1. Η παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 2776/1999 (Α΄291) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συστήνεται Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών (ΚΕΜ). Η Επιτροπή αυτή συγκροτείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και του Υπουργού Δικαιοσύνης, είναι τριμελής και αποτελείται από τον Γενικό Γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, ως πρόεδρο, τον επόπτη του συγκροτήματος Φυλακών Κορυδαλλού αντεισαγγελέα εφετών ή τον αναπληρωτή του και τον πρόεδρο του Κεντρικού Επιστημονικού Συμβουλίου Φυλακών (ΚΕΣΦ) ή τον νόμιμο αναπληρωτή του ή άλλο μέλος του, που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, ως μέλη.
Ο Γενικός Γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής, αν κωλύεται ή απουσιάζει, αναπληρώνεται από τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Διαχείρισης Καταστημάτων Κράτησης και Διαχείρισης Κρίσεων και στην περίπτωση αυτή, προεδρεύει ο εισαγγελικός λειτουργός.».
2. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 2776/1999 αντικαθίσταται και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Αν σε συγκεκριμένο κατάστημα δεν υπηρετεί μόνιμο υγειονομικό προσωπικό, οι ανάγκες καλύπτονται σε εικοσιτετράωρη βάση με επισκέψεις εξωτερικών ιατρών και νοσηλευτών, που καλούνται από τον διευθυντή του καταστήματος και αμείβονται κατ` επίσκεψη από αυτόν.
Οι συμβάσεις κατ’ επίσκεψη ιατρών και νοσηλευτών στα καταστήματα κράτησης, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, συνάπτονται κατά παρέκκλιση του άρθρου 6 του ν. 2527/1997, για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας και της υγείας των κρατουμένων.
Το ύψος της αμοιβής καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Προστασίας του Πολίτη και Υγείας, ύστερα από γνώμη του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου».
3. Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 30 του ν. 2776/1999, αντικαθίστανται ως ακολούθως:
«1. Κρατούμενοι των Καταστημάτων Κράτησης, εκτός εκείνων του Συγκροτήματος Καταστημάτων Κράτησης Κορυδαλλού, που ασθενούν κατά τη διάρκεια της κράτησής τους, καθώς και εκείνοι που παρουσιάζουν έντονα προβλήματα ψυχικής υγείας εισάγονται στο αναρρωτήριο του Καταστήματος ή περιορίζονται σε ειδικό τμήμα.
Εφόσον το επιβάλλει η κατάστασή τους, με πρόταση και γνωμάτευση του αρμοδίου ιατρού του Καταστήματος Κράτησης, μετάγονται σε ειδική θεραπευτική ή ψυχιατρική μονάδα του πλησιέστερου νοσοκομείου της περιφερειακής ενότητας όπου εδρεύει το Κατάστημα Κράτησης ή σε αντίστοιχη μονάδα όμορου νοσοκομείου, με εντολή του Διευθυντή της οικείας κλινικής.
Εφόσον κριθεί απαραίτητο από τον Διευθυντή της οικείας θεραπευτικής ή ψυχιατρικής μονάδας, οι ασθενείς κρατούμενοι εισάγονται με εντολή του σε ειδικό θεραπευτικό Κατάστημα Κράτησης, όπου υποβάλλονται σε αναγκαία μέτρα νοσηλείας ή θεραπευτικά προγράμματα. Η παραμονή των κρατουμένων στο αναρρωτήριο Καταστήματος Κράτησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα.».
2. Κρατούμενοι ασθενείς των οποίων η νοσηλεία δεν είναι δυνατή σε αναρρωτήρια των Καταστημάτων Κράτησης ή των ειδικών θεραπευτικών καταστημάτων του Συγκροτήματος Καταστημάτων Κράτησης Κορυδαλλού, παραπέμπονται σε δημόσιο νοσοκομείο της περιφερειακής ενότητας στην οποία αυτά εδρεύουν. Εάν δεν είναι δυνατή η νοσηλεία στο νοσοκομείο αυτό, παραπέμπονται με εντολή του Διευθυντή της οικείας κλινικής στο πλησιέστερο δημόσιο νοσοκομείο περιφερειακής ενότητας στην οποία λειτουργεί άλλο Κατάστημα Κράτησης.».
4. Οι περ. (1) και (2) της παρ. 1 του άρθρου 55 του ν. 2776/1999 αντικαθίστανται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως ακολούθως:
«1. (1) Ο κατάδικος: αα) έχει ποινή ή συνολικές ποινές φυλάκισης μέχρι πέντε (5) έτη και έχει εκτίσει πραγματικά το ένα δέκατο (1/10) της ποινής του, αβ) έχει ποινή κάθειρξης ή συνολικές ποινές φυλάκισης μέχρι δέκα (10) έτη και έχει εκτίσει πραγματικά το ένα πέμπτο (1/5) της ποινής του, αγ) έχει ποινές άνω των δέκα (10) ετών συνολικά και έχει εκτίσει πραγματικά τα δύο πέμπτα (2/5) της ποινής του, αδ) έχει ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχει εκτίσει πραγματικά τουλάχιστον δώδεκα (12) έτη. Κατ’ εξαίρεση, σε αυτόν που καταδικάστηκε σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης για παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 380 του Ποινικού Κώδικα, τακτικές άδειες χορηγούνται, εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά τα δύο πέμπτα (2/5) της ποινής του και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον δύο έτη.
(2) Δεν εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό πλημμελήματος ή κακουργήματος ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα.
(3) Εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων.
(4) Συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του.
Για να διαπιστωθεί αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση εκτιμώνται ιδίως: α) η προσωπικότητα του κατάδικου και η εν γένει συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης, κατά τη διάρκεια της κράτησης, σε συνδυασμό με το άρθρο 69 παράγραφος 2 του παρόντος Κώδικα και κατά τη διάρκεια των αδειών, που ενδεχομένως του έχουν ήδη χορηγηθεί, β) η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθώς και οι τυχόν οικογενειακές του υποχρεώσεις, γ) η ωφέλεια, την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδό του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας.
5. Η παρ. 1 του άρθρου 56 του ν. 2776/1999 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Η τακτική άδεια διαρκεί από μία έως πέντε ημέρες, στις οποίες συνυπολογίζονται οι Κυριακές και οι αργίες. Εφόσον ο κατάδικος έχει ήδη εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τα τρία πέμπτα (3/5) της ποινής του και σε περίπτωση ποινής ισόβιας κάθειρξης δεκατέσσερα έτη, η διάρκεια της άδειας μπορεί να αυξάνεται έως τις έξι (6) ημέρες, οι οποίες υπολογίζονται κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο. Η συνολική διάρκεια των αδειών ενός καταδίκου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις σαράντα πέντε (45) ημέρες το έτος. Στους καταδίκους, οι οποίοι λαμβάνουν τακτική άδεια και δηλώνουν τόπο μετάβασης που απέχει από το κατάστημα κράτησής τους πέραν των τριακοσίων χιλιομέτρων ή κατοικούν σε νησιά που αντιμετωπίζουν συγκοινωνιακές δυσχέρειες, χορηγείται, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του διευθυντή της φυλακής, επιπλέον μία (1) ημέρα για τη μετάβαση και μία (1) ημέρα για την επιστροφή τους, οι οποίες δεν υπολογίζονται στη συνολική διάρκεια αδειών κάθε έτους.».