Στο άρθρο 55 του ν. 2776/1999 (A’ 291) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 1 αα) αντικαθίστανται τα δύο πρώτα εδάφια της περ. (1), αβ) η περ. (2) τροποποιείται με την αποσαφήνιση ότι προκειμένου να χορηγηθεί άδεια δεν πρέπει να εκκρεμεί ποινική διαδικασία εκτός από αυτή για την οποία ο κατάδικος κρατείται, αγ) το πρώτο εδάφιο της υποπερ. α’ της περ. (4) τροποποιείται ως προς τη λήψη υπόψη και των πειθαρχικών ποινών ως κριτηρίου για τη χορήγηση ή μη της άδειας, β) η παρ. 3 τροποποιείται με τη διαγραφή της επιφύλαξης της παρ. 3 του άρθρου 54 και την προσθήκη και του διευθυντή της κλινικής στους αρμόδιους να γνωματεύσουν για τη χορήγηση άδειας στους κρατούμενους σε θεραπευτικά καταστήματα και το άρθρο 55 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 55
Τακτικές άδειες – Προϋποθέσεις
1. Οι τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον:
(1) Ο κατάδικος: α) εκτίει ποινή φυλάκισης ή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης, εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά το ένα όγδοο (1/8) της ποινής του, β) εκτίει ποινή κάθειρξης, εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά το ένα πέμπτο (1/5) της ποινής του πλην των περιπτώσεων των κακουργημάτων των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013 (A’ 208), 134, 187, 187 Α, των περ. γ΄ και δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 265, της παρ. 1 του άρθρου 299, των άρθρων 323Α, 324, 380, 385, καθώς και του 19ου κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα , γ) εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά δώδεκα (12) έτη, δ) εκτίει ποινή περισσότερων ποινών ισόβιας κάθειρξης εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά είκοσι δύο (22) έτη.
Αν στον κατάδικο έχουν επιβληθεί περισσότερες στερητικές της ελευθερίας ποινές και δεν έχει γίνει προσμέτρησή τους σε μία συνολική ποινή, κατά το άρθρο 94 του Ποινικού Κώδικα, για τον υπολογισμό της ποινής που εκτίεται κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των επί μέρους ποινών.
(2) Δεν εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό πλημμελήματος που ενέχει πράξεις βίας ή απειλής βίας κατά προσώπων και πραγμάτων ή κακουργήματος, άλλη εκτός από αυτή για την οποία κρατείται, ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα.
(3) Εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων.
(4) Συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του.
Για να διαπιστωθεί αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση εκτιμώνται ιδίως: α) η προσωπικότητα του κατάδικου και η εν γένει συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης, κατά τη διάρκεια της κράτησης σε συνδυασμό και με τις πειθαρχικές ποινές, που έχουν περιληφθεί στο Ατομικό Δελτίο Πειθαρχικού Ελέγχου και κατά τη διάρκεια των αδειών, που ενδεχομένως του έχουν ήδη χορηγηθεί, β) η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθώς και οι τυχόν οικογενειακές του υποχρεώσεις, γ) η ωφέλεια, την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη, η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδό του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας.
2. Η τακτική άδεια χορηγείται από το Συμβούλιο του άρθρου 70 παράγραφος 1 του παρόντος μετά από αίτηση του καταδίκου. Κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου καλείται αυτός, καθώς και οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο για την παροχή των αναγκαίων διευκρινίσεων.
Ο δικαστικός λειτουργός που προεδρεύει του Συμβουλίου, σε περίπτωση διαφωνίας του ως προς τη χορήγηση της άδειας, προσφεύγει εντός προθεσμίας πέντε ημερών στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών ως Συμβούλιο, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα. Στην περίπτωση αυτή, η εγκριθείσα άδεια αναστέλλεται μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως.
3. Στους κρατουμένους σε θεραπευτικό καταστήματα είτε δυνάμει δικαστικών αποφάσεων, είτε για νοσηλεία, χορηγείται τακτική άδεια, εφόσον ο θεράπων ιατρός και ο διευθυντής της κλινικής, όπου υπάρχει και λειτουργεί, γνωματεύσουν σχετικά. Ειδικά για τους κρατουμένους για νοσηλεία απαιτείται επιπλέον να γνωματεύσουν τόσο ο θεράπων ιατρός όσο και ο διευθυντής της κλινικής όπου υπάρχει και λειτουργεί, ότι πάσχουν από χρόνια ασθένεια και είναι αδύνατη επί του παρόντος η επαναμεταγωγή τους στο κατάστημα από το οποίο προήλθαν.».
Να διαμορφωθεί η 1η παράγραφος στις «Τακτικές άδεις – Προϋποθέσεις» ως εξής:
1. Οι τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον:
(1) Ο κατάδικος: α) εκτίει ποινή φυλάκισης ή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης, εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά το ένα όγδοο (1/8) της ποινής του, β) εκτίει ποινή κάθειρξης, εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά το ένα πέμπτο (1/5) της ποινής του πλην των περιπτώσεων των κακουργημάτων των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013 (A’ 208), 134, 187, 187 Α, των περ. γ΄ και δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 265, της παρ. 1 του άρθρου 299, των άρθρων 323Α, 324, 380, 385, καθώς και του 19ου κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, γ) εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά οκτώ (8) έτη, δ) εκτίει ποινή περισσότερων ποινών ισόβιας κάθειρξης εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά δώδεκα (12) έτη.
Αν στον κατάδικο έχουν επιβληθεί περισσότερες στερητικές της ελευθερίας ποινές και δεν έχει γίνει προσμέτρησή τους σε μία συνολική ποινή, κατά το άρθρο 94 του Ποινικού Κώδικα, για τον υπολογισμό της ποινής που εκτίεται κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των επί μέρους ποινών.
Σχόλιο: Εκτιμάται ότι οι χρόνοι που δίνονται στις περιπτώσεις γ) και δ) είναι αρκετοί για να παράσχουν αρκετά ακριβής εκτίμηση της προσαρμοστικότητας και του σωφρονισμού του κρατούμενου. Επιπλέον, αποτελούν κίνητρο για εργασία σε αγροτικό Σωφρονιστικό Κατάστημα, ενώ το τελευταίο δύναται για μακροχρόνια αξιοποίηση της εκπαίδευσης και εργασίας του κρατούμενου.
(2) Δεν εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό πλημμελήματος που ενέχει πράξεις βίας ή απειλής βίας κατά προσώπων και πραγμάτων ή κακουργήματος, άλλη εκτός από αυτή για την οποία κρατείται, ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα.
(3) Εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων.
(4) Συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του.
Για να διαπιστωθεί αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση εκτιμώνται ιδίως: α) η προσωπικότητα του κατάδικου και η εν γένει συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης, κατά τη διάρκεια της κράτησης σε συνδυασμό και με τις πειθαρχικές ποινές, που έχουν περιληφθεί στο Ατομικό Δελτίο Πειθαρχικού Ελέγχου και κατά τη διάρκεια των αδειών, που ενδεχομένως του έχουν ήδη χορηγηθεί, β) η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθώς και οι τυχόν οικογενειακές του υποχρεώσεις, γ) η ωφέλεια, την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη, η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδό του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας, δ) Η ειλικρινής μεταμέλεια.
Άρθρο 50
Παρατηρείται περαιτέρω αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου που αφορά τη χορήγηση αδειών κρατουμένων (πλαίσιο που είχε ήδη αυστηροποιηθεί με το Ν.4670/2020), με την οποία ουσιαστικά επιχειρείται η – για κάποιους κρατούμενους – εν τοις πράγμασι κατάργηση αυτού του δικαιώματος. Οι περιορισμοί στην περίπτωση κυρίως των πολυισοβιτών και αλλά και όσων εκτίουν ποινή ισόβιας κάθειρξης χαρακτηρίζονται εξοντωτικοί. Για την χορήγηση των αδειών στην κάθειρξη τυπικό κριτήριο δεν είναι πλέον το ύψος της ποινής, όπως θεσμοθετήθηκε με το νόμο 4760/2020 αλλά η φύση του αδικήματος, καθώς για ορισμένα αδικήματα οι προϋποθέσεις γίνονται πιο αυστηρές, χωρίς να διευκρινίζεται ποιό είναι το κατώτατο όριο έκτισης ποινής που θα πρέπει να έχουν συμπληρώσει προκειμένου να ζητήσουν άδεια. Με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζεται προφανής δεύτερη τιμωρία και διάκριση μεταξύ των κρατουμένων κατά παραβίαση των αρχών της ισότητας στη μεταχείριση και της αναλογικότητας, παρά τις εξαγγελίες περί του αντιθέτου ενώ η διάταξη ουδόλως συνάδει με τον στόχο της ομαλής επανένταξης.
Άρθρο 50
Στην παρ. 1 Ο κατάδικος α) «εκτίει ποινή φυλάκισης ή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης, εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά το ένα όγδοο (1/8) της ποινής του», «να γίνει εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά το ένα δέκατο (1/10) της ποινής του».
Στην παρ. 1 Ο κατάδικος Στην περίπτωση δ) «Εκτίει ποινή περισσοτέρων ποινών ισόβιας κάθειρξης εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά είκοσι δύο (έτη)» να ισχύουν και εδώ όπως και στην περίπτωση γ τα δώδεκα (12) έτη για παραπάνω από μια καθείρξεις και όχι τα 22 έτη και η περίπτωση δ να διαμορφωθεί ως εξής: «Εκτίει ποινή περισσοτέρων ποινών ισόβιας κάθειρξης εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά δώδεκα (12) έτη»