Στο άρθρο 162 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 και στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 διορθώνονται οι παραπομπές στο άρθρο 155, β) προστίθεται νέα παρ. 4 με την οποία ορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει το αποδεικτικό επίδοσης σε περίπτωση ψηφιακής επίδοσης και το άρθρο 162 ΚΠΔ διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 162
Το αποδεικτικό της επίδοσης
1. Για την επίδοση που ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 155 – 160, εκείνος που την ενεργεί οφείλει να συντάξει αποδεικτικό στον τόπο όπου αυτή γίνεται. Στο αποδεικτικό σημειώνεται, με ποινή ακυρότητας της επίδοσης, ο τόπος, το έτος, ο μήνας, η ημέρα και, αν πρόκειται για κλητήριο θέσπισμα ή κλήση του κατηγορουμένου, ο αριθμός αυτού, ο καλών εισαγγελέας, ως και το ονοματεπώνυμο του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο. Το αποδεικτικό υπογράφεται από το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και από εκείνον που ενεργεί την επίδοση. Αν το πρόσωπο αυτό δηλώσει ότι δεν ξέρει ή δεν μπορεί να υπογράψει, ή αν αρνηθεί, ή αν το έγγραφο που επιδίδεται επικολληθεί κατά την παρ. 3 του άρθρου 155, τα γεγονότα αυτά, καθώς και το ονοματεπώνυμο εκείνου που αρνήθηκε να το παραλάβει κατά την παρ. 3 του άρθρου 155, αναγράφονται στο αποδεικτικό. Στην περίπτωση αυτή προσλαμβάνεται από εκείνον που ενεργεί την επίδοση ένας μάρτυρας, του οποίου το ονοματεπώνυμο, η κατοικία και το επάγγελμα αναγράφονται στο αποδεικτικό. Ο μάρτυρας αυτός υπογράφει το αποδεικτικό, αν ξέρει γράμματα.
2. Αυτός που επιδίδει οφείλει επίσης σε κάθε περίπτωση να σημειώσει στο έγγραφο τη χρονολογία και τον τόπο της επίδοσης, καθώς και το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε, και να υπογράψει τη σχετική σημείωση, αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη. Σε περίπτωση επίδοσης βουλεύματος ή απόφασης με παράδοση σε ψηφιακή μορφή, η σημείωση του προηγούμενου εδαφίου διενεργείται επί της εκθέσεως του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 155.
3. Η επίδοση μπορεί να αποδεικνύεται και με απόδειξη παραλαβής η οποία συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του εγγράφου που επιδίδεται και υπογράφεται από αυτόν προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή από σύνοικό του. Η απόδειξη συντάσσεται από τα όργανα της επίδοσης ή από τους υπαλλήλους της γραμματείας για τις επιδόσεις που γίνονται μέσα στα δικαστικά καταστήματα και περιέχει απαραιτήτως το ονοματεπώνυμο εκείνου που επιδίδει και εκείνου που παραλαμβάνει το έγγραφο, καθώς και τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης. Ο τόπος και η χρονολογία της επίδοσης σημειώνεται και στο έγγραφο που παραδίδεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2, αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη.
4. Σε περίπτωση επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα, με αποδεικτικό επίδοσης ισοδυναμεί εκτύπωση από την ηλεκτρονική πλατφόρμα της παρ. 1 του άρθρου 155, η οποία περιλαμβάνει με ποινή ακυρότητας της επίδοσης α) τα στοιχεία του καλούντος εισαγγελέα, εκείνου που επιδίδει και του παραλήπτη, β) το είδος και τα χαρακτηριστικά του εγγράφου που επιδόθηκε, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 4727/2020 (Α΄184) και γ) την ημεροχρονολογία και ακριβή ώρα των ψηφιακών αποστολών του εγγράφου και των αντίστοιχων τηλεφωνικών μηνυμάτων ειδοποίησης.».