1. Συνιστάται «Ελληνική Υπηρεσία Διερεύνησης Ναυτικών Ατυχημάτων και Συμβάντων – ΕΛΥΔΝΑ», με έδρα τον Πειραιά και αρμοδιότητα τη διερεύνηση ναυτικών ατυχημάτων και συμβάντων, σύμφωνα με τον «Κώδικα Διερεύνησης Ατυχημάτων» και τις διατάξεις του παρόντος. Στις διεθνείς σχέσεις της Ελληνικής Υπηρεσίας Διερεύνησης Ναυτικών Ατυχημάτων χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος «Hellenic Bureau for Marine Casualties Investigation – ΗΒΜCΙ».
2. Η Υπηρεσία έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και εποπτεύεται από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη.
3. Η Υπηρεσία είναι λειτουργικά και οργανωτικά ανεξάρτητη από τους φορείς και τις υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένοι με την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας (maritime safety) και την ασφάλεια από μη νόμιμες ενέργειες (maritime security) των πλοίων και κυρίως τον έλεγχο της θαλάσσιας κυκλοφορίας, της σωστής λειτουργίας και αξιοπλοΐας αυτών, την πιστοποίηση και έκδοση πιστοποιητικών πλοίων, την εκτέλεση πλόων, τη χορήγηση αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας, αδειών και πιστοποιητικών ναυτικών και την εκμετάλλευση και λειτουργία λιμένων. Επίσης, η Υπηρεσία είναι ανεξάρτητη από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, του οποίου τα συμφέροντα θα μπορούσαν να έλθουν σε σύγκρουση με την αποστολή που έχει ανατεθεί σε αυτήν.
4. Η Υπηρεσία είναι οργανωμένη σε επίπεδο Διεύθυνσης, ελέγχεται από τον Προϊστάμενο, διοικείται και οργανώνεται από το Διευθυντή και αποτελείται από τα ακόλουθα Τμήματα:
α. Τμήμα Α΄ – Τεχνικής Διερεύνησης,
β. Τμήμα Β΄ – Μελετών, Εφαρμογών και Στατιστικής Ανάλυσης.
γ. Τμήμα Γ΄ – Διοικητικής, Οικονομικής και Νομικής Υποστήριξης.
5. Η Υπηρεσία στελεχώνεται με δέκα (10) θέσεις διερευνητών για το Τμήμα Α΄ και με οκτώ (08) θέσεις προσωπικού για τα Τμήματα Β΄ και Γ΄, αντίστοιχα. Χρέη Τμηματαρχών των παραπάνω Τμημάτων εκτελούν οι οριζόμενοι με διαταγή του Διευθυντή.
6. Ο Προϊστάμενος είναι Δικαστικός λειτουργός, ο οποίος φέρει το βαθμό του Εφέτη ή Αρεοπαγίτη εν ενεργεία, με γνώση της αγγλικής γλώσσας και ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με [διετή ή τριετή] παραμονή και δυνατότητα ισόχρονης ανανέωσης της θητείας του για μια μόνο φορά. Η θέση του Προϊσταμένου είναι αποκλειστικής απασχόλησης, κατά τη διάρκεια δε αυτής ο Προϊστάμενος τελεί σε αναστολή της επαγγελματικής του δραστηριότητας και εφόσον είναι μέλος Δ.Ε.Π.Α.Ε.Ι., σε άδεια που του χορηγείται κατά το άρθρο 17 παρ. 4 περίπτωση α΄ του ν. 1268/1982 (Α΄87) και στις αρμοδιότητες του περιλαμβάνονται ιδίως:
α. Η εποπτεία της εξέτασης των υποθέσεων διερεύνησης ναυτικών ατυχημάτων και συμβάντων.
β. Ο έλεγχος της δράσης της Υπηρεσίας για την εκπλήρωση της αποστολής της.
γ. Η έγκριση του πλαισίου των διαδικασιών υπό τις οποίες θα ενεργεί η Υπηρεσία.
δ. Η πρόβλεψη και διαπίστωση των αναγκών και των προβλημάτων, που αφορούν στο έργο της Υπηρεσίας και η μέριμνα για την αντιμετώπισή τους.
ε. Η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της λειτουργίας της Υπηρεσίας ως προς την επίτευξη του σκοπού σύστασής της και η εισήγηση των απαραίτητων διορθώσεων και προσαρμογών προς τον Υπουργό ΠτΠ.
στ. Η εκπροσώπηση της Υπηρεσίας επί γενικών θεμάτων, καθώς και η ενημέρωση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σχετικά με ένα ναυτικό ατύχημα ή συμβάν και την εξέλιξη της διερεύνησης αυτού. Με απόφαση του Προϊσταμένου, δύνανται να εκχωρούνται αρμοδιότητές του στο Διευθυντή της Υπηρεσίας.
7. Ο Διευθυντής είναι Ανώτερος Αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, διαθέτει τουλάχιστον πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας και ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, μετά από πρόταση του Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, με καθήκοντα αποκλειστικής απασχόλησης, με διετή παραμονή και δυνατότητα ανανέωσής της θητείας του για ένα έτος επιπλέον. Στις αρμοδιότητές του περιλαμβάνονται ιδίως:
α. Η σχεδίαση του πλαισίου των διαδικασιών υπό τις οποίες θα ενεργεί η Υπηρεσία.
β. Η διεύθυνση και οργάνωση των εργασιών της Υπηρεσίας και ο προγραμματισμός και οργάνωση των εργασιών του προσωπικού της.
γ. Η καθοδήγηση και ο συντονισμός των δράσεων της Υπηρεσίας για την εκπλήρωση της αποστολής της.
δ. Η εισήγηση και πρόκληση των αποφάσεων του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας.
ε. Η κατανομή του προσωπικού της Υπηρεσίας στα επιμέρους Τμήματα.
στ. Η ανάθεση αρμοδιοτήτων και καθηκόντων στο προσωπικό της Υπηρεσίας στα πλαίσια του παρόντος.
ζ. Η μέριμνα για την εκπαίδευση, αρτιότερη κατάρτιση και καλύτερη απόδοση του προσωπικού.
η. Ο συντονισμός των συνεργασιών με άλλους σχετικούς ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς και αντίστοιχες υπηρεσίες, καθώς και με συναρμόδιες ελληνικές υπηρεσίες στο πλαίσιο του παρόντος.
θ. Ο καταλογισμός ευθυνών στους διερευνητές ή στο προσωπικό της Υπηρεσίας για εσφαλμένες ενέργειες, παραλείψεις και παραπτώματα.
ι. Η εκπροσώπηση της Υπηρεσίας επί τεχνικών θεμάτων ή η ανάθεση της εκπροσώπησης αυτής σε εξειδικευμένα στελέχη – διερευνητές της Υπηρεσίας.
8. α. Στο Τμήμα Α΄- Τεχνικής Διερεύνησης, υπηρετούν αξιωματικοί ΛΣ μέχρι το βαθμό του Αντιπλοιάρχου ΛΣ, ή πολιτικοί υπάλληλοι του δημοσίου κάτοχοι πτυχίου Ακαδημιών Εμπορικού Ναυτικού Πλοιάρχων ή Μηχανικών, Ανώτατων Πολυτεχνικών Σχολών ή Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της ημεδαπής ή ισότιμου και αντίστοιχου πτυχίου Ανωτάτων Σχολών της αλλοδαπής του οποίου το γνωστικό αντικείμενο εμπεριέχεται στα οριζόμενα της περίπτωσης (γ).
β. Οι διερευνητές έχουν πολύ καλή ή άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας και είναι αποκλειστικής απασχόλησης με πενταετή παραμονή και δυνατότητα ισόχρονης ανανέωσης της θητείας τους για μία μόνο φορά. Τοποθετούνται με απόσπαση ή μετάθεση, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων, κατόπιν απόφασης του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, εφόσον πρόκειται για προσωπικό ΛΣ – ΕΛ.ΑΚΤ, ή, για πολιτικούς υπαλλήλους του δημοσίου, κατόπιν κοινής Απόφασης του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και του οικείου αρμόδιου Υπουργού του φορέα στον οποίο υπηρετούν.
γ. Οι διερευνητές πέραν των οριζομένων στις περιπτώσεις (α) και (β), πρέπει να διαθέτουν επιστημονική γνώση και εμπειρία σε έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τομείς: Ναυσιπλοΐας και Κανόνων Αποφυγής Συγκρούσεως, κανονισμών Κράτους Σημαίας, Κανονισμών Κράτους Λιμένα, αιτιών θαλάσσιας ρύπανσης, μηχανολογίας και ηλεκτρολογίας πλοίων, μηχανολογίας πλοίων, ναυπηγικής, χημικής ανάλυσης υλικών, υγρών και αερίων, τεχνικής ανάλυσης ναυτικών ατυχημάτων και λήψης συνεντεύξεων.
9. Το προσωπικό των Τμημάτων Β΄- Μελετών, Εφαρμογών και Στατιστικής Ανάλυσης και Γ΄- Διοικητικής, Οικονομικής και Νομικής Υποστήριξης αποτελείται από στελέχη του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής ή πολιτικούς υπαλλήλους του δημοσίου, τοποθετούνται με απόσπαση ή μετάθεση κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση (β) της παραγράφου 8. Είναι αποκλειστικής απασχόλησης με τριετή παραμονή και δυνατότητα ισόχρονης ανανέωσης της θητείας τους για μία μόνο φορά.
10. Ο Διευθυντής, οι διερευνητές ή το προσωπικό της Υπηρεσίας, δύναται να επιστρέφουν στις υπηρεσίες από τις οποίες προέρχονται πριν την συμπλήρωση του οριζομένου χρόνου παραμονής τους, τη αιτήσει τους ή κατόπιν εισήγησης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας και απόφασης, κατά περίπτωση, του αρμόδιου ή των αρμοδίων Υπουργών, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση (β) της παραγράφου 8.
11. Ο προϊστάμενος, τα στελέχη και το λοιπό προσωπικό της Υπηρεσίας λαμβάνουν το μισθό και όλες τις επιπλέον τακτικές αποδοχές, καθώς και τα κάθε είδους τακτικά επιδόματα, όπως και τις αποζημιώσεις και απολαβές της οργανικής θέσης που καταβάλλονται παγίως από την υπηρεσία από την οποία αποσπώνται ή μετατίθενται και διατηρούν τα Ταμεία ασφαλίσεως τους. Μετά τη λήξη της θητείας τους επανέρχονται αυτοδικαίως στους φορείς από τους οποίους αποσπάσθηκαν ή μετατέθηκαν.
12. Στους υπηρετούντες στην Υπηρεσία, χορηγείται ειδικό δελτίο ταυτότητας, ο τύπος του οποίου καθορίζεται με Απόφαση του Υπουργού ΠτΠ.
13. Η Υπηρεσία εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο ή, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματός του, από το Διευθυντή. Επιπρόσθετα και επί τεχνικών θεμάτων, ο Διευθυντής δύναται να αναθέτει στον Τμηματάρχη του Τμήματος Διερευνήσεων ή σε εξειδικευμένα στελέχη – διερευνητές, την εκπροσώπηση της Υπηρεσίας σε ομάδες εργασίας και επιτροπές, συνεδριάσεις και συνόδους των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων Διεθνών Οργανισμών και οργάνων που προβλέπονται από διεθνείς συμβάσεις ή στις οποίες μετέχουν εκπρόσωποι αντιστοίχων οργανισμών κρατών μελών ή άλλων χωρών.
Στο άρθρο 2. αναφέρεται ότι η Υπηρεσία εποπτεύεται από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Δεν είναι προφανώς αντιληπτοί οι λόγοι εποπτείας της Υπηρεσίας αυτής από τον εν λόγω Υπουργό και ούτε βεβαίως υπάρχει σχετική αναφορά στην αιτιολογική έκθεση. Το αντικείμενο της Υπηρεσίας διερεύνησης ναυτικών ατυχημάτων δεν αφορά σε θέματα δημόσιας τάξης και δεν είναι αστυνομικής ή επιχειρησιακής φύσης. Το αντικείμενό της, όπως αναφέρεται στο κείμενο της οδηγίας και του παρόντος σχεδίου νόμου και αναλύεται τόσο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και στο κείμενο της ίδιας της επισυναπτόμενης στο παρόν αιτιολογικής έκθεσης, επικεντρώνεται στη λήψη νομοθετικών πρωτοβουλιών και διορθωτικών μέτρων κατόπιν τεχνικής διερεύνησης και εξειδικευμένης επιστημονικής ανάλυσης στοιχείων από ναυτικά ατυχήματα. Άλλωστε δεν εμπίπτει ούτε στο πεδίο αρμοδιοτήτων του ΑΛΣ-ΕΛΑΚΤ όπως καθορίστηκε με πρόσφατο νόμο.
Πλέον αρμόδιος Υπουργός για την εποπτεία της Υπηρεσίας είναι ο Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ως ο προϊστάμενος του, επί το πλείστον, διοικητικού φορέα του Κράτους Σημαίας, λόγω κυρίως του χαρτοφυλακίου της Ναυτιλίας και της αρμοδιότητας νομοθετικών πρωτοβουλιών επί θεμάτων ναυτιλίας και ειδικότερα αναφορικά με τη θαλάσσια ασφάλεια και προστασία θαλασσίου περιβάλλοντος.
Στην παράγραφο 5. προτείνεται η αντικατάσταση της λέξης «διαταγή» με τη λέξη «απόφαση», καθώς οι διοικητικές πράξεις, όπως οι τοποθετήσεις προϊσταμένων εκτελούνται με αποφάσεις και όχι με διαταγές.
Στην παράγραφο 6. ορίζεται ανώτερος δικαστικός ως Προϊστάμενος της Υπηρεσίας. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2. του άρθρου 1. και τονίζεται και στην παράγραφο 1.α. του Ι. Γενικού Μέρους της αιτιολογικής έκθεσης, οι διερευνήσεις του παρόντος δεν συνδέονται με τον καθορισμό υπαιτιότητας ή με την απόδοση ευθυνών (ποινικών, αστικών ή πειθαρχικών) και είναι ανεξάρτητες της διαδικασίας διερεύνησης που προβλέπει το ν.δ. 712/70 (Α΄237). Επομένως δεν είναι αντιληπτή η αναγκαιότητα εμπλοκής δικαστικού λειτουργού πόσο μάλλον όταν αυτός επιφορτίζεται με διοικητικά και εποπτικά καθήκοντα και δεδομένου ότι ούτως ή άλλως προβλέπεται και θέση διευθυντή. Μάλλον δημιουργείται διαρχία χωρίς πρακτικά και ουσιαστικά οφέλη, μακράν του πνεύματος του νομοθέτη και που μάλλον οδηγεί σε αύξηση της γραφειοκρατίας και καθυστέρηση λήψης αποφάσεων και εντέλει μη ευέλικτη και αποτελεσματική διοίκηση.
Προτείνεται η διαγραφή της συγκεκριμένης θέσης Προϊσταμένου και η ταύτιση της εννοιών Προϊσταμένου και Διευθυντή της Υπηρεσίας.
Στην παράγραφο 7. ορίζεται ως Διευθυντής της Υπηρεσίας ανώτερος αξιωματικός του ΑΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ. Δεν είναι αντιληπτοί οι λόγοι (και βεβαίως δεν υπάρχει οποιαδήποτε σχετική αιτιολόγηση στην αιτιολογική έκθεση) για τους οποίους ορίζεται περιοριστικά αξιωματικός του ΑΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ ως Διευθυντής της Υπηρεσίας και μάλιστα χωρίς ελάχιστα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα (όταν μάλιστα τέτοια προβλέπονται για τους υφισταμένους του), δεδομένου μάλιστα και του γεγονότος ότι η Υπηρεσία δεν αποτελεί οργανική μονάδα του ΑΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ, στο οποίο βέβαια υπηρετούν αποκλειστικά και περιοριστικά στελέχη του ΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ.
Επομένως είναι απαραίτητος αφενός ο καθορισμός ελάχιστων τυπικών και ουσιαστικών προσόντων για το Διευθυντή καθώς βέβαια και η δυνατότητα κατάληψης της εν λόγω θέσης από πολιτικούς υπαλλήλους του δημοσίου (με καθορισμένα προσόντα, όπως κατηγορία, κλάδους, ειδικότητες, βαθμό, προϋπηρεσία, επιπρόσθετα προσόντα κλπ.) ή και στελέχη ΑΛΣ-ΕΛΑΚΤ ή άλλων σωμάτων ασφαλείας αντιστοίχων καθορισμένων προσόντων. Προφανώς στην παραπάνω περίπτωση δεν μπορεί να γίνεται πρόταση τοποθέτησης από τον Αρχηγό ΛΣ-ΕΛΑΚΤ.
Επίσης, δεν είναι προφανείς, ούτε αναλύονται στην αιτιολογική έκθεση οι λόγοι περιορισμού της χρονικής διάρκειας της θητείας του Διευθυντή. Μάλλον το αντίθετο, δηλαδή η μακρόχρονη παρουσία του, εφόσον βέβαια κρίνεται ως επιτυχημένη, προσθέτει τεχνογνωσία, εμπειρία και αποτελεσματικότητα. Είναι βέβαια προφανής η αναγκαιότητα περιορισμού του χρόνου θητείας στην περίπτωση που η θέση αφορά αποκλειστικά ανώτερο αξιωματικό ΑΛΣ-ΕΛΑΚΤ με δεδομένη την ενδεχόμενη προαγωγή του σε βαθμό ανώτατου αξιωματικού.
Η υποπαράγραφος 7.θ. θα ήταν σκόπιμο να παραληφθεί ως μάλλον άστοχη και αναχρονιστική.
Στην υποπαράγραφο 8.α. δεν είναι κατανοητοί οι λόγοι αποκλεισμού από την τοποθέτηση ως διερευνητές, των υπαξιωματικών ΛΣ-ΕΛΑΚΤ και άλλων στελεχών σωμάτων ασφαλείας, πέραν των αξιωματικών ΛΣ_ΕΛΑΚΤ και των πολιτικών υπαλλήλων. Δεν είναι επίσης κατανοητοί οι λόγοι περιορισμού του βαθμού των αξιωματικών ΛΣ-ΕΛΑΚΤ μέχρι και αυτόν του αντιπλοιάρχου. Είναι επίσης απαραίτητο να καθοριστούν ελάχιστα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για όλους τους διερευνητές ανάλογα του υψηλού και εξειδικευμένου επιπέδου του αντικειμένου τους. Οι διερευνητές πρέπει να έχουν τουλάχιστον τα προσόντα που καθορίζονται για του επιθεωρητές Κράτους Σημαίας (“Flag State Surveyors” – IMO Res. A 996(25), cl. 27-37) ή/και τους επιθεωρητές Κράτους Λιμένα (“Port State Surveyors” – Παράρτημα VII Οδηγίας 95/21/ΕΚ (π.δ. 88/97), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει), τα οποία αποτελούν άλλωστε και τα αντίστοιχα ελάχιστα προσόντα των ελεγκτών διαχείρισης ασφάλειας των πλοίων κατ’ εφαρμογή του κώδικα ISM.
Τα αναφερόμενα προσόντα στο εν λόγω σχέδιο νόμου, δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του αντικειμένου των διερευνητών και υπολείπονται σαφώς των προαναφερομένων προσόντων των επιθεωρητών κράτους Σημαίας, Λιμένα ή ISM.
Είναι ακατανόητη η διάταξη που χρήζει ως διερευνητή κάποιον με μόνο προσόν το βαθμό αξιωματικού ΛΣ-ΕΛΑΚΤ, χωρίς καθορισμό ειδικότερων προσόντων.
Στην υποπαράγραφο 8.β. τίθεται περιορισμός στη χρονική διάρκεια απασχόλησης των διερευνητών. Προτείνεται η άρση του περιορισμού για λόγους παρόμοιους με αυτούς που αναφέρονται παραπάνω αναφορικά με σχόλια επί της παραγράφου 7.
Στην παράγραφο 9. θα πρέπει, ως αναφέρθηκε και στην περίπτωση της παραγράφου 8., να αρθούν περιορισμοί στην προέλευση του προσωπικού (πολιτικοί υπάλληλοι ή στελέχη ΛΣ-ΕΛΑΚΤ και σωμάτων ασφάλειας από όλο το δημόσιο τομέα) και στον χρονικό διάστημα θητείας. Επίσης και σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να καθοριστούν ελάχιστα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που να συνάδουν με το αντικείμενο εργασίας των στελεχών των τμημάτων αυτών.
Εκτιμώ ότι θα πρέπει να προβλεφτεί και η ύπαρξη προσωπικού με γνώσεις σε θέματα ηλεκτρονικού πολέμου και ηλεκτρονικού φάσματος για την διασφάλιση τυχόν παρεμβάσεων στα συστήματα ναυσιπλοΐας των σκαφών από έκνομες ενέργειες και την εξασφάλιση της πληρότητας της διερεύνησης.
Θεωρώ την ανάλυση/διερεύνηση ατυχημάτων ιδιαίτερα δύσκολη διαδικασία για να μπορεί να γίνει μόνο από προσωπικό που θα τοποθετηθεί με απόσπαση ή μετάθεση. Υπάρχουν ερευνητές με διδακτορικούς τίτλους στο ευρύτερο αντικείμενο της Ασφάλειας (Safety) και της Διερεύνησης Ατυχημάτων οι οποίοι θα ήταν κατάλληλοι (και σαφώς απαραίτητοι) σε μια τέτοια ομάδα. Το γεγονός ότι στη διαβούλευση ορίζεται ότι μπορεί να ζητηθεί από πανεπιστημιακά ιδρύματα η διερεύνηση ατυχημάτων φαίνεται απλά ένας συμβιβασμός. Τέτοιοι συμβιβασμοί στο θέμα της ασφάλειας έχουν ιστορικά δείξει ότι καταλήγουν σε καταστροφές και σε μεγάλα οικονομικά κόστη. Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι το κόστος πρόσληψης καταρτισμένου προσωπικού σε αυτή την ιδιαίτερα κρίσιμη υπηρεσία θα είναι πολύ μικρότερο από το κόστος που συνήθως πληρώνουν όσοι δεν μαθαίνουν από τα συμβάντα ή τα λάθη τους.. Το «learning from events» είναι επιστήμη, όχι υπηρεσιακό σημείωμα. Για την χώρα μας, που επαναλαμβανόμενα τέτοια ατυχήματα έχουν τεράστιο άμεσο και κυρίως έμμεσο (βλ.τουρισμός) κόστος, νομίζω ότι θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί στις επιλογές τέτοιου προσωπικού.