1. Οι αρμόδιες αρχές παραλαβής ή/και εξέτασης ενημερώνουν τον αιτούντα για την υποχρέωση του να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και αξιολογούν τα στοιχεία αυτά σε συνεργασία με τον αιτούντα.
2. Στα στοιχεία της παραγράφου 1 περιλαμβάνονται οι δηλώσεις του αιτούντος, τα έγγραφα που έχει στη διάθεση του σχετικά με την ηλικία του, το ιστορικό του ιδίου και των μελών της οικογενείας του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και τον τόπο προηγούμενης διαμονής του, προηγούμενες συναφείς αιτήσεις, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα καθώς και οι λόγοι για τους οποίους ζητά διεθνή προστασία.
3. Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και περιλαμβάνει την συνεκτίμηση:
α) των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής, κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας της χώρας αυτής και του τρόπου εφαρμογής της,
β) των συναφών δηλώσεων και των εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που επικαλείται σχετικά με το αν έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη,
γ) της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ώστε να εκτιμηθεί αν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη εκτεθεί ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη.
δ) του ενδεχόμενου οι δραστηριότητες του αιτούντος από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του να ανελήφθησαν με αποκλειστικό ή κύριο σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, ώστε να εκτιμηθεί αν ο ενδιαφερόμενος θα εκτεθεί, συνεπεία των δραστηριοτήτων αυτών, σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην εν λόγω χώρα,
ε) εάν θα ήταν εύλογο να αναμένεται ότι ο αιτών θα θέσει εαυτόν υπό την προστασία άλλης χώρας την ιθαγένεια της οποίας θα μπορούσε να διεκδικήσει.
4. Το γεγονός ότι ο αιτών έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης, αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η προηγούμενη δίωξη ή σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί.
5. Όταν στοιχεία των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, τα στοιχεία αυτά δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:
α) ο αιτών έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτηση του,
β) ο αιτών έχει υποβάλει όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία διαθέτει και έχει δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων,
γ) οι δηλώσεις του θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του,
δ) αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το ταχύτερο δυνατό, εκτός αν προβάλει βάσιμο λόγο που τον εμπόδισε να το πράξει,
ε) η γενική αξιοπιστία του αιτούντος είναι θεμελιωμένη.
Σε κάθε περίπτωση ισχύει το ευεργέτημα της αμφιβολίας.
6. Η αίτηση διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή απλώς και μόνον επειδή ένα μέλος της οικογένειας του αιτούντος έχει βάσιμο φόβο δίωξης ή αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εντούτοις, στο πλαίσιο της εξατομικευμένης αξιολόγησης της αίτησης διεθνούς προστασίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι απειλές δίωξης και σοβαρών βλαβών σε βάρος μέλους της οικογένειας του αιτούντος, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτών αντιμετωπίζει ο ίδιος ατομικά τέτοιες απειλές, λόγω του οικογενειακού δεσμού με το απειλούμενο πρόσωπο.
Όσον αφορά την παράγραφο 6, είναι ορθό το γράμμα της συλλογιστικής ότι από τη νομολογία του ΔΕΚ (C-652/16 – Ahmedbekova) προκύπτει ότι απαιτείται ατομική αξιολόγηση και για τα μέλη της οικογένειας. Εντούτοις, η απόφαση μάλλον καθιστά σαφές ότι «το άρθρο 3 της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος, κατά τη χορήγηση διεθνούς προστασίας σε μέλος της οικογενείας σύμφωνα με το σύστημα που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία, να προβλέπει επέκταση του πεδίου εφαρμογής αυτής της προστασίας και σε άλλα μέλη της οικογένειας». Η απόφαση είναι μάλλον μια διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής παρά ενός περιορισμού.
Έχει επίσης νόημα να ληφθούν υπόψη οι εκτιμήσεις της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ ότι «Τα μέλη της οικογένειας, λόγω της σχέσης τους με τον πρόσφυγα και μόνο, εκτίθενται συνήθως σε διώξεις κατά τρόπον που να μπορεί να αποτελέσει βάση για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα «(αιτιολογική σκέψη 36).
Επομένως, η αξιολόγηση των ατομικών αιτήσεων των οικογενειών είναι τόσο αναποτελεσματική – διότι είναι πιθανό να οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα – και επιρρεπής σε σφάλματα – επειδή μια μεμονωμένη αξιολόγηση συνεπάγεται τον κίνδυνο να μην αξιολογηθεί η πλήρης απαίτηση όπως προβλέπεται στη Σύμβαση της Γενεύης. Επίσης, για να μπορεί να εκτιμηθεί με συνεκτικό τρόπο ο λόγος της δίωξης, θα πρέπει τουλάχιστον να σημειωθεί ότι η περίπτωση και των δύο μελών της οικογένειας αντιμετωπίζεται από τον ίδιο εργαζόμενο της υπόθεσης.
Είναι επίσης αναποτελεσματικό, διότι το μέλος μιας πυρηνικής οικογένειας είναι πιθανό, ακόμη και αν απορριφθεί η αίτηση ασύλου, να αποκτήσει το δικαίωμα να παραμείνει εκτός της Άρθρο 8 ΕΣΔΑ / Άρθρο 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 6 του νομοσχεδίου σε συνδυασμό με το άρθρο 23 παρ. 2 του νομοσχεδίου [που δεν μπορεί να καταργηθεί, καθώς αντιπροσωπεύει το κατ’ ελάχιστο του 23 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ] θα καταστεί σαφώς αναποτελεσματική επειδή «Τα μέλη της οικογένειας του δικαιούχου καθεστώτος διεθνούς προστασίας, εάν δεν πληρούν μεμονωμένα τους όρους αναγνώρισης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, απολαύουν, κατόπιν αιτήσεώς τους και σύμφωνα με τις ίδιες διαδικασίες, τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 24 έως 36, υπό την προϋπόθεση ότι είναι συμβατά με οποιαδήποτε άλλη κατάσταση που μπορούν να απολαμβάνουν τα μέλη αυτά. »
Αυτό σημαίνει ότι τα μέλη μιας οικογένειας – ακόμη και αν δεν αναγνωρίζονται ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας, αλλά αποκτούν το δικαίωμα να παραμείνουν εκτός των θεμελιωδών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας, ακόμη κι αν μόνο έχει δοθεί μόνο ανθρωπιστικό καθεστώς. Αυτό σημαίνει ότι δύο βήματα [η συνέντευξη σε θέματα ασύλου και η αξιολόγηση της ύπαρξης ανθρωπιστικού καθεστώτος], αντί για ένα, θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν και να οδηγήσουν στο ίδιο αποτέλεσμα – σαν να μην ασχολείται η υπηρεσία ασύλου με αρκετά καθήκοντα.
Επομένως, άλλα κράτη μέλη, όπως η Γερμανία (§ 26 νόμος περί ασύλου), εισήγαγαν ένα οικογενειακό άσυλο προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λήψη αποφάσεων.
Ο μόνος λόγος για την εισαγωγή μιας τέτοιας διάταξης, όπως αυτή η ιδέα υποδηλώνει από μόνη της, είναι ότι οι αιτούντες που δεν εκπροσωπούνται νόμιμα στο β’ βαθμό κατά την εξέταση της προσφυγής, δεν θα έχουν τη δυνατότητα να παραπεμφθούν για χορήγηση ανθρωπιστικού καθεστώτος με βάση τη διάταξη του άρθρου 8 ΕΣΔΑ / άρθρου 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ θα μπορούσε να χορηγηθεί μόνο στο στάδιο των προσφυγών. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η απαγόρευση των διαδικασιών επανεισδοχής/επιστροφής/απέλασης που απορρέει από τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει πάντα να αξιολογείται και να έχει απόλυτο χαρακτήρα.
Η αληθής έννοια του άρθρου 4 παρ. 4 του παρόντος σχεδίου νόμου αποσαφηνίζεται στην πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών και των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους /* COM/2001/0510 τελικό – CNS 2001/0207 */ (https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:52001PC0510&qid=1571518861137&from=EL) και ειδικότερα στο άρθρο 7 όπου αναφέρεται «(γ) Η διάταξη αυτή αναφέρεται στο γεγονός ότι αν ένας αιτών διεθνή προστασία έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ή εάν έχει λάβει άμεσες απειλές ότι θα υποστεί δίωξη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, το στοιχείο αυτό αξιολογείται ως σοβαρή ένδειξη για τον κίνδυνο δίωξης, εκτός αν έκτοτε έχει επέλθει ριζική και σημαντική μεταβολή των συνθηκών στη χώρα καταγωγής του αιτούντος ή στις σχέσεις του με τη χώρα καταγωγής». Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του Π.Δ. 141/2013 (το οποίο ορίζει » Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να χορηγείται άσυλο, ακόμη και αν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η προηγούμενη δίωξη ή σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί» και απαλείφει το παρόν σχέδιο νόμου) συνδεόμενο με το άρθρο 11 παρ. 3 του ΠΔ 141/2013 (το οποίο προβλέπει τις προϋποθέσεις παύσης) κατ’ ουσίαν διευκρινίζει με ρητό τρόπο ότι μπορεί να αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα όταν «ο αιτών είναι σε θέση να επικαλεστεί επιτακτικούς λόγους που απορρέουν από προηγούμενη δίωξη για να αρνηθεί την προστασία που του παρέχει η χώρα ιθαγένειας ή στην περίπτωση του ανιθαγενούς η χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του» Εξάλλου, η ρητή συμπερίληψη του ως άνω εδαφίου στο ισχύον νομικό πλαίσιο είναι σύμφωνη με την ερμηνεία της Σύμβασης του 1951 (σχετικά, EASO, QUALIFICATION
FOR INTERNATIONAL PROTECTION (DIRECTIVE 2011/95/EU) A Judicial Analysis, https://www.iarmj.org/images/publications/QIP_-_JA.pdf, σελίδες 84 – 85 και ιδίως σελ. 85). Σχετικά επισημαίνεται ότι η Οδηγία αντικατοπτρίζει το ότι ακρογωνιαίος λίθος του όλου συστήματος πρέπει να είναι η πλήρης και ολοκληρωμένη εφαρμογή της Σύμβασης της Γενεύης, με τη συμπληρωματική εφαρμογή μέτρων που να διασφαλίζουν την παροχή επικουρικής προστασίας σε όσα πρόσωπα δεν καλύπτονται μεν από την εν λόγω σύμβαση αλλά παρόλα αυτά χρήζουν διεθνούς προστασίας. Υποστηρίζεται ότι η διατύπωση του ορισμού του πρόσφυγα ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 1 (A) (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 αλλά και η ίδια η σύμβαση εξακολουθούν σήμερα να ισχύουν και είναι αρκούντως ευέλικτες, πλήρεις και ολοκληρωμένες ώστε να εγγυώνται την παροχή διεθνούς προστασίας σε σημαντική αναλογία των προσώπων που τη χρειάζονται. Η τακτική αυτή συμβαδίζει με τις ερμηνευτικές αρχές που έχουν κωδικοποιηθεί στο άρθρο 31 παράγραφος 1 της σύμβασης της Βιέννης του 1969 περί του δικαίου των συνθηκών, όπου ορίζεται ότι «κάθε συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται καλή τη πίστει και σύμφωνα με τη συνήθη έννοια των όρων της συνθήκης με βάση τις περιστάσεις και λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τον σκοπό της». (Κεφάλαιο 3 – Κατευθυντήριες Αρχές της ως άνω Πρότασης COM/2001/0510 τελικό – CNS 2001/0207).
Στην παράγραφο 2, η αναφορά της αιτούσας/του αιτούντος άσυλο στο δρομολόγιο που ακολούθησε δεν ακολουθεί τις συστάσεις ΕΕ καθώς και Διεθνούς Δικαίου, δεδομένου του ότι εκλείπει από τις αντίστοιχες οδηγίες. Μόνο στόχο έχει την επανεισδοχή των αιτουσών/αιτούντων σε χώρες διέλευσης ή προηγούμενης κατοικίας.
Επιπροσθέτως, αναφορικά με τον κίνδυνο που ελλοχεύει στη χώρα καταγωγής ή χώρα προηγούμενης διαμονής, οι προηγούμενες βλάβες ή απειλές αυτής είναι στοιχεία επικουρικά ως προς την αίτηση ασύλου και δε θα πρέπει να θεωρούνται προαπαιτούμενα για την εξέταση της υπόθεσης ασύλου.
Έχει παρατηρηθεί η συστηματική απόκρυψη ταξιδιωτικών εγγράφων, προσωπικών πιστοποιητικών, κτλ, από πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση. Τούτο κατά τεκμήριο γίνεται προκειμένου να καταστεί αδύνατη η ταυτοποίηση των αιτούντων, ώστε να είναι αδύνατη και η εξακρίβωση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών τους. Για να υπάρξει περιορισμός του φαινομένου, θα πρέπει να προβλέπονται συγκεκριμένες συνέπειες στις περιπτώσεις όπου αποδεικνύεται, εκ των υστέρων, ότι συνειδητά και κακόπιστα έγινε η απόκρυψη
Θα πρέπει να υπάρχει προθεσμία κατάθεσης αίτησης από τη στιγμή εισόδου στη χώρα. Η αόριστη διατύπωση «το συντομότερο δυνατό» δεν έχει καμία πρακτική αξία. Δεν είναι σπάνιο να υποβάλλονται αιτήσεις, καταχρηστικά και έτη μετά την είσοδο στην Ελλάδα, ακόμα και την παραμονή της επιβίβασης σε αεροπλάνο για αναγκαστική επιστροφή στη χώρα προέλευσης