1. Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συνιστάται και λειτουργεί Γραφείο Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, υπαγόμενο απευθείας στον Υπουργό. Το Γραφείο έχει ως αποστολή τη συλλογή, την καταγραφή, την αξιολόγηση και την περαιτέρω προώθηση προς διερεύνηση στις αρμόδιες Υπηρεσίες ή Αρχές καταγγελιών για πράξεις του ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος, οι οποίες εκδηλώθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή κατά κατάχρηση της ιδιότητάς του και αφορούν :
α. Βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά την έννοια του άρθρου 137 Α του Ποινικού Κώδικα,
β. Παράνομες εκ προθέσεως προσβολές κατά της ζωής, ή της σωματικής ακεραιότητας ή υγείας, ή της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας,
γ. Παράνομη χρήση πυροβόλου όπλου και
δ. Κάθε άλλη προσβλητική της προσωπικότητας συμπεριφορά,
σε βάρος πολιτών, καθώς και τις συναφείς πράξεις, εφόσον αυτές εκδηλώθηκαν από το ίδιο πρόσωπο στον ίδιο τόπο και χρόνο.
2. Οι καταγγελίες πρέπει να είναι επώνυμες και γραπτές, να υποβάλλονται δε στο Γραφείο ή στα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών, αυτοπροσώπως ή μέσω πληρεξουσίου δικηγόρου. Αν ο καταγγέλλων αγνοεί την ελληνική γλώσσα, μπορεί να παραστεί με διερμηνέα. Αν ο καταγγέλλων αδυνατεί να γράψει, η καταγγελία καταγράφεται από υπάλληλο του Γραφείου, αναγιγνώσκεται και υπογράφεται απ΄ αυτόν, αφού προηγουμένως γίνει ειδική μνεία της αδυναμίας του καταγγέλλοντος να γράψει. Κατ’ εξαίρεση, η καταγγελία μπορεί να είναι ανώνυμη, γραπτή ή προφορική, μόνο εφόσον περιέχει συγκεκριμένα στοιχεία, ικανά να οδηγήσουν στη διερεύνησή της, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη με πράξη της Επιτροπής της επόμενης παραγράφου. Η προφορική καταγγελία καταγράφεται και υπογράφεται από τον υπάλληλο του Γραφείου που την δέχεται.
3. Στο Γραφείο λειτουργεί Τριμελής Επιτροπή, η οποία συγκροτείται από έναν επίτιμο Αρεοπαγίτη ως Πρόεδρο, από τον Νομικό Σύμβουλο του Κράτους στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και από έναν επίτιμο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή Εφετών, ως μέλη. Η Επιτροπή αξιολογεί κάθε καταγγελία ή περιστατικό για την αξιοπιστία τους και για το αν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Γραφείου και αποφασίζει με πράξη της είτε για την προώθησή της προς διερεύνηση στις αρμόδιες Υπηρεσίες ή Αρχές είτε για την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Αν η καταγγελία ή το περιστατικό αφορά και αξιόποινη πράξη αυτεπαγγέλτως διωκόμενη, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 37 του Κ.Π.Δ. και αν πρόκειται για αυτόφωρο έγκλημα ή συντρέχει κίνδυνος εκ της αναβολής, η ανακοίνωση προς τον Εισαγγελέα κοινοποιείται αμέσως και στην αρμόδια για τη διενέργεια προανάκρισης Υπηρεσία του οικείου Σώματος.
4. Επίσης, η Επιτροπή της προηγουμένης παραγράφου ερευνά υποθέσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε βάρος της Ελλάδος για παράβαση των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ.53/1974), με την οποία διαπιστώνονται ελλείψεις της πειθαρχικής διαδικασίας ή νέα στοιχεία που δεν αξιολογήθηκαν στην πειθαρχική έρευνα ή την εκδίκαση της υπόθεσης. Στις περιπτώσεις αυτές η Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και οι αντίστοιχες Υπηρεσίες των άλλων Σωμάτων διαβιβάζουν την ως άνω απόφαση και το σχετικό φάκελο της διοικητικής έρευνας στην επιτροπή, η οποία επανεξετάζει συνολικά την υπόθεση καθώς και τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις που ορίζονται από τις διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου του αστυνομικού προσωπικού και μπορεί να αποφασίζει την εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης, ανεξάρτητα από την παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος, ιδίως όταν :
α. διαπιστώνει ότι η διοικητική διερεύνηση της υπόθεσης από τα πειθαρχικά όργανα του Σώματος είχε κενά ή ελλείψεις,
β. αποκαλυφθούν νέα, άγνωστα στα πειθαρχικά όργανα που διερεύνησαν ή εκδίκασαν την υπόθεση, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία από μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι το αποτέλεσμα της πειθαρχικής διαδικασίας δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά περιστατικά,
γ. διαπιστώνει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν τεθεί στη διάθεση της πειθαρχικής διαδικασίας δεν αξιολογήθηκαν αποτελεσματικά και
δ. βεβαιωθεί ότι ουσιώδη επιρροή στην απόφαση είχαν πλαστά έγγραφα ή πειστήρια ή δωροδοκία ή άλλη από πρόθεση παράβαση του καθήκοντος του πειθαρχικού οργάνου.
5. Σε περίπτωση που αποφασισθεί η επανάληψη της διερεύνησης της υπόθεσης, η σχετική απόφαση της επιτροπής διαβιβάζεται με όλα τα στοιχεία του φακέλου στον Αρχηγό του οικείου Σώματος, ο οποίος δεσμεύεται από την απόφαση και διατάσσει νέα έρευνα. Κατά τα λοιπά ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται από το πειθαρχικό δίκαιο του Σώματος στο οποίο ανήκει το προσωπικό. Αν η επιτροπή κρίνει ότι δεν απαιτείται η εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης διαβιβάζει την απόφασή της στη Διεύθυνση Προσωπικού του οικείου Αρχηγείου προκειμένου να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο.
6. Η επιτροπή μπορεί να ζητά στοιχεία από οποιαδήποτε Δημόσια Υπηρεσία ή Υπηρεσία του ευρύτερου Δημόσιου τομέα, οι οποίες υποχρεούνται να τα γνωστοποιούν ή να διαβιβάζουν αντίγραφα εγγράφων που αφορούν την υπόθεση, χωρίς να μπορεί να αντιταχθεί οποιοδήποτε απόρρητο. Τα στοιχεία που συλλέγονται από την επιτροπή χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση της αποστολής της.
7. Τα Πειθαρχικά Όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος- Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος υποχρεούνται να εξετάζουν κατά προτεραιότητα κάθε πειθαρχική υπόθεση που αφορά σε πράξεις της παρ.1 του παρόντος άρθρου.
8. Η Επιτροπή υποβάλλει κατ΄ έτος Έκθεση στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη για τις δραστηριότητες της Γραφείου και τα προτεινόμενα μέτρα βελτίωσης της λειτουργίας του, επισημαίνονται δε οι διαπιστώσεις της για τα αίτια της σχετικής με την αποστολή του Γραφείου παραβατικής συμπεριφοράς του ένστολου προσωπικού των Σωμάτων και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή τους.
9. Οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος, καθώς και κάθε άλλη δημόσια αρχή ή Υπηρεσία, υποχρεούνται να παρέχουν άμεση και ουσιαστική συνδρομή στο προσωπικό του Γραφείου για την εκπλήρωση της αποστολής του.
10. Το Γραφείο εδρεύει στο νομό Αττικής και διαθέτει πρόσβαση σε άτομα με ειδικές ανάγκες. Οι απαιτούμενες πιστώσεις για τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό και τις δαπάνες λειτουργίας του εγγράφονται στον προϋπολογισμό του ειδικού φορέα «Ελληνική Αστυνομία».
11. Η λειτουργία του Γραφείου αυτού δεν υποκαθιστά τις υφιστάμενες δομές υποβολής και εξέτασης καταγγελιών αυθαιρεσίας σε άλλα όργανα ή αρχές.
12. Το Γραφείο στελεχώνεται με το αναγκαίο και κατάλληλο για τη λειτουργία του προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος, το οποίο αποσπάται σε αυτό χωρίς χρονικό περιορισμό, με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Το προσωπικό αυτό πρέπει να διακρίνεται για την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητά του, το ήθος και τη διαγωγή του, την υπευθυνότητα και αποφασιστικότητά του. Το ένστολο προσωπικό των ως άνω Σωμάτων απαιτείται επιπλέον να έχει αξιολογηθεί, κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών, με το γενικό χαρακτηρισμό «εξαίρετος» και να έχει κριθεί ευμενώς από τα αρμόδια συμβούλια κρίσεων.
13. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Τριμελούς Επιτροπής ορίζονται με τους αναπληρωτές τους με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, μετά από δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος για τους επίτιμους δικαστικούς λειτουργούς. Ο πρόεδρος της Επιτροπής ασκεί και τη διοίκηση του Γραφείου. Ως αναπληρωτής του Νομικού Συμβούλου ορίζεται πάρεδρος του ιδίου Γραφείου Νομικού Συμβούλου, μετά από πρόταση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η θητεία των επίτιμων δικαστικών λειτουργών στις εν λόγω θέσεις ορίζεται διετής, δυναμένη να ανανεωθεί μία ακόμη φορά.
14. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, ρυθμίζονται θέματα οργάνωσης και λειτουργίας του Γραφείου, καθορισμού των επιμέρους αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των οργάνων και του προσωπικού του, διαδικασιών υποδοχής και ενημέρωσης των πολιτών, συνεργασίας με τα Σώματα, τις Υπηρεσίες και τους φορείς και κάθε άλλο σχετικό με αυτά θέμα.
15. Με κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη καθορίζεται η αποζημίωση του προέδρου και των μελών της Επιτροπής.