Σκοπός του παρόντος είναι:
α) η βελτίωση των συνθηκών κράτησης,
β) η περαιτέρω θωράκιση των δικαιωμάτων των κρατουμένων,
γ) η διασφάλιση της ισότητας στον τρόπο διαβίωσης και η απαγόρευση κάθε δυσμενούς μεταχείρισης των κρατουμένων εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων, καθώς και
δ) η ενίσχυση των φορέων κοινωνικής επανένταξης των αποφυλακισθέντων.
Άρθρο 8
Η θέσπιση του ενδίκου βοηθήματος για την προστασία των κρατουμένων από τις γενικές συνθήκες κράτησης κινείται προς την θετική κατεύθυνση. Ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος το ένδικο μέσο να θεσπιστεί «για τα μάτια του κόσμου» και κυρίως για να αποφορτιστεί το ΕΔΔΑ απ΄τις προσφυγές και να κλείσει τις εκκρεμείς – ανεκτέλεστες υποθέσεις. Ένδικο μέσο για προστασία απ΄τις γενικές συνθήκες κράτησης, σε συνθήκες υπερπληθυσμού σε όλες τις φυλακές, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό ειδικά από το στιγμή που βασικός τρόπος αποκατάστασης της προσβολής από τις γενικές συνθήκες κράτησης φαίνεται ότι θα είναι η μεταγωγή του κρατουμένου και μάλιστα πρόκειται για μεταγωγή κατά της οποίας δεν προβλέπεται ένδικο μέσο.
Η μεταγωγή είναι μια δυνατότητα όπου στην Ελλάδα τουλάχιστον φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί τις τελευταίες δεκαετίες ως μία βασική παράμετρος της διαχείρισης των σωφρονιστικών ζητημάτων, ιδιαίτερα η περ. γ΄ του άρθρου 72 του Σωφρονιστικού κώδικα δηλ. η μεταγωγή για λόγους ομαλής λειτουργίας της φυλακής.
Η μεταγωγή, η αλλαγή δηλαδή περιβάλλοντος κρατουμένου στην περίπτωση που ο ίδιος δεν το επιθυμεί ή δεν γίνεται για λόγους υγείας, εκπαίδευσης ή δικονομικούς, όπως ήδη προβλέπει ο Σωφρονιστικός Κώδικας, θα εγκυμονεί πάντα το κίνδυνο να αποτελέσει τιμωρητικό μέσο (κυρίως γιατί θα χάσει την επαφή με τους οικείους του), κατά του οποίου ο κρατούμενος δεν μπορεί να αμυνθεί. Είναι δε απορίας άξιον, υπό συνθήκες μόνιμου υπερπληθυσμού των ελληνικών φυλακών, σε ποια ακριβώς φυλακή θα γίνεται η μεταγωγή αφού οι κλειστές φυλακές είναι υπερπλήρεις.
Ας σημειωθεί ότι ο ευεργετικός υπολογισμός της ποινής (μείωση ποινής βάσει των παραπόνων για συνθήκες κράτησης) αποτελεί πρακτική που έχει ακολουθήσει η Ιταλία για αυτές τις περιπτώσεις (βλ. απόφαση Stella v. Italy, παρ. 19). Άλλωστε ο ευεργετικός υπολογισμός ημερών ποινής έχει κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί στην ελληνική νομοθεσία, ευλόγως, για να καλύψει μεγάλες αδυναμίες του σωφρονιστικού συστήματος και παρότι τέτοια πρόβλεψη υπήρχε σε σχετική πρόταση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και σε πρόταση νόμου της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής για την εκτέλεση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν συμπεριελήφθη στην τελική διάταξη.
Η ΕλΕΔΑ έχει τονίσει ότι σχετική ρύθμιση θα πρέπει να υιοθετήσει μία κλιμάκωση των μέτρων άμεσης άρσης των αποτελεσμάτων που συνιστούν παραβίαση δικαιωμάτων προκειμένου να διαμορφωθούν συνθήκες κράτησης, που να είναι συμβατές με τις προβλεπόμενες, επιτρεπτές ή ανεκτές, τόσο για τον κρατούμενο που παραπονείται όσο και για άλλους κρατουμένους που τυχόν διαβιούν υπό τις ίδιες συνθήκες.
Η άμεση αποκατάσταση των γενικών ή ειδικών συνθηκών διαβίωσης που κρίθηκαν ότι παραβιάζουν τους κανόνες αξιοπρεπούς διαβίωσης του αιτούντος – προσφεύγοντος ή και άλλων κρατουμένων πρέπει να είναι προτεραιότητα ενώ η αύξηση των ωρών παραμονής εκτός των ατομικών κελιών ή θαλάμων, η αύξηση των ωρών παρακολούθησης προγραμμάτων και η ενίσχυση και ο εμπλουτισμός αυτών, η αλλαγή χώρου κράτησης στην ίδια φυλακή και άλλα είναι παράμετροι που μπορούν επίσης να ληφθούν υπόψιν.
Τέλος, δεν προβλέπονται εγγυήσεις αμεροληψίας ή αποφυγής των δυσμενών ενεργειών κατά του κρατούμενου, λόγω της ιδιαίτερα ευάλωτης θέσης του απέναντι στη διοίκηση της φυλακής και δεν κατοχυρώνεται κάποιος μηχανισμός εγγυήσεων και άμεσης προστασίας του προσφεύγοντα. Γνωρίζουμε από καταγγελίες ότι σε ορισμένες φυλακές οι διευθυντές αποτρέπουν με απειλές και αντίμετρα την κατάθεση και τη δημοσιοποίηση παραπόνων για τις συνθήκες διαβίωσης.
Άρθρο 1
Γενικό Σχόλιο
Το παρόν σχέδιο νόμου παρουσιάζεται υπό το φως της πρόσφατης ανακοίνωσης (3-9-2022) της έκθεσης της Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (CPT) του Συμβουλίου της Ευρώπης για την κατάσταση στις ελληνικές φυλακές η οποία ήταν μια ιδιαίτερα θλιβερή στιγμή για τη χώρα μας, που πέρασε στα “ψιλά γράμματα” των μέσων ενημέρωσης. Οι ελληνικές φυλακές χαρακτηρίζονται πλέον επισήμως και διεθνώς ως απλές αποθήκες ανθρώπων, μια συνθήκη δηλαδή, που όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η ίδια η CPT, τελεί σε διαρκή και ευθεία αντίθεση με κάθε κανόνα ή πρότυπο του ευρωπαϊκού δικαίου προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Πρόκειται δυστυχώς για άλλον ένα τομέα όπου πιστοποιείται σταθερή απομάκρυνση της χώρας από τις αρχές ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου.
Η Επιτροπή απειλεί ευθέως, για δεύτερη φορά μετά το 2011, την Ελλάδα με διεθνή εξευτελισμό μέσω δημόσιας σχετικής δήλωσής της, επειδή η χώρα αρνείται επίμονα εδώ και 2 δεκαετίες να συμμορφωθεί με τα ευρωπαϊκά πρότυπα για τη μεταχείριση των κρατουμένων. Σε τέτοια προειδοποίηση η CPT έχει προβεί από το 1992 έως σήμερα σε βάρος μόνον πέντε χωρών (Ρωσία, Τουρκία, Βουλγαρία, Βέλγιο και Ελλάδα).
Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕλΕΔΑ) έχει εδώ και καιρό εντοπίσει τα ζητήματα που προμήνυαν αυτή τη θλιβερή εξέλιξη.
Για τον λόγο αυτό, μεταξύ άλλων, πραγματοποίησε σχετικό κύκλο συζητήσεων στις 14 Απριλίου 2022, με τίτλο «Η έκτιση των ποινικών κυρώσεων σήμερα: Δικαιώματα κρατουμένων, στόχοι και αστοχίες του εγκλεισμού και η προοπτική των εναλλακτικών μέτρων στην Ελλάδα και στις 16 Ιουνίου 2022 με τίτλο« Η κοινωνική επανένταξη ξεκινάει από τη φυλακή.
Κεντρικός άξονας των συζητήσεων ήταν η αποτίμηση της παρούσας κατάστασης των ελληνικών φυλακών και των σχετικών σοβαρών επισημάνσεων της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης (Μάρτιος 2022), η επανεξέταση του μοντέλου έκτισης των ποινών στην Ελλάδα, η επί της ουσίας απενεργοποίηση των εναλλακτικών της κράτησης μέτρων και η παρατηρούμενη τα τελευταία χρόνια βίαιη απομάκρυνση από τον βασικό πανευρωπαϊκά στόχο της ομαλής επανένταξης η οποία πρέπει να ξεκινά μέσα από τη φυλακή.
Βασικά συμπεράσματα των συζητήσεων αυτών ήταν ενδεικτικά :
• Το έλλειμμα ενός μακροπρόθεσμου και αποτελεσματικού στρατηγικού σχεδιασμού για το σωφρονιστικό σύστημα. Η CPT στις καταληκτικές της παρατηρήσεις επισημαίνει ότι το θεμελιώδες ερώτημα για το τι είδους σωφρονιστικό σύστημα θέλει να διαθέτει η Ελλάδα δεν έχει διερευνηθεί. Μόλις απαντηθεί ολοκληρωμένα το ερώτημα αυτό, πρέπει να διατεθούν και απαιτούμενοι οι πόροι για την υλοποίησή του.
• Η διαπίστωση ότι οι νομοθετικές πρωτοβουλίες των τελευταίων ετών εξαντλήθηκαν στην αναστολή του θεσμού της κοινωφελούς εργασίας, σε εκ νέου αυστηροποιήσεις ποινών, μετά τον εξορθολογισμό τους που επιχειρήθηκε με τον νέο Ποινικό Κώδικα το 2019, σε αυστηροποίηση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση αδειών, την υπό όρους απόλυση των κρατουμένων και την μεταγωγή σε αγροτικές φυλακές. Αυτές οι πρωτοβουλίες έβαλαν τέλος σε κάθε ελπίδα για αξιοπρεπή διαβίωση των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές και κυρίως για ομαλή επανένταξή τους και, άρα, για καταπολέμηση της υποτροπής. Στην έκθεση της CPT σημειώνεται επιπλέον με έμφαση ότι οι προαναφερόμενες αλλαγές αναμένεται να επιτείνουν δραστικά τον υπερπληθυσμό.
• Το δεδομένο ότι ελλείπει εντελώς κάθε σχεδιασμός για την ουσιαστική αξιοποίηση των εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, όπως είναι η κοινωφελής εργασία, η ηλεκτρονική επιτήρηση, η ημιελεύθερη διαβίωση, η εφαρμογή των οποίων όχι μόνο θα συμβάλλει αυτονόητα στην μείωση του υπερπληθυσμού αλλά σηματοδοτεί ένα μοντέλο έκτισης ποινών προσανατολισμένο στην ομαλή επανένταξη και όχι στον μακροχρόνιο εγκλεισμό. Στην ίδια κατεύθυνση κοινή διαπίστωση είναι η διαχρονική απαξίωση και θλιβερή υποστελέχωση των Υπηρεσιών Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής: αντί η αρμοδιότητά τους να επεκταθεί σε όλες τις περιπτώσεις υπό όρους απόλυσης, ηλεκτρονικής επιτήρησης και άδειας απουσίας, τους έχει κατ’ ουσίαν αφαιρεθεί το βασικό τους αντικείμενο, δηλαδή η υποστήριξη κατά το στάδιο της κοινωφελούς εργασίας. Η CPT αξιώνει να δοθεί έμφαση στα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και υπογραμμίζει ότι ο υπερπληθυσμός δεν είναι ένα πρόβλημα που λύνεται με το χτίσιμο νέων φυλακών, όπως παγίως δείχνουν να πιστεύουν οι κυβερνώντες.
• Η απουσία στοχευμένων προγραμμάτων για την ομαλή επανένταξη μέσα στη φυλακή ή μέριμνας για την πρόσβαση των αποφυλακιζομένων στην αγορά εργασίας ιδίως δια της πληθώρας απαρχαιωμένων κωλυμάτων για την επαγγελματική τους επανένταξη.
Σε μια τέτοια συνθήκη τα δικαιώματα των κρατουμένων δεν μπορεί παρά να τελούν υπό διαρκή αμφισβήτηση και κίνδυνο. Για τον λόγο αυτό άλλωστε η ΕλΕΔΑ εξέδωσε κείμενο σχετικά με την θέσπιση αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος για την προστασία των κρατουμένων από τις γενικές συνθήκες κράτησης.
Τα δομικά αυτά προβλήματα που μαστίζουν τις ελληνικές φυλακές εδώ και δεκαετίες δεν μπορούν πλέον να επιλυθούν από τη δραστηριοποίηση ενός μόνο υπουργείου, πολλώ δε μάλλον αν αυτό είναι το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Η CPT επισημαίνει ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί από την Κυβέρνηση στο σύνολό της, μαζί με το ελληνικό κοινοβούλιο και το δικαστικό σώμα καθώς και ότι «η μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού συστήματος είναι ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο που πρέπει να συμβαδίζει με την επείγουσα βελτίωση της καθημερινής ζωής των κρατουμένων».
Άρθρο 1
Γενικό Σχόλιο
Το παρόν σχέδιο νόμου παρουσιάζεται υπό το φως της πρόσφατης ανακοίνωσης (3-9-2022) της έκθεσης της Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (CPT) του Συμβουλίου της Ευρώπης για την κατάσταση στις ελληνικές φυλακές η οποία ήταν μια ιδιαίτερα θλιβερή στιγμή για τη χώρα μας, που πέρασε στα “ψιλά γράμματα” των μέσων ενημέρωσης. Οι ελληνικές φυλακές χαρακτηρίζονται πλέον επισήμως και διεθνώς ως απλές αποθήκες ανθρώπων, μια συνθήκη δηλαδή, που όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η ίδια η CPT, τελεί σε διαρκή και ευθεία αντίθεση με κάθε κανόνα ή πρότυπο του ευρωπαϊκού δικαίου προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Πρόκειται δυστυχώς για άλλον ένα τομέα όπου πιστοποιείται σταθερή απομάκρυνση της χώρας από τις αρχές ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου.
Η Επιτροπή απειλεί ευθέως, για δεύτερη φορά μετά το 2011, την Ελλάδα με διεθνή εξευτελισμό μέσω δημόσιας σχετικής δήλωσής της, επειδή η χώρα αρνείται επίμονα εδώ και 2 δεκαετίες να συμμορφωθεί με τα ευρωπαϊκά πρότυπα για τη μεταχείριση των κρατουμένων. Σε τέτοια προειδοποίηση η CPT έχει προβεί από το 1992 έως σήμερα σε βάρος μόνον πέντε χωρών (Ρωσία, Τουρκία, Βουλγαρία, Βέλγιο και Ελλάδα).
Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕλΕΔΑ) έχει εδώ και καιρό εντοπίσει τα ζητήματα που προμήνυαν αυτή τη θλιβερή εξέλιξη.
Για τον λόγο αυτό, μεταξύ άλλων, πραγματοποίησε σχετικό κύκλο συζητήσεων στις 14 Απριλίου 2022, με τίτλο «Η έκτιση των ποινικών κυρώσεων σήμερα: Δικαιώματα κρατουμένων, στόχοι και αστοχίες του εγκλεισμού και η προοπτική των εναλλακτικών μέτρων στην Ελλάδα και στις 16 Ιουνίου 2022 με τίτλο« Η κοινωνική επανένταξη ξεκινάει από τη φυλακή
Κεντρικός άξονας των συζητήσεων ήταν η αποτίμηση της παρούσας κατάστασης των ελληνικών φυλακών και των σχετικών σοβαρών επισημάνσεων της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης (Μάρτιος 2022), η επανεξέταση του μοντέλου έκτισης των ποινών στην Ελλάδα, η επί της ουσίας απενεργοποίηση των εναλλακτικών της κράτησης μέτρων και η παρατηρούμενη τα τελευταία χρόνια βίαιη απομάκρυνση από τον βασικό πανευρωπαϊκά στόχο της ομαλής επανένταξης η οποία πρέπει να ξεκινά μέσα από τη φυλακή.
Βασικά συμπεράσματα των συζητήσεων αυτών ήταν ενδεικτικά :
• Το έλλειμμα ενός μακροπρόθεσμου και αποτελεσματικού στρατηγικού σχεδιασμού για το σωφρονιστικό σύστημα. Η CPT στις καταληκτικές της παρατηρήσεις επισημαίνει ότι το θεμελιώδες ερώτημα για το τι είδους σωφρονιστικό σύστημα θέλει να διαθέτει η Ελλάδα δεν έχει διερευνηθεί. Μόλις απαντηθεί ολοκληρωμένα το ερώτημα αυτό, πρέπει να διατεθούν και απαιτούμενοι οι πόροι για την υλοποίησή του.
• Η διαπίστωση ότι οι νομοθετικές πρωτοβουλίες των τελευταίων ετών εξαντλήθηκαν στην αναστολή του θεσμού της κοινωφελούς εργασίας, σε εκ νέου αυστηροποιήσεις ποινών, μετά τον εξορθολογισμό τους που επιχειρήθηκε με τον νέο Ποινικό Κώδικα το 2019, σε αυστηροποίηση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση αδειών, την υπό όρους απόλυση των κρατουμένων και την μεταγωγή σε αγροτικές φυλακές. Αυτές οι πρωτοβουλίες έβαλαν τέλος σε κάθε ελπίδα για αξιοπρεπή διαβίωση των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές και κυρίως για ομαλή επανένταξή τους και, άρα, για καταπολέμηση της υποτροπής. Στην έκθεση της CPT σημειώνεται επιπλέον με έμφαση ότι οι προαναφερόμενες αλλαγές αναμένεται να επιτείνουν δραστικά τον υπερπληθυσμό.
• Το δεδομένο ότι ελλείπει εντελώς κάθε σχεδιασμός για την ουσιαστική αξιοποίηση των εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, όπως είναι η κοινωφελής εργασία, η ηλεκτρονική επιτήρηση, η ημιελεύθερη διαβίωση, η εφαρμογή των οποίων όχι μόνο θα συμβάλλει αυτονόητα στην μείωση του υπερπληθυσμού αλλά σηματοδοτεί ένα μοντέλο έκτισης ποινών προσανατολισμένο στην ομαλή επανένταξη και όχι στον μακροχρόνιο εγκλεισμό. Στην ίδια κατεύθυνση κοινή διαπίστωση είναι η διαχρονική απαξίωση και θλιβερή υποστελέχωση των Υπηρεσιών Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής: αντί η αρμοδιότητά τους να επεκταθεί σε όλες τις περιπτώσεις υπό όρους απόλυσης, ηλεκτρονικής επιτήρησης και άδειας απουσίας, τους έχει κατ’ ουσίαν αφαιρεθεί το βασικό τους αντικείμενο, δηλαδή η υποστήριξη κατά το στάδιο της κοινωφελούς εργασίας. Η CPT αξιώνει να δοθεί έμφαση στα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και υπογραμμίζει ότι ο υπερπληθυσμός δεν είναι ένα πρόβλημα που λύνεται με το χτίσιμο νέων φυλακών, όπως παγίως δείχνουν να πιστεύουν οι κυβερνώντες.
• Η απουσία στοχευμένων προγραμμάτων για την ομαλή επανένταξη μέσα στη φυλακή ή μέριμνας για την πρόσβαση των αποφυλακιζομένων στην αγορά εργασίας ιδίως δια της πληθώρας απαρχαιωμένων κωλυμάτων για την επαγγελματική τους επανένταξη.
Σε μια τέτοια συνθήκη τα δικαιώματα των κρατουμένων δεν μπορεί παρά να τελούν υπό διαρκή αμφισβήτηση και κίνδυνο. Για τον λόγο αυτό άλλωστε η ΕλΕΔΑ εξέδωσε κείμενο σχετικά με την θέσπιση αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος για την προστασία των κρατουμένων από τις γενικές συνθήκες κράτησης.
Τα δομικά αυτά προβλήματα που μαστίζουν τις ελληνικές φυλακές εδώ και δεκαετίες δεν μπορούν πλέον να επιλυθούν από τη δραστηριοποίηση ενός μόνο υπουργείου, πολλώ δε μάλλον αν αυτό είναι το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Η CPT επισημαίνει ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί από την Κυβέρνηση στο σύνολό της, μαζί με το ελληνικό κοινοβούλιο και το δικαστικό σώμα καθώς και ότι «η μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού συστήματος είναι ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο που πρέπει να συμβαδίζει με την επείγουσα βελτίωση της καθημερινής ζωής των κρατουμένων».
Οκ
Παρατηρήσεις επί του ΣχΝ «Αναμόρφωση και εκσυγχρονισμός Σωφρονιστικού Κώδικα – Τροποποιήσεις στον ν. 2776/1999»
Οι αρχές της νομιμότητας και της ισότητας κατά τη μεταχείριση των κρατουμένων (άρ. 2 και 3 ΣΚ), οι οποίες εξειδικεύονται στην επιταγή της διασφάλισης του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των κρατουμένων (άρ. 2 παρ. 1 ΣΚ) και στην απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων (άρ. 3 παρ. 1 ΣΚ) συνιστούν θεμελιώδεις αρχές που διαπνέουν τον ισχύοντα Σωφρονιστικό Κώδικα (ΣΚ).
Υπό αυτό το πνεύμα, το σωφρονιστικό δίκαιο πρέπει να αντιμετωπίζεται από τον μελετητή του δικαίου και τον εθνικό νομοθέτη ως τμήμα του ποινικού δικαίου εν ευρεία εννοία. Έτσι, κατά τη θέσπιση των διατάξεων του ΣΚ είναι ανεπίτρεπτο να μην λαμβάνεται υπόψιν από τον εθνικό νομοθέτη ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, ιδίως τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των κρατουμένων, όπως προστατεύονται από το άρθρο 9 Α του Συντάγματος και πέραν αυτού από το άρθρο 16 παρ. 1 ΣΛΕΕ και το άρθρο 8 παράγραφος 1 (Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα) σε συνδυασμό με το άρθρο 7 (Σεβασμός της Ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) του ΧΘΔΕΕ.
Εξάλλου, μετά τις πρόσφατες εξελίξεις με την υιοθέτηση της Οδηγίας ΕΕ 2016/680 (εφεξής: Αστυνομική Οδηγία) για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρχές επιβολής του νόμου, όπως η Αστυνομία, οι εισαγγελικές αρχές και τα ποινικά δικαστήρια και τη μεταφορά της Αστυνομικής Οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη με το ν. 4624/2019 (Α΄137) δημιουργούνται στο τομέα της ποινικής δικονομίας και συνακόλουθα και στο σωφρονιστικό δίκαιο νέες υποχρεώσεις που απορρέουν ειδικότερα από το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης (βλ.Baier: Einfluss des europäischen Rechts auf den Justizvollzugsdatenschutz, ZD 2019, 545). Τούτο διότι, δεν αμφισβητείται ότι στο πεδίο εφαρμογής της Αστυνομικής Οδηγίας ( βλ. άρθρα 1 και 2 ), όπως ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με το άρθρο 43 του ν. 4624/2019, εμπίπτει και η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από δημόσιες αρχές, όταν αυτές είναι αρμόδιες για την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων (BeckOK Strafvollzug NRW/Kunze, 16. Ed. 1.12.2021, JVollzDSG, NRW, § 1 Rn. 4-11) δηλαδή από τον αρμόδιο εισαγγελέα (βλ. άρθρο 4 παρ.2 ΣχΝ και άρθρο 3 παρ. 2 ΣΚ, Α΄291) και τα σωφρονιστικά καταστήματα κράτησης της ελληνικής επικράτειας, όπως αυτά ορίζονται στο ΣχΝ ( βλ. άρθρο 20 ΣχΝ και άρθρο 19 ΣΚ).
Ωστόσο, για άλλη μία φορά στο υπό διαβούλευση ΣχΝ με τον τίτλο «Αναμόρφωση και εκσυγχρονισμός Σωφρονιστικού Κώδικα – Τροποποιήσεις στον ν. 2776/1999» αλλά και στην έκθεση συνεπειών ρύθμισης που το συνοδεύει, ουδόλως γίνεται μνεία σχετική με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όχι μόνο των κρατουμένων, αλλά ούτε και των επισκεπτών τους ή και των νομικών παραστατών τους ( δικηγόρων τους), έστω και δια της παραπομπής νομοθέτησης. Σπεύδω σε αυτό το σημείο να διευκρινίσω ότι και αυτή η επιλογή της δια παραπομπής νομοθέτησης με αναφορές στις διατάξεις ΓΚΠΔ ή του ν. 4624/2019 δεν αποτελεί δόκιμο τρόπο νομοθετικής ρύθμισης. Τουναντίον, η κατά τον τρόπο αυτό νομοθέτηση αποπροσανατολίζει και ουδόλως εισφέρει στο αίσθημα ασφάλειας δικαίου. Συχνά-πυκνά, συγχέεται ανεπιτρέπτως το πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ με εκείνο της Αστυνομικής Οδηγίας. Άλλοτε πάλι η παραπομπή γίνεται σε άσχετα νομοθετήματα, τα όποια πόρρω απέχουν από την επιχειρούμενη νομοθέτηση. Και μπορεί λ.χ. στο άρθρο 4 του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας Γενικών Καταστημάτων Κράτησης τύπου Α΄ και Β΄ (Β΄463/2003) να ανευρίσκεται διάταξη η οποία επιγράφεται προστασία προσωπικών δεδομένων των κρατουμένων με γενικόλογη παραπομπή στον ν. 2472/1997. Ωστόσο, η διάταξη αυτή έχει καταστεί προφανώς ανεπίκαιρη. Παρόμοια ανεπίκαιρη αναφορά στον ήδη καταργηθέντα ν. 2472/1997 περιλαμβάνεται και στο άρθρο 4 του πιο πρόσφατου αντίστοιχου Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας Αγροτικών Καταστημάτων Κράτησης (Β΄760/2019). Τονίζεται ότι και οι δύο διατάξεις αφορούν στην προστασία δεδομένων προσωπικών χαρακτήρα μόνο κρατουμένων και όχι επισκεπτών, πληρεξουσίων δικηγόρων κλ.π..
Ως γνωστόν για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα απαιτείται η πρόβλεψη νομικών βάσεων, οι οποίες πρέπει να είναι διατυπωμένες με σαφήνεια και ακρίβεια και η εφαρμογή τους να είναι προβλέψιμη για όσους υπόκεινται σε αυτές, όπως απαιτείται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ (άρθρο 8 παρ. 2 ΕΣΔΔ(…«να προβλέπεται από το νόμο»…). Θα πρέπει οι νομικές αυτές βάσεις να προβλέπουν τουλάχιστον τους στόχους επεξεργασίας, τις κατηγορίες των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία, τους σκοπούς της επεξεργασίας και τις διαδικασίες για τη διατήρηση της ακεραιότητας και της εμπιστευτικότητάς τους καθώς και τις διαδικασίες για την καταστροφή τους, παρέχοντας ως εκ τούτου επαρκείς εγγυήσεις κατά του κινδύνου κατάχρησης και αυθαιρεσίας (πρβλ. Αιτ.Σκ. 33 Αστυνομικής Οδηγίας).
Εξάλλου, δεν είναι αυτονόητο ότι οι δημόσιοι φορείς μπορούν να διαβιβάζουν μεταξύ τους αδιάκριτα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ειδικότερα δε, όταν ο σκοπός για τον οποίο διαβιβάζονται αυτά περαιτέρω δεν είναι ίδιος με τον (αρχικό) σκοπό συλλογής τους (βλ. άρθρο 26 σε συνδυασμό με άρθρο 24 ν. 4624/2019, τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά στο πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ). Εν προκειμένω απαιτούνται, λοιπόν, ειδικές νομικές βάσεις επεξεργασίας. Εξάλλου, στην ιστορική απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου» ΟΣΔ (Bundesverfassungsgericht-BVerfG) γνωστή ως ‘Volkszählungsurteil’έγινε αναλυτικά αναφορά στη θεμελιώδη αρχή της πληροφορικής αυτοδιάθεσης (informationelle Selbstbestimmung), που συνάγεται από το γενικό δικαίωμα της προσωπικότητας (άρθρα 2 παρ. 1, 1 παρ. 2 του Θεμελιώδους Νόμου-GG). Χαρακτηριστικό είναι ότι στην εν λόγω απόφαση το Συνταγματικό Δικαστήριο επικαλέστηκε τη λεγόμενη αρχή της ‘πληροφορικής διάκρισης των εξουσιών’ (informationelle Gewaltenteilung). Σύμφωνα με την αρχή αυτή δεν είναι νοητή η ‘πληροφορική ενότητα’ της δημόσιας διοίκησης. Ακόμη και στο πλαίσιο του ίδιου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου είναι αναγκαία η διάκριση μεταξύ διαφόρων λειτουργιών και αρμοδιοτήτων. Συνεπώς, η ανταλλαγή των δεδομένων μεταξύ των διαφορετικών διοικητικών υπηρεσιών του ιδίου νομικού προσώπου επιτρέπεται, εφόσον προβλέπεται ρητά από ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση. Συμπερασματικά, ως προς το ζήτημα αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι στον Δημόσιο Τομέα η διοίκηση δεν αντιμετωπίζεται ενιαία για κάθε πράξη επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επομένως, η κάθε επεξεργασία απαιτεί τη δική της νομική βάση, όταν διαβιβάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από έναν φορέα του Δημοσίου σε έναν άλλον φορέα.
Πρέπει, λοιπόν, να υπογραμμιστεί και πάλι ότι για κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα απαιτείται ειδική νομική βάση (αρχή της ειδικότητας). Πολλώ δε μάλλον που οι επεξεργασίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρχές επιβολής του νόμου (εισαγγελικές και δικαστικές ποινικές αρχές) επεμβαίνουν στον πυρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων. Για παράδειγμα το άρθρο 47 του ν.4624/2019 που προβλέπει ότι όταν η επεξεργασία δεδομένων γίνεται για άλλους σκοπούς, δηλαδή όχι για τους σκοπούς της ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης του εγκλήματος, απαιτεί ειδική πρόβλεψη. Κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη το πρώτο εδάφιο του ως άνω άρθρου 47 δεν εισάγει νομική βάση επεξεργασίας. Προβλέπει, απλώς διάταξη για την επιτρεπτικότητα της επεξεργασίας για άλλους σκοπούς στο πλαίσιο της ανίχνευσης, διερεύνησης, δίωξης κ.λπ. του εγκλήματος. Και εδώ οι τομεακές ρυθμίσεις παρέχουν τη νομική βάση επεξεργασίας για άλλους σκοπούς. Εξάλλου, είναι γνωστό σε όλους μας ότι οι επεξεργασίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρχές επιβολής του νόμου δεν γίνονται πάντα αυστηρά στο πλαίσιο της ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης του εγκλήματος, αλλά εξυπηρετούν και άλλους σκοπούς, λ.χ. διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε άλλους δημόσιους φορείς (για την εκτέλεση των ποινών, για την απονομή χάριτος κ.λπ. ), όταν αυτό επιβάλλεται από το νόμο (άρθρο 47 εδάφιο β΄ ως άνω νόμου).
Υπό το φως των ανωτέρω και επιγραμματικώς θα πρέπει οπωσδήποτε στο ΣχΝ:
α)να τεθεί νομική βάση με την οποία ρητώς θα προβλέπεται ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι επιτρεπτή μόνο για τις ανάγκες του σωφρονισμού των κρατουμένων και με τήρηση των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας,
β)να προβλεφθεί ρητά ειδική νομική βάση για τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και για άλλους σκοπούς (π.χ. ο ΟΚΑΝΑ είναι ν.π.ι.δ. και άρα τυχόν διαβιβάσεις σε αυτόν ή από αυτόν δεν εντάσσονται στις συνήθεις διαβιβάσεις μεταξύ φορέων του δημόσιου τομέα, ασφαλιστικές εταιρείες κλ.π.).
γ) να τεθεί ειδική νομική βάση επεξεργασίας δεδομένων για επιστημονικούς σκοπούς, οι οποίοι άλλωστε, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παρεμποδίζονται, και είναι ένα ζήτημα το οποίο επιβάλλεται να το ρυθμίσει ο Έλληνας νομοθέτης στο πλαίσιο του Σωφρονιστικού Κώδικα. Αναφερόμαστε σε ανωνυμοποιημένες αποφάσεις σε νομικό τύπο – BGH, Beschluss vom 20.6.2018 [5 AR(Vs) 112/17], NJW 2018.3123, ανωνυμοποιημένα αντίγραφα ατομικών φακέλων κρατουμένων για χρήση τους από εκπαιδευτικά ιδρύματα όπως η Σχολή αξιωματικών ΕΛΑΣ, η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών κ.λπ., σύμφωνα με το άρθρο 48 ν. 4624/2019. Χρήσιμο θα ήταν να προβλεφθεί, ακόμη, ειδική νομική βάση για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπό διαφορετικό από αυτόν που συλλέχθηκαν και ειδικότερα για σκοπούς διεξαγωγής επιστημονικής έρευνας, σύμφωνα με την αρχή της εμπιστευτικότητας σε δημόσια πανεπιστημιακά και σε ερευνητικά κέντρα που λειτουργούν υπό τη μορφή ΝΠΔΔ (λ.χ. το ΚΕΜΕΑ). Πρόκειται για αναγκαίες ρυθμίσεις που συμβάλλουν στην προαγωγή της επιστημονικής έρευνας, ειδικώς όταν η ανωνυμοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι δυνατή ή απαιτεί δυσανάλογη προσπάθεια και έξοδα, ή δυσχεραίνει την επιστημονική έρευνα. Επισημαίνεται, ακόμη, ότι η επιστημονική έρευνα κρίνεται απολύτως αναγκαία από δικαιοπολιτικής άποψης και δη για τον εκσυγχρονισμό του σωφρονιστικού συστήματος στη χώρα μας και τη συμπόρευσή του με το ενωσιακό και διεθνές κεκτημένο στα δικαιώματα των κρατουμένων των φυλακών,
δ) να ληφθεί υπόψιν ότι η εν θέματι επεξεργασία κατά κανόνα αφορά σε ευαίσθητα δεδομένα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 9 ΓΚΠΔ και 44 του ν. 4624/2019,(συμπεριλαμβανόμενων και βιομετρικών, όπως λ.χ φωτογραφίες κρατουμένων) και άρα η επεξεργασία τους ενέχει υψηλότερο κίνδυνο για το υποκείμενο των δεδομένων. Ενδέχεται λοιπόν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ειδικώς παρακολούθησης με τεχνικά μέσα (π.χ. βιντεοεπιτήρηση, χρήση βιομετρικών για είσοδο ή έξοδο από το κατάστημα κράτησης ή σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων) να είναι επιβεβλημένη η διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου ( βλ. άρθρο 65 ν. 4624/2019 και άρθρο 35 ΓΚΠΔ) και
ε) επιβάλλεται η λήψη τεχνικών και οργανωτικών μέτρων για την εξασφάλιση της ασφάλειας και ακεραιότητας των δεδομένων (λ.χ. ενώ στο άρθρο 51 του ΣχΝ προβλέπεται ηλεκτρονική επικοινωνία των κρατουμένων με υπολογιστές σε σημεία του καταστήματος, απουσιάζει οποιαδήποτε πρόβλεψη για λήψη τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ως προς την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα).
Επιπλέον, είναι απαραίτητη με βάση την αρχή της διαφάνειας για κάθε κατάστημα κράτησης της χώρας η υιοθέτηση ‘πολιτικής απορρήτου’, με ανάρτηση στο διαδίκτυο, με την οποία θα καθορίζεται ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο ΥΠΔ, οι νομικές βάσεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και τα δικαιώματα ενημέρωσης, πρόσβασης των υποκειμένων των δεδομένων με ανάλογη κατηγοριοποίηση, ήτοι μεταξύ κρατουμένων ή πρώην κρατουμένων, επισκεπτών του καταστήματος (ειδική μέριμνα για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των δικηγόρων θεωρείται αναγκαία), θυμάτων εγκληματικών πράξεων), εργαζομένων στα καταστήματα κράτησης, πρώην ή υποψηφίων εργαζομένων κ.λπ.) και διαγραφής μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με τους ανάλογους περιορισμούς/εξαιρέσεις που προσιδιάζουν στις ειδικές ανάγκες του εγκλεισμού και στους σκοπούς του σωφρονισμού (ειδική πρόληψη).
Το δικαίωμα στην πληροφόρηση/ενημέρωση, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, 5Α του Συντάγματος και σε πλείστα όσα διεθνή κείμενα, συνιστά αναμφισβήτητα θεμελιώδες δικαίωμα. Πράγματι, με το άρθρο 37 του ν.2776/1999 παρέχεται στους κρατούμενους το δικαίωμα ενημέρωσης/ πληροφόρησης, όχι όμως και μέσω διαδικτύου. Ωστόσο, μετά τις αποφάσεις ΕΔΔΑ Kalda v. Estonia της 19.1.2016 Jankosvkis v. Latvia της 17.1.2017 και Ramazan Demir c. Turquie της 9.2.2021 και την αναγνώριση της σημασίας της πρόσβασης στο διαδίκτυο και για κρατούμενους σε καταστήματα κράτησης θα πρότεινα την επανεξέταση του ζητήματος και την εισαγωγή σχετικής ρύθμισης για το επιτρεπτό περιορισμένης πρόσβασης υπό αυστηρές προϋποθέσεις (λ.χ. για λόγους εκπαίδευσης), προκειμένου να ευθυγραμμισθεί η εθνική νομοθεσία με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ.
Εκσυγχρονισμός του Σωφρονιστικού Κώδικα χωρίς αναφορά στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν νοείται. Όταν ευρέως συζητείται ακόμη και η υιοθέτηση μεθόδων τεχνητής νοημοσύνης στα σωφρονιστικά καταστήματα για την παρακολούθηση, προστασία και κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων, συνιστά σοβαρή παράλειψη η μη αναφορά, έστω και σημειακά στο ΣχΝ, στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Προτείνω, λοιπόν, την αποστολή του ΣχΝ στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για να γνωμοδοτήσει σχετικώς και να κατευθύνει τον εθνικό νομοθέτη, κατά το μέτρο του εφικτού.
Η επιχειρούμενη μεταρρύθμιση ας λειτουργήσει ως εφαλτήριο για την ευθυγράμμιση και αυτού του τομέα δικαίου με το δίκαιο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ευαισθητοποίηση του επισπεύδοντος Υπουργείου και σε αυτόν τον τομέα.
Σπυριδούλα Καρύδα
LL.M. University of Luxembourg
Αναπληρώτρια Πρόεδρος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την λήψη μέτρων εφαρμογής του ΓΚΠΔ και την ενσωμάτωση της Αστυνομικής Οδηγίας (ήδη ν. 4624/2019).
Από τους σκοπούς και τις στοχεύσεις του σωφρονιστικού κώδικα απουσιάζει πλήρως οποιαδήποτε αναφορά στο σωφρονιστικό προσωπικό. Αν και οι Ευρωπαϊκοί Σωφρονιστικοί Κανόνες ρητά αναφέρονται στο σπουδαίο δημόσιο λειτούργημα των σωφρονιστικών υπαλλήλων, το προσχέδιο του νέου κώδικα δεν αναφέρει κάποια συγκεκριμένη στόχευση για την ανάδειξη του ρόλου και την θωράκιση του λειτουργήματος του σωφρονιστικού προσωπικού όλων των κλάδων και ειδικοτήτων μέσα στις Φυλακές.
Σωφρονιστικά καταστήματα, χωρίς σωφρονιστικούς υπαλλήλους ΔΕΝ υπάρχουν και κάθε νομοθετική παρέμβαση είναι καταδικασμένη να αποτύχει, αν μέσα σε όλα δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τους εργαζόμενους.
Στο δια ταύτα: το προσχέδιο του νέου σωφρονιστικού κώδικα έχει κάποια στόχευση για το σωφρονιστικό προσωπικό; Και αν ναι, γιατί δεν αναφέρεται ρητά στους σκοπούς ;