1. Κατά την εξέταση των προσφυγών ο Διευθυντής της Αρχής Προσφυγών δύναται να προτεραιοποιεί αυτές που έχουν υποβληθεί από άτομα που ανήκουν στις κατηγορίες του άρθρου 16 παρ. 3.
2. Ο Διευθυντής της Αρχής Προσφυγών όταν παραλαμβάνει προσφυγές αναθέτει τους σχετικούς φακέλους σε εμπειρογνώμονες-εισηγητές και τις κατανέμει ανά Επιτροπή σύμφωνα με τα οριζόμενα στον εσωτερικό κανονισμό της Αρχής. Ο εισηγητής μελετά τον φάκελο, έχει την δυνατότητα να επικοινωνήσει με τον προσφεύγοντα ή σύμβουλό του για διευκρίνιση ή συμπλήρωση στοιχείων, συντάσσει πρόταση επι της προσφυγής και την υποβάλλει ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής Προσφυγών.
3. Ο Διευθυντής της Αρχής Προσφυγών μεριμνά για την επαρκή γραμματειακή υποστήριξη και την παροχή κατάλληλης διερμηνείας και συνεργάζεται με τους Προέδρους της κάθε Επιτροπής για την σύνταξη της ημερήσιας διάταξης σύμφωνα με τα οριζόμενα στον νόμο και στον εσωτερικό κανονισμό της Αρχής. Η ημερήσια διάταξη κοινοποιείται στα μέλη των Επιτροπών Προσφυγών έγκαιρα ώστε να έχουν πρόσβαση στους φακέλους των υποθέσεων και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν την ημέρα εξέτασης της προσφυγής. Η Αρχή Προσφυγών ενημερώνει τον προσφεύγοντα για την ημερομηνία και του τάσσει προθεσμία για κατάθεση τυχόν συμπληρωματικών στοιχείων.
4. Η εξέταση των προσφυγών πραγματοποιείται υποχρεωτικά με γραπτή διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών και εξέταση της υπόθεσης εκ του φακέλου όταν η προσφυγή αφορά αιτήσεις που η Αποφαινόμενη Αρχή έχει απορρίψει ως απαράδεκτες ή έχουν υπαχθεί στην ταχύρρυθμη διαδικασία ή έχουν εξετασθεί βάσει του άρθρου 24. Η εξέταση των προσφυγών πραγματοποιείται υποχρεωτικά με πρόσκληση για προφορική ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών όταν εξετάζονται προσφυγές κατά αποφάσεων ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις λοιπές περιπτώσεις, η εξέταση της προσφυγής πραγματοποιείται με γραπτή διαδικασία και εκ του φακέλου. Κατ’ εξαίρεση, η Επιτροπή αποφασίζει, μετά από πρόταση του εισηγητή, να προβεί σε προφορική ακρόαση του προσφεύγοντος αιτιολογώντας της πρότασή της όταν, από την εξέταση του φακέλου, διαπιστώνονται σοβαρά ερωτηματικά για την πληρότητα της πρώτης συνέντευξης, όταν ο προσφεύγων έχει υποβάλει σοβαρά νέα στοιχεία, μεταγενέστερα της πρώτης συνέντευξης ή, εν γένει, όταν κρίνει ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας είναι ιδιαίτερα περίπλοκη και χρήζει εμπεριστατωμένης νέας προφορικής ακρόασης.
5. Οι Επιτροπές Προσφυγών που συγκροτούνται και λειτουργούν στην Αρχή Προσφυγών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν.3907/2011 και των άρθρων 13 έως 15 του ν. 2690/1999 οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικά, εκδίδουν απόφαση επί των προσφυγών του άρθρου 25 εντός τριών (3) μηνών, από την ημερομηνία κατάθεσης της προσφυγής. Οι αποφάσεις συντάσσονται από τον Πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής και υπογράφονται από αυτούς.
6. Κατά την διαδικασία εξέτασης της προσφυγής εκ του φακέλου, η Επιτροπή εξετάζει τον φάκελο κάθε υπόθεσης και όλα τα στοιχεία που έχει προσκομίσει ο προσφεύγων και αποφαίνεται τελεσίδικα επί της προσφυγής. Κατ΄εξαίρεση, προσφυγές κατά αποφάσεων που απορρίπτονται στον πρώτο βαθμό ως απαράδεκτες και γίνονται δεκτές από την Επιτροπή Προσφυγών αναπέμπονται για κατ΄ουσίαν εξέταση στην αρμόδια αρχή εξέτασης.
7. Κατά τη διαδικασία εξέτασης της προσφυγής με προφορική ακρόαση του προσφεύγοντος, η Αρχή καλεί τον τελευταίο ενώπιον της Επιτροπής. Ο προσφεύγων ενημερώνεται το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία εξέτασής του και σε γλώσσα που κατανοεί για τον τόπο και την ημερομηνία εξέτασης της προσφυγής του, καθώς και για το δικαίωμά του, να παραστεί αυτοπροσώπως ή και με τον δικηγόρο ή άλλο σύμβουλό του ενώπιόν της, για να εκθέσει προφορικά, με τη βοήθεια κατάλληλου διερμηνέα, τα επιχειρήματά του και να δώσει τυχόν διευκρινίσεις. Η απουσία του προσφεύγοντος δεν κωλύει την εξέταση της προσφυγής.
8. Η απόφαση επί της προσφυγής επιδίδεται στον αιτούντα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7. Απόφαση που απορρίπτει προσφυγή τάσσει στον αιτούντα, εκτός αν αυτός είναι κρατούμενος, προθεσμία αναχώρησής του από τη χώρα εξήντα (60) ημερών.
9. Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη έχει δικαίωμα άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά των αποφάσεων της Επιτροπής Προσφυγών.
Στο άρθρο 26§5 του εν λόγω ΠΔ θεωρώ ότι υπάρχει μία ασυνέπεια ως προς την έκδοση των αποφάσεων των Επιτροπών της Αρχής Προσφυγών. Σύμφωνα με την έκθεση της Β’ Επιστημονικής Επιτροπής για τον Ν. 3907/2011, αναφέρεται στη σελ. 8 ότι: «..Ως δημόσια εξουσία νοείται η αρμοδιότητα των δημόσιων οργάνων «να θεσπίζουν κατά τρόπο μονομερή κανόνες δικαίου που υποχρεώνουν τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται χωρίς τη βούλησή τους ή και εναντίον της βούλησής τους (…), καθώς και αρμοδιότητα που συνδέεται αμέσως με την αρμοδιότητα αυτή», όπως είναι, π.χ. «η διενέργεια προπαρασκευαστικών πράξεων» (βλ. Ε. Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, τόμος Ι, 2010, αρ. 6, σελ. 5). Εξ άλλου, «η διοικητική πράξη είναι το νομικό μέσο με το οποίο ασκείται η δημόσια εξουσία από το διοικητικό όργανο για την επιδίωξη δημόσιου σκοπού (ΣΕ 2329/1996, 677/2002,1664/2009). Άσκηση δε δημόσιας εξουσίας με την έκδοση νομικών (ή υλικών) πράξεων επιτρέπεται μόνο από διοικητικά όργανα (ΣτΕ Ολ 1934/1998, Ολ 895/2008) και, σε ευρύτερη έννοια, από τα άλλα πολιτειακά όργανα, το νομοθετικό και τα δικαστήρια» (Σπηλιωτόπουλος, όπ. π., αρ. 86, σελ. 101). Εν προκειμένω, τόσο οι αρμοδιότητες της Υπηρεσίας Ασύλου (παρ. 2 του άρθρου 1 του Νσχ) όσο και οι διαδικασίες πρώτης υποδοχής (άρθρο 7 παρ. 1) παρίστανται «αναπόσπαστες από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ως έκφραση κυριαρχίας» (ΣτΕ 1511/2002, άρθρα 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος). Πράγματι, αφενός το δικαίωμα ασύλου αποτελεί, όπως ήδη αναφέρθηκε (βλ. Ι. Α), δικαίωμα κατεξοχήν του κράτους, η δε χορήγησή του συνιστά μονομερή πράξη του και φυσικό προνόμιο της κυριαρχίας του, αφετέρου τα ανωτέρω ζητήματα άπτονται της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, της ζωής, της υγείας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, καθώς και πλειάδας άλλων ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, συμφώνως προς το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Υπό το φως των ανωτέρω, είναι αυτονόητο ότι η ανάθεση σε «φορείς της κοινωνίας των πολιτών» της διεκπεραίωσης επιμέρους αρμοδιοτήτων του Γραφείου Ασύλου δεν μπορεί να αφορά πράξεις συνυφασμένες με τη διαδικασία χορήγησης ασύλου, όπως, επί παραδείγματι, η εξέταση αιτημάτων ασύλου, η διεξαγωγή συνεντεύξεων, ο εφοδιασμός με ταξιδιωτικά και νομιμοποιητικά έγγραφα κ.λπ., αν δε η διεκπεραίωση επί μέρους διαδικασιών υποδοχής άπτεται ζητημάτων προστασίας της αξίας, της ζωής και της υγείας του ανθρώπου, τελεί υπό την εγγύηση του κράτους και δεν δύναται να εκχωρηθεί (πρβλ. ΣτΕ 3946/2002, Ολ 1934/1998)». Επιπρόσθετα, σχετικά με το άρθρο 3, η Επιτροπή αναφέρει ότι « … η πράξη χορήγησης ασύλου αποτελεί έκφανση άσκησης της εθνικής κυριαρχίας..» .
Επιπρόσθετα, στη σύνθεση των Επιτροπών μετέχουν μέλη από την ΕΕΔΑ και την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες, ενώ δεν συμμετέχει κανένα δημόσιο πρόσωπο το οποίο να είναι άμεσος φορέας εθνικής κυριαρχίας (δεδομένου ότι σύμφωνα με την ανωτέρω Έκθεση δεν δύναται να υπάρχει εκχώρηση αυτής της αρμοδιότητας) προκειμένου να εκδώσει πράξεις επί των αιτημάτων ασύλου, όπως προαναφέρεται. Πρέπει δε να ληφθεί υπόψη ότι τόσο η ΕΕΔΑ όσο και η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες (για τη δεύτερη βλ. και το ρόλο της στη παρόν ΠΔ), συμμετέχουν στις εν λόγω Επιτροπές Προσφυγών, στοιχείο το οποίο δεν συνάδει με την αρχή της μεροληψίας της Διοίκησης (βλ. ενδεικτικά http://www.special-edition.gr/pdf_dioik_enim/pdf_de_53/ntaskagiannis.pdf, Ντασκαγιάν-νης, Η αρχή της αμεροληψίας στη διοίκησης) όπου, εκτός των άλλων, αναφέρει ότι «…αρχή της αμεροληψίας αποτελεί θεμελιώδη αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία αποτυπώνεται ήδη ρητά στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999, όπως ισχύει), που ορίζει ότι «τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους». Πρέπει δηλαδή να κρίνουν τις υποθέσεις των διοικουμένων αντικειμενικά και αμερόληπτα, χωρίς να επηρεάζονται από υποκειμενικούς παράγοντες (συμπάθειες, αντιπάθειες, φιλίες, έχθρες κ.λπ.) ώστε να δημιουργείται στο διοικούμενο η πεποίθηση ότι οι πράξεις που εκδίδονται από τα όργανα αυτά είναι αδιάβλητες (ΣΕ 4678/83, 1856, 2805/81, 312/80, 2593/78, 2064/71, 3350/70, 2876/68 κ.ά.). Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης τα μονομελή διοικητικά όργανα καθώς και τα μέλη των συλλογικών οργάνων της διοίκησης, δεν παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης όχι μόνον όταν έχουν είτε προσωπικό συμφέρον από την έκβαση της συγκεκριμένης υπόθεσης είτε ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους, αλλά και όταν γενικότερα είναι δυνατόν να δημιουργηθεί εύλογα η υπόνοια ότι έχουν ήδη σχηματισμένη και συνεπώς προειλημμένη γνώμη για την υπόθεση που πρόκειται να κρίνουν (ΣΕ 3370/2007, 664/2006, 2175 (Ολομ.), 2909/2004, 3846/2003, 2522/2001 (7μελ.), 3846/2000, 687, 5159/87, 270, 2593/78 κ.ά)…».
Με βάση τα παραπάνω, προτείνεται όπως τροποποιηθεί ο Ν. 3907 σχετικά με τη σύνθεση των Επιτροπών της Αρχής Προσφυγών, καθότι με την παρούσα σύνθεση ο γράφων έχει την άποψη ότι θα δημιουργηθούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα ενδεχομένως θα ήθελε ο νομοθέτης να επιλυθούν.
Συνακόλουθα, τίθεται προς τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη και ο προβληματισμός εάν με την παρούσα σύνθεση των Επιτροπών Προσφυγών, είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί οιαδήποτε πολιτική Ασύλου (είτε κρατική είτε Ενωσιακή) ή στην πράξη να εφαρμόζονται τελικά πολιτικές οι οποίες θα καθορίζονται είτε από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες είτε από την ΕΕΔΑ.