1. Οι ένοπλοι ιδιώτες φρουροί που παρέχουν υπηρεσίες επί του πλοίου σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τελούν υπό την εξουσία του πλοιάρχου και ενεργούν μετά από εντολή του, που δίδεται αφού ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος που απειλείται για τους επιβαίνοντες, το πλοίο ή το φορτίο, ιδιαιτέρως εφόσον αυτός είναι άμεσα επικείμενος και δεν μπορεί αλλιώς να αποτραπεί, σύμφωνα με διαδικασία που καθορίζεται στο Σχέδιο Ασφαλείας του πλοίου.
2. Τα όπλα και τα πυρομαχικά των ενόπλων ιδιωτών φρουρών φυλάσσονται εντός του πλοίου σε χώρο όπου έχουν πρόσβαση από κοινού ο πλοίαρχος ή ο αντικαταστάτης του και ο επικεφαλής των ενόπλων ιδιωτών φρουρών ή ο αντικαταστάτης του που αναφέρονται ονομαστικά στην άδεια.
3. Σε περίπτωση που το πλοίο πλέει σε περιοχές εκτός των περιοχών υψηλού κινδύνου για πειρατική επίθεση δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε χρήση των όπλων και των πυρομαχικών ενόπλων ιδιωτών φρουρών, συμπεριλαμβανομένης και της συντήρησης αυτών.
4. Κατά τον διάπλου πλοίου από περιοχές υψηλού κινδύνου για πειρατική επίθεση, η χρήση των όπλων και των πυρομαχικών ενόπλων ιδιωτών φρουρών δύναται να απαγορευθεί αν, στη βάση διατιθέμενων στοιχείων για το επίπεδο ασφαλείας, δοθεί εντολή από το Αρχηγείο Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής ή από άλλη ελληνική στρατιωτική αρχή ή αλλοδαπή στρατιωτική αρχή που δρα στις περιοχές αυτές για την καταπολέμηση της πειρατείας ή αν ο πλοίαρχος δώσει προς τούτο εντολή.