1. Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, οι αρμόδιες αρχές εξέτασης και απόφασης, λαμβάνουν υπόψη ότι:
α) η έννοια της φυλής περιλαμβάνει ιδίως το στοιχείο του χρώματος, της καταγωγής ή του γεγονότος ότι το άτομο ανήκει σε συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα,
β) η έννοια της θρησκείας περιλαμβάνει ιδίως την υιοθέτηση θεϊστικών, αγνωστικιστικών ή αθεϊστικών πεποιθήσεων, τη συμμετοχή σε τυπική λατρεία, σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο, είτε ατομικά είτε συλλογικά, την αποχή από τη λατρεία αυτή, άλλες θρησκευτικές πράξεις ή εκδηλώσεις απόψεων ή μορφές ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς που στηρίζονται σε θρησκευτικές πεποιθήσεις ή υπαγορεύονται από αυτές,
γ) η έννοια της εθνικότητας δεν περιορίζεται μόνο στην ιθαγένεια ή την έλλειψη της, αλλά περιλαμβάνει ιδίως την ιδιότητα του μέλους της ομάδας, η οποία προσδιορίζεται από την πολιτιστική, εθνοτική ή γλωσσική της ταυτότητα, της κοινές γεωγραφικές ή πολιτικές καταβολές ή τη σχέση της με τον πληθυσμό της χώρας,
δ) η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν μεταξύ άλλων:
i) τα μέλη της ομάδας της έχουν κοινό εγγενές χαρακτηριστικό ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν κοινά χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκαστεί να τις αποκηρύξει ή
ii) η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Ανάλογα με της συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του φύλου, της ηλικίας, της αναπηρίας ή της κατάστασης υγείας ή του σεξουαλικού προσανατολισμού. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν μπορεί να νοηθεί ότι περιλαμβάνει πράξεις θεωρούμενες αξιόποινες κατά τις ισχύουσες διατάξεις. Κατά τον καθορισμό της συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού της ομάδας λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας φύλου,
ε) η έννοια των πολιτικών πεποιθήσεων περιλαμβάνει ιδίως την υποστήριξη άποψης, ιδέας ή πεποίθησης, επί ζητήματος που σχετίζεται με τους ενδεχόμενους φορείς δίωξης, και με τις πολιτικές ή τις μεθόδους τους, ανεξαρτήτως του αν ο αιτών έχει εκδηλώσει εμπράκτως την εν λόγω άποψη, ιδέα ή πεποίθηση.
2. Κατά την αξιολόγηση για το βάσιμο του φόβου του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή εάν ο αιτών χαρακτηρίζεται πράγματι από το φυλετικό, θρησκευτικό, εθνικό, κοινωνικό ή πολιτικό στοιχείο, το οποίο προκαλεί τη δίωξη, υπό την προϋπόθεση ότι το χαρακτηριστικό αυτό του αποδίδεται από τον φορέα της δίωξης.
Η §δ)ii) “Ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν μπορεί να νοηθεί ότι περιλαμβάνει πράξεις θεωρούμενες αξιόποινες κατά τις ισχύουσες διατάξεις.” να μετασκευαστεί σε “Η τυχόν ποινικοποίηση του σεξουαλικού προσανατολισμού, ή κάποιας έκφανσής του, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις της χώρας προέλευσής του αιτούντος, δεν μπορεί να νοηθεί ότι μετράει εις βάρος της αίτησης ασύλου, καθότι δεν νοείται ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός μπορεί να περιλαμβάνει αξιόποινες πράξεις και να θεωρηθεί ποινικό αδίκημα.” καθώς η υπάρχουσα φράση είναι ασαφής και χρειάζεται διευκρίνιση.
Στο άρθρο 10, να προστεθούν και τα χαρακτηριστικά φύλου (πέραν του σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου).
Τυπογραφικό λάθος στην φράση «Ανάλογα με ΤΗΣ συνθήκες», παράγραφος 1)δ)ii).
Στο άρθρο 10 θα πρέπει να προστεθεί εδάφιο ως εξής, λαμβάνοντας υπόψη και την αναφορά του UNHCR, Guidelines on International Protection No. 9: Claims to Refugee Status based on Sexual Orientation and/or Gender Identity within the context of Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or its 1967 Protocol relating to the Status of Refugees, 2012 σε σχέση με το ζήτημα του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου : «Δίωξη μπορεί να συνιστά και ο εξαναγκασμός απάρνησης ή απόκρυψης του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου που προκαλεί ή δεν καταπολεμά το κράτος προέλευσης. Βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης μπορεί να διαπιστώνεται ακόμη και όταν δεν εφαρμόζεται η διάταξη νόμου που ποινικοποιεί την ομοφυλοφιλία στη χώρα προέλευσης ή δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη χώρα προέλευσης που να αποδεικνύουν ότι πράγματι εφαρμόζεται η νομοθεσία που ποινικοποιεί την ομοφυλοφιλία».
Και τούτο, διότι η έως τώρα πρακτική της εξέτασης των αιτήσεων των ΛΟΑΤΚΙ δικαιούχων διεθνούς προστασίας δείχνει ότι πολλές φορές οι αιτήσεις τους απορρίπτονται με το εσφαλμένο αιτιολογικό : α) ότι, παρά το γεγονός ότι στη χώρα προέλευσης ποινικοποιείται η ομοφυλοφιλία, ωστόσο στην πράξη δεν εφαρμόζoνται ποινικές κυρώσεις(σχετ. η Ι.Ν.Ν. v. The Netherlands, ECHtR, β) ότι ο αιτών δεν αποδεικνύει ότι διατρέχει αληθινό κίνδυνο (real risk) αν υποχρεωθεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του (F. v. UK, ECHtR). H πρακτική, ωστόσο, αυτή, η οποία είναι απότοκη μιας περιορισμένης ερμηνείας της έννοιας της «δίωξης» και εσφαλμένη διότι αγνοεί την ψυχολογική και κοινωνική πίεση που υφίστανται οι ΛΟΑΤΚΙ σε χώρες με υψηλά ποσοστά ομο/τρανσφοβίας (ανεξαρτήτως αν εφαρμόζονται ή όχι οι ποινικοί νόμοι, η ύπαρξη και μόνο των οποίων συνιστά τεράστιο ψυχολογικό εμπόδιο στη ζωή των ΛΟΑΤΚΙ) μπορεί να αντιμετωπιστεί αν στη διάταξη του άρθρου 10 γίνει διεύρυνση της έννοιας της «δίωξης» κατά τον ως άνω τρόπο ώστε να εφαρμοστεί και στην πράξη η αναφορά του UNHCR και να τύχουν ευρύτερης προστασίας οι ΛΟΑΤΚΙ δικαιούχοι διεθνούς προστασίας.