιαρχικής πράξης γάμου με κάτοχο άδειας διαμονής σε ισχύ…”. Η πρόταση να μετασκευαστεί ως εξής: “… για τους συζύγους ή τους συντρόφους σε ελεύθερη συμβίωση, της σχετικής ληξιαρχικής πράξης γάμου ή συμφώνου συμβίωσης…” για να εξασφαλιστεί η ισονομία στην αναγνώριση των οικογενειακών δεσμών ΛΟΑΤΚΙ προσώπων, με τον τρόπο που ισχύει για όλους τους πολίτες της χώρας μας, (στον βαθμό βέβαια, που μπορούμε να μιλάμε για ισονομία…).
-Παρ. 1 & 2 – Αντί του «…του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου…» προτείνεται το ορθό «…του αρμόδιου Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου…». Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 της απόφασης της Δ/ντριας της Υπηρεσίας Ασύλου με αρ. οικ. 9778/22.5.2017 (ΦΕΚ Β 1936/2.6.2017) «Ιδρύεται Αυτοτελές Κλιμάκιο Ασύλου Δικαιούχων Διεθνούς Προστασίας, το οποίο εδρεύει και λειτουργεί στην Αθήνα και είναι αρμόδιο για: α) τον έλεγχο των αιτήσεων που αφορούν στην ανανέωση των αδειών διαμονής των δικαιούχων διεθνούς προστασίας,…»
-Επισημαίνεται ότι η αρχική χορήγηση άδειας διαμονής διάρκειας ενός έτους στους δικαιούχους επικουρικής προστασίας θα δημιουργήσει ιδιαίτερο διοικητικό βάρος τόσο ως προς την χορήγηση και ανανέωσή της όσο και ως προς την άσκοπη επιβάρυνση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών. Προτείνεται η αύξηση της αρχικής διάρκειας στα 2 έτη.
H διαφοροποίηση της διάρκειας των αδειών διαμονής που χορηγούνται σε πρόσφυγες και δικαιούχους επικουρικής προστασίας κρίνεται ελλιπώς δικαιολογημένη και διοικητικά επαχθής.
Πρώτον, δεν υφίσταται χρονική διαφοροποίηση στο χαρακτήρα των δύο καθεστώτων προστασίας. Όπως είχε παρατηρηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την υποβολή της νομοθετικής πρότασης για την αναδιατύπωση της Οδηγίας για την αναγνώρισης:«Όταν εισήχθη η επικουρική προστασία, θεωρήθηκε ότι το καθεστώς αυτό είχε προσωρινό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, η οδηγία επιτρέπει στα κράτη µέλη τη διακριτική ευχέρεια της παροχής στους δικαιούχους χαµηλότερου επιπέδου δικαιωµάτων από ορισµένες απόψεις. Ωστόσο, η πείρα που αποκτήθηκε µέχρι στιγµής στην πράξη έχει καταδείξει ότι αυτή η αρχική υπόθεση δεν ήταν ακριβής. Εποµένως, είναι απαραίτητη η άρση οποιωνδήποτε περιορισµών των δικαιωµάτων των δικαιούχων επικουρικής προστασίας που δεν µπορούν πλέον να θεωρηθούν ως απαραίτητοι και αντικειµενικά δικαιολογηµένοι.»
Τουλάχιστον έξι κράτη μέλη της ΕΕ (Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Ηνωμένο Βασίλειο, Φινλανδία, Ιταλία, Μάλτα) χορηγούν, όπως η Ελλάδα υπό την ισχύουσα νομοθεσία, άδειες διαμονής ίσης διάρκειας σε πρόσφυγες και δικαιούχους επικουρικής προστασίας. Παράλληλα, σε πληθώρα χωρών ισχύουν ευνοϊκότερες διατάξεις της Οδηγίας, ήτοι διάρκεια αδειών διαμονής δικαιούχων επικουρικής προστασίας δύο ετών (Πολωνία), τριών ετών (Βουλγαρία, Κροατία, Ουγγαρία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ιρλανδία, Πορτογαλία), τεσσάρων ετών (Γαλλία, Φινλανδία) ή και πέντε ετών (Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία, Ιταλία).
Δεύτερον, η θέσπιση δυσμενέστερων διατάξεων ως προς τα δικαιώματα των δικαιούχων διεθνούς προστασίας συνίσταται επιπλέον διοικητικό φόρτο για τις αρμόδιες αρχές. Η μείωση της διάρκειας των αδειών διαμονής θα επιφέρει αυξημένο αριθμό αιτημάτων ανανέωσης των αδειών ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, προσθέτοντας έτσι διοικητικό βάρος σε συνάρτηση με τις υπάρχουσες καθυστερήσεις στη διεκπεραίωση των ανανεώσεων των αδειών διαμονής, καθώς και πιθανή αύξηση προσφυγών κατά αποφάσεων χορήγησης επικουρικής προστασίας έναντι του καθεστώτος του πρόσφυγα. Υπό το φως των άνω διοικητικών καθυστερήσεων, προστίθεται ότι καθίσταται αναγκαία η διευκρίνιση της διατήρησης του δικαιώματος διαμονής και πρόσβασης των δικαιούχων σε δικαιώματα και παροχές που απορρέουν από αυτό κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανανέωσης της άδειας διαμονής.
H πρόβλεψη για χορήγηση άδειας διαμονής ετήσιας διάρκειας στους δικαιούχους της επικουρικής προστασίας και στη συνέχεια η ανανέωσή της για δύο έτη μάλλον θα ασκήσει πίεση στην Υπηρεσία Ασύλου παρά θα εξυπηρετήσει το σκοπό για τον οποίο προτείνεται η τροποποίηση σε σχέση με το προϊσχύσαν ΠΔ 141/2013. Εξάλλου, στην πλειοψηφία τους πρόσωπα που κατάγονται από χώρες όπου μαίνεται πόλεμος από τη δεκαετία του 1980 έχουν αυτό το καθεστώς (όπως για παράδειγμα Αφγανοί, Ιρακινοί κλπ). Από το 2013 χορηγήθηκε καθεστώς επικουρικής προστασίας σε 6923 άτομα (http://asylo.gov.gr/wp-content/uploads/2019/09/Greek_Asylum_Service_data_August_2019_gr.pdf).
Σε ότι αφορά το άρθρο 24 παράγραφος 1 εδάφια 3 και 6, ουσιαστικά επαναλαμβάνεται αυτολεξεί η διάταξη του άρθρου 24 παράγραφος 1 εδάφιο 3 του Π.Δ/τος 141/2013.
Σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 1 εδάφια 3 και 6 του προτεινόμενου νόμου, η εκπρόθεσμη και χωρίς αιτιολογία υποβολή της αίτησης ανανέωσης της άδειας διαμονής του δικαιούχου διεθνούς προστασίας δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε απόρριψή της.
Θα πρέπει να ορισθεί συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μετά τη λήξη της άδειας διαμονής του δικαιούχου διεθνούς προστασίας, εντός του οποίου αυτός θα πρέπει να υποβάλει το αίτημά του για την ανανέωσή της, καθόσον υπάρχουν περιπτώσεις πολιτών τρίτων χωρών που δεν προβαίνουν στην υποβολή αιτήματος για ανανέωση της άδειας διαμονής τους, ακόμη και ενάμιση χρόνο μετά τη λήξη της, σε βάρος των οποίων οι αστυνομικές αρχές δεν μπορούν να κινήσουν τη διαδικασία για την επιστροφή τους στη χώρα καταγωγής τους, επειδή οι περιφερειακές υπηρεσίες της Υπηρεσίας Ασύλου που ερωτώνται σχετικά εξακολουθούν να τους χαρακτηρίζουν ως δικαιούχους διεθνούς προστασίας, προτρέποντας μάλιστα τις αστυνομικές αρχές που διαπίστωσαν τη λήξη της άδειας διαμονής να απευθύνουν σύσταση στον κάτοχό της ώστε αυτός να προβεί στην ανανέωσή της.
Μετά την παρέλευση του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος θα πρέπει να ανακαλείται το χορηγηθέν καθεστώς διεθνούς προστασίας είτε αυτοδικαίως είτε κατόπιν απόφασης της περιφερειακής υπηρεσίας της Υπηρεσίας Ασύλου που το χορήγησε.
Δεν είναι δυνατόν ένας πολίτης τρίτης χώρας που αναγνωρίστηκε μία φορά ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας να εξακολουθεί να κατέχει τη συγκεκριμένη ιδιότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη λήξη της οικείας άδειας διαμονής του και η περιφερειακή υπηρεσία της Υπηρεσίας Ασύλου όχι μόνο να μην προβαίνει σε ανάκληση τους καθεστώτος που του αναγνώρισε αλλά να εξακολουθεί να τον θεωρεί δικαιούχο υπαγωγής στο συγκεκριμένο καθεστώς, χωρίς αυτός να συμμορφώνεται με την υποχρέωσή του για ανανέωση της άδειας διαμονής του.