1. Για τους σκοπούς του παρόντος, νοούνται ως:
«Κώδικας του ΙΜΟ για τη Διερεύνηση Ναυτικών Ατυχημάτων και Συμβάντων» (Casualty Investigation Code – εφεξής «Κώδικας Διερεύνησης Ατυχημάτων ή Κώδικας του IMO»): ο Κώδικας των διεθνών προτύπων και των προτεινόμενων πρακτικών για τη διερεύνηση θεμάτων ασφαλείας σε ένα ναυτικό ατύχημα ή ναυτικό συμβάν», που υιοθετήθηκε με την υπ΄ αριθμ΄ 255 Απόφαση της 84ης Συνόδου της Επιτροπής Ναυτικής Ασφάλειας (Maritime Safety Committee) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (Res. 255 MSC (84)), της 16ης Μαΐου 2008 και ενσωματώθηκε στο Κεφάλαιο ΧΙ-1/6 της Διεθνούς Συμβάσεως για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (SOLAS 74) με την υπ΄ αριθμ΄ 257 Απόφαση της ίδιας Συνόδου, στην επικαιροποιημένη κάθε φορά έκδοσή του.
2. Για τους ακόλουθους όρους ισχύουν οι ορισμοί που περιέχονται στον Κώδικα του IMO, ήτοι:
α. «Ναυτικό Ατύχημα» (Marine Casualty): κάθε συμβάν ή ακολουθία συμβάντων, που κατέληξε σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα, τα οποία έλαβαν χώρα σε άμεση σύνδεση με τις λειτουργίες του πλοίου:
αα) θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό ατόμου,
ββ) απώλεια ατόμου από πλοίο,
γγ) απώλεια, τεκμαιρόμενη απώλεια πλοίου ή εγκατάλειψη πλοίου,
δδ) υλική ζημιά σε πλοίο,
εε) προσάραξη ή ανικανότητα (ακυβερνησία) πλοίου να πλεύσει ή εμπλοκή πλοίου σε σύγκρουση,
στστ) υλική ζημιά στη ναυτική εξωτερική υποδομή σε ένα πλοίο, η οποία θα μπορούσε να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο την ασφάλεια του πλοίου, άλλου πλοίου ή ενός ατόμου, ή
ζζ) σοβαρότατη ζημιά στο περιβάλλον ή ενδεχόμενο πρόκλησης σοβαρότατης ζημιάς στο περιβάλλον, η οποία προκλήθηκε από τη ζημιά ενός πλοίου ή πλοίων.
ηη) Ο όρος «ναυτικό ατύχημα» δεν περιλαμβάνει σκόπιμη ενέργεια ή παράλειψη, με την πρόθεση να προκληθεί βλάβη στην ασφάλεια πλοίου, ατόμου ή του περιβάλλοντος.
β. «Πολύ σοβαρό Ναυτικό Ατύχημα» (Very Serious Casualty): ναυτικό ατύχημα, το οποίο έχει ως συνέπεια την ολική απώλεια πλοίου ή το θάνατο ατόμου ή την πολύ σοβαρή ζημιά στο περιβάλλον. Ως συνέπεια σοβαρότατης ζημιάς στο περιβάλλον εκλαμβάνεται η ρύπανση, η οποία, όπως εκτιμάται από το επηρεαζόμενο παράκτιο Κράτος ή Κράτη ή τη Διοίκηση του Κράτους σημαίας, κατά περίπτωση, προκαλεί μείζονα επιβλαβή επίδραση στο περιβάλλον, ή θα προκαλούσε τέτοια επίδραση χωρίς τις ενέργειες πρόληψης.
γ. «Σοβαρό ναυτικό ατύχημα» (Serious Casualty), σύμφωνα με τους προσαρμοσμένους στα πρόσφατα δεδομένα ορισμούς της Εγκυκλίου 3, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, της 37ης Συνεδρίασης της Επιτροπής Ναυτικής Ασφάλειας και Επιτροπής για την Προστασία του Θαλασσίου Περιβάλλοντος του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού, είναι το ατύχημα σε πλοίο, το οποίο δεν κατηγοριοποιείται ως «πολύ σοβαρό» και αφορά πυρκαγιά, έκρηξη, σύγκρουση, προσάραξη, επαφή, σοβαρή ζημιά λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, ζημιά λόγω πάγου, ρωγμές στο κύτος ή πιθανό ελάττωμα στο εξωτερικό περίβλημα (κύτος) του πλοίου, με αποτέλεσμα:
αα) ακινητοποίηση των κυρίων μηχανών, εκτεταμένη ζημιά στους χώρους ενδιαίτησης, σοβαρότατη κατασκευαστική ζημιά, όπως εισροή από τα ύφαλα κ.λ.π., καθιστώντας το πλοίο ακατάλληλο να συνεχίσει λόγω της κατάστασής του, η οποία δεν είναι σύμφωνη με τις διεθνείς συμβάσεις, εμφανίζοντας κίνδυνο για το πλοίο, τους επιβαίνοντες ή απειλή βλάβης στο θαλάσσιο περιβάλλον,
ββ) ρύπανση ασχέτως της ποσότητας και/ή,
γγ) μηχανική βλάβη, η οποία απαιτεί ρυμούλκηση ή αρωγή από τη ξηρά.
δ. «Ναυτικό Συμβάν» (Marine Incident): κάθε συμβάν ή ακολουθία συμβάντων, το οποίο δεν εμπίπτει στην έννοια του ναυτικού ατυχήματος της περίπτωσης (α) και το οποίο συνέβη άμεσα σε σχέση με τις λειτουργίες ενός πλοίου και έθεσε σε κίνδυνο ή εάν δεν διορθωνόταν, θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια ενός πλοίου, τους επιβαίνοντες σε αυτό ή οιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή το περιβάλλον. Εντούτοις, ναυτικό συμβάν δεν περιλαμβάνει σκόπιμη ενέργεια ή παράλειψη, με την πρόθεση να προκληθεί βλάβη στην ασφάλεια ενός πλοίου, ενός ατόμου ή του περιβάλλοντος.
ε. «Διερεύνηση θεμάτων ναυτικής ασφάλειας» (Marine Safety Investigation – εφεξής «διερεύνηση»): έρευνα ή εξέταση ναυτικού ατυχήματος ή ναυτικού συμβάντος, η οποία διεξάγεται με σκοπό την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων, τη λήψη διορθωτικών ενεργειών όπου απαιτείται και την αποτροπή παρόμοιων ναυτικών ατυχημάτων ή ναυτικών συμβάντων στο μέλλον. Η διερεύνηση περιλαμβάνει τη συλλογή και ανάλυση στοιχείων, τον προσδιορισμό των αιτιωδών ή συμπτωματικών παραγόντων (causal factors) και την κατά περίπτωση διαμόρφωση συστάσεων ασφαλείας.
στ. «Αιτιώδεις ή Συμπτωματικοί παράγοντες» (Causal Factors): οι πράξεις, παραλείψεις, γεγονότα ή συνθήκες, χωρίς τις οποίες:
αα) το ναυτικό ατύχημα ή το ναυτικό συμβάν δεν θα είχε επέλθει,
ββ) δυσμενείς συνέπειες σχετιζόμενες με το ναυτικό ατύχημα ή το ναυτικό συμβάν δεν θα είχαν πιθανά επέλθει ή δεν θα ήταν τόσο σοβαρές,
γγ) άλλη πράξη, παράλειψη, γεγονός ή συνθήκη σχετιζόμενη με ένα αποτέλεσμα εκ των ανωτέρω υποπεριπτώσεων δεν θα είχε πιθανά επέλθει.
ζ. «Κύριο Κράτος Διερεύνησης» (εφεξής «Κράτος διερεύνησης»):, το Κράτος της Σημαίας του πλοίου ή το Κράτος ή τα Κράτη που αναλαμβάνουν την ευθύνη για τη διενέργεια της διερεύνησης, όπως αμοιβαία συμφωνείται σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος και τον Κώδικα Διερεύνησης Ατυχημάτων.
η. «Ουσιαστικώς Ενδιαφερόμενο Κράτος» (Substantially Interested State): ήτοι ένα Κράτος:
αα) το οποίο είναι το Κράτος Σημαίας πλοίου, που ενεπλάκη σε ναυτικό ατύχημα ή ναυτικό συμβάν, ή
ββ) το οποίο είναι το Παράκτιο Κράτος που εμπλέκεται σε ναυτικό ατύχημα ή ναυτικό συμβάν, ή
γγ) του οποίου το περιβάλλον έχει σοβαρά ή σημαντικά πληγεί εξαιτίας ναυτικού ατυχήματος ή ναυτικού συμβάντος, συμπεριλαμβανομένου του περιβάλλοντος εντός των χωρικών του υδάτων, ή
δδ) όπου οι συνέπειες ενός ναυτικού ατυχήματος ή ναυτικού συμβάντος προξένησαν ή απείλησαν σοβαρότατη βλάβη στο Κράτος ή σε τεχνητά νησιά, εγκαταστάσεις ή κατασκευές στις οποίες δικαιούται να ασκεί δικαιοδοσία, ή
εε) όπου, ως αποτέλεσμα ναυτικού ατυχήματος, υπήκοοι αυτού του Κράτους έχασαν τις ζωές τους ή υπέστησαν σοβαρούς τραυματισμούς, ή
στστ) το οποίο έχει σημαντική πληροφόρηση στη διάθεσή του, την οποία το κύριο Κράτος διερεύνησης θεωρεί χρήσιμη για τη διερεύνηση, ή
ζζ) το οποίο για κάποιον άλλο λόγο εδραιώνει / τεκμηριώνει ενδιαφέρον, που θεωρείται σημαντικό από το Κράτος διερεύνησης.
θ. «Εμπλεκόμενα μέρη σε ναυτικό ατύχημα ή ναυτικό συμβάν»: οποιαδήποτε φυσικά ή νομικά πρόσωπα εμπλέκονται με τη λειτουργία και διαχείριση πλοίου που έχει εμπλακεί σε ναυτικό ατύχημα ή ναυτικό συμβάν, όπως:
αα) ο πλοιοκτήτης ή ο διαχειριστής του πλοίου,
ββ) ο ασφαλιστικός οργανισμός του πλοίου,
γγ) ο Αναγνωρισμένος Οργανισμός (Νηογνώμονας) του πλοίου,
δδ) ο πλοίαρχος ή μέλη του πληρώματος του πλοίου ή επιβάτες του πλοίου, οι οποίοι ενδεχόμενα θίγονται,
εε) οι φορτωτές ή οι παραλήπτες του φορτίου του πλοίου,
στστ) οι αρμόδιες Υπηρεσίες του ΑΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ. και του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας,
ζζ) οι υπηρεσίες του παράκτιου κράτους στο οποίο συνέβη το ατύχημα.
3. «Ελληνική Υπηρεσία Διερευνήσεων Ναυτικών Ατυχημάτων και Συμβάντων – ΕΛΥΔΝΑ» (Hellenic Bureau for Marine Casualties Investigation – HBMCI – εφεξής «Υπηρεσία»): ο αμερόληπτος μόνιμος φορέας του Ελληνικού Κράτους, επιφορτισμένος με το έργο της διεξαγωγής διερευνήσεων σε ναυτικά ατυχήματα ή ναυτικά περιστατικά.
4. «Προϊστάμενος της Υπηρεσίας» (εφεξής «Προϊστάμενος»): ανώτερος δικαστικός λειτουργός, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 8.
5. «Διευθυντής της Υπηρεσίας» (εφεξής «Διευθυντής»): ανώτερος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 8.
6. «Διερευνητής»: αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής ή πολιτικός υπάλληλος του ΥΠτΠ ή άλλων φορέων του Ελληνικού δημοσίου, με κατάλληλα προσόντα, γνώση και εμπειρία, τα οποία τον καθιστούν ικανό να διεξάγει διερευνήσεις θεμάτων ναυτικής ασφάλειας, όπως προβλέπεται με τον παρόντα.
7. «Κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ για τη δίκαιη μεταχείριση των ναυτικών σε περίπτωση ναυτικού ατυχήματος»: οι κατευθυντήριες οδηγίες που υιοθετήθηκαν με την Απόφαση LEG 3(91) της Νομικής Επιτροπής του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού, της 27ης Απριλίου 2006, όπως εγκρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας κατά τη 296η σύνοδό της, στις 12-16 Ιουνίου 2006.
8. «Οχηματαγωγό Ro–Ro»: σύμφωνα με το άρθρο 2 του π.δ. 314/2001 (Α΄212), το θαλασσοπλοούν επιβατηγό πλοίο που διαθέτει εγκαταστάσεις φόρτωσης και εκφόρτωσης οδικών ή σιδηροδρομικών οχημάτων και μπορεί να μεταφέρει άνω των δώδεκα (12) επιβατών.
9. «Ταχύπλοο Επιβατηγό Σκάφος» :το ταχύπλοο σκάφος όπως αυτό ορίζεται στον Κανονισμό 1 του Κεφαλαίου Χ της Διεθνούς Σύμβασης για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα του 1974, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει κάθε φορά, το οποίο μπορεί να μεταφέρει άνω των δώδεκα (12) επιβατών.
10. «Συσκευή Καταγραφής Δεδομένων Ταξιδίου» (Voyage Data Recorder – εφεξής «καταγραφέας ταξιδίου»): ένα ολοκληρωμένο σύστημα, σύμφωνα με το Ψήφισμα Α.861 της 20ης Συνέλευσης του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού της 3ης Δεκεμβρίου 1997 και την Απόφαση 163, που υιοθετήθηκε κατά την 78η Συνεδρίαση της Επιτροπής Ναυτικής Ασφάλειας του Οργανισμού, το οποίο περιλαμβάνει κάθε απαιτούμενο στοιχείο διασύνδεσης με τις πηγές εισερχόμενων δεδομένων για την επεξεργασία και κωδικοποίηση, το τελικό μέσω καταγραφής, το τροφοδοτικό και την εφεδρική πηγή ενέργειας, μέσω του οποίου πληροφορίες σχετικές με τη λειτουργία του πλοίου δύναται να καταγραφούν και να ανακτηθούν με σκοπό την υποβοήθηση του έργου των διερευνητών, μετά από ένα ναυτικό ατύχημα ή ναυτικό συμβάν.
11. «Σύσταση Ασφαλείας»: οποιαδήποτε πρόταση, συμπεριλαμβανομένης και της πρότασης για σκοπούς καταγραφής και ελέγχου, προερχομένη:
α. είτε από το φορέα που διεξάγει διερεύνηση ως κύριο Κράτος διερεύνησης και βασίζεται σε πληροφορίες που προέκυψαν από τη διερεύνηση,
β. είτε, κατά περίπτωση, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που ενεργεί βάσει συνοπτικής ανάλυσης δεδομένων και των αποτελεσμάτων των διερευνήσεων ασφάλειας που διενεργήθηκαν.
12. «ΙΜΟ» (εφεξής «Οργανισμός»): Ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός του ΟΗΕ.
13. «Κράτος μέλος»: Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
14. «Κράτος Σημαίας»: Το Κράτος, τη Σημαία του οποίου φέρει ένα πλοίο.
15. «Περιοχή Έρευνας και Διάσωσης» (Search and Rescue Region): η θαλάσσια περιοχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του κεφαλαίου 6 του ν. 1844/89 (Α΄100), με το οποίο κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση για τη Ναυτική Έρευνα και Διάσωση του 1978 και συμπίπτει με την Περιοχή Πληροφοριών Πτήσεων (F.I.R.) Αθηνών.
16. «Επιτροπή»: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
17. «επιτροπή COSS»: Επιτροπή για τις Ασφαλείς Θάλασσες και την Πρόληψη Ρύπανσης από πλοία, που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΚ) 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
18. «ΥΠτΠ»: Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
19. «ΥΑΑΝ»: Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.
20. «ΑΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ.»: Αρχηγείο Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής.
21. «Αρμόδιες Υπηρεσίες των Υπουργείων ΠτΠ και ΑΑΝ»: η Διεύθυνση Ασφάλειας Ναυσιπλοΐας, η Διεύθυνση Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος, η Διεύθυνση Επιθεώρησης Πλοίων, η Διεύθυνση Ναυτικής Εργασίας, η Διεύθυνση Επιθεώρησης Πλοίων και η Διεύθυνση Ασφαλιστικών Οργανισμών του ΥΠτΠ και του ΥΑΑΝ αντιστοίχως.
22. «Αρμόδια Αρχή»: το αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Ατυχημάτων της Διεύθυνσης Ασφάλειας Ναυσιπλοΐας του Α/ΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ.
Στην παράγραφο 4. ορίζεται ανώτερος δικαστικός ως Προϊστάμενος της Υπηρεσίας. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2. του άρθρου 1. και τονίζεται και στην παράγραφο 1.α. του Ι. Γενικού Μέρους της αιτιολογικής έκθεσης, οι διερευνήσεις του παρόντος δεν συνδέονται με τον καθορισμό υπαιτιότητας ή με την απόδοση ευθυνών (ποινικών, αστικών ή πειθαρχικών) και είναι ανεξάρτητες της διαδικασίας διερεύνησης που προβλέπει το ν.δ. 712/70 (Α΄237). Επομένως δεν είναι αντιληπτή η αναγκαιότητα εμπλοκής δικαστικού λειτουργού πόσο μάλλον όταν αυτός επιφορτίζεται με διοικητικά και εποπτικά καθήκοντα και δεδομένου ότι ούτως ή άλλως προβλέπεται και θέση διευθυντή. Μάλλον δημιουργείται διαρχία χωρίς πρακτικά και ουσιαστικά οφέλη, μακράν του πνεύματος του νομοθέτη και που μάλλον οδηγεί σε αύξηση της γραφειοκρατίας και καθυστέρηση λήψης αποφάσεων και εντέλει μη ευέλικτη και αποτελεσματική διοίκηση.
Προτείνεται η διαγραφή της συγκεκριμένης θέσης Προϊσταμένου και η ταύτιση της εννοιών Προϊσταμένου και Διευθυντή της Υπηρεσίας.
Στην παράγραφο 5. ορίζεται ως Διευθυντής της Υπηρεσίας ανώτερος αξιωματικός του ΑΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ. Δεν είναι αντιληπτοί οι λόγοι (και βεβαίως δεν υπάρχει οποιαδήποτε σχετική αιτιολόγηση στην αιτιολογική έκθεση) για τους οποίους ορίζεται περιοριστικά αξιωματικός του ΑΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ ως Διευθυντής της Υπηρεσίας και μάλιστα χωρίς ελάχιστα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα (όταν μάλιστα τέτοια προβλέπονται για τους υφισταμένους του), δεδομένου μάλιστα και του γεγονότος ότι η Υπηρεσία δεν αποτελεί οργανική μονάδα του ΑΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ, στο οποίο βέβαια υπηρετούν αποκλειστικά και περιοριστικά στελέχη του ΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ.
Επομένως είναι απαραίτητος αφενός ο καθορισμός ελάχιστων τυπικών και ουσιαστικών προσόντων για το Διευθυντή καθώς βέβαια και η δυνατότητα κατάληψης της εν λόγω θέσης από πολιτικούς υπαλλήλους του δημοσίου (με καθορισμένα προσόντα, όπως κατηγορία, κλάδους, ειδικότητες, βαθμό, προϋπηρεσία, επιπρόσθετα προσόντα κλπ.) ή και στελέχη ΑΛΣ-ΕΛΑΚΤ ή άλλων σωμάτων ασφαλείας αντιστοίχων καθορισμένων προσόντων.
Ομοίως, στην παράγραφο 6. πρέπει να προστεθεί η δυνατότητα υπηρέτησης ως διερευνητή και στελεχών λοιπών σωμάτων ασφαλείας, πέραν των αξιωματικών ΑΛΣ-ΕΛΑΚΤ και πολιτικών υπαλλήλων. Επίσης, δεν παρέχεται αιτιολόγηση για τον αποκλεισμό υπαξιωματικών από διερευνητές.
Στην παράγραφο 21. μνημονεύονται οι αρμόδιες Υπηρεσίας των Υπουργείων ΠτΠ και ΑΑΝ ονομαστικά. Αφενός υπάρχουν λάθη στην απόδοση των ονομάτων (διπλή αναφορά στη Διεύθυνση Επιθεώρησης Πλοίων) και αφετέρου δεν αναφέρονται και άλλες αρμόδιες Υπηρεσίες όπως οι Διευθύνσεις Ελέγχου Διαχείρισης της Ασφάλειας Πλοίων και Λιμενικών Εγκαταστάσεων, Κανονισμών και Εποπτείας Οργανισμών, Εκπαίδευσης Ναυτικών του ΥΑΑΝ.
Με δεδομένες ενδεχόμενες μελλοντικές οργανικές και διοικητικές αλλαγές στα εν λόγω Υπουργεία, θα ήταν προτιμότερο να γίνει γενικότερη αναφορά σε Υπηρεσίες με αρμοδιότητες σχετικές με το αντικείμενο των διερευνήσεων ναυτικών ατυχημάτων ή με τις οποίες μπορεί να υπάρχουν συνέργιες ή συνεργασίες και εν πάση περιπτώσει θα μπορούσε να καθοριστούν με π.δ. τόσο οι εμπλεκόμενες Υπηρεσίες όσο και το πλαίσιο συνεργασίας.