1. Οι αποφάσεις επί της αίτησης διεθνούς προστασίας συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων μεταφοράς βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 επιδίδονται στον αιτούντα με μέριμνα της αρμόδιας αρχής εξέτασης. Η επίδοση πραγματοποιείται το ταχύτερο δυνατό μετά την έκδοση της απόφασης και αφού ειδοποιηθεί ο αιτών, με κάθε πρόσφορο μέσο, προκειμένου να προσέλθει για την παραλαβή της απόφασης σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Η ειδοποίηση πραγματοποιείται, με βάση τα δηλωθέντα υπευθύνως από τον ίδιο πλέον πρόσφατα στοιχεία επικοινωνίας, με έγγραφη επιστολή, τηλεγράφημα, τηλεομοιοτυπία, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή τηλεφώνημα. Για την πράξη αυτή γίνεται από τον αρμόδιο υπάλληλο σχετική μνεία στον φάκελο του αιτούντος ή σε ειδικό βιβλίο, η οποία πρέπει να φέρει χρονολογία και ώρα διενέργειας της πράξης, το όνομα και υπογραφή του υπαλλήλου που προέβη στην ειδοποίηση και το είδος της πράξης στην οποία προέβη. Εάν ο αιτών είναι κρατούμενος ή παραμένει σε περιφερειακές υπηρεσίες Πρώτης Υποδοχής, η απόφαση παραδίδεται στον προϊστάμενο του οικείου καταστήματος ή εγκατάστασης ο οποίος μεριμνά για την άμεση επίδοση στον κρατούμενο σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή εξέτασης.
2. Εάν ο αιτών δεν ανταποκριθεί ή δεν καταστεί δυνατόν να ανευρεθεί με τα μέσα που αναφέρονται ανωτέρω στην παράγραφο 1, η επίδοση διενεργείται το αργότερο κατά την επόμενη προσέλευση του αιτούντος για ανανέωση του ειδικού δελτίου από τις αρμόδιες αρχές. Εάν ο αιτών δεν εμφανισθεί το αργότερο κατά την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήξη του δελτίου, η επίδοση θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί κατά την ημέρα αυτή. Σε κάθε περίπτωση, συντάσσεται σχετική έκθεση επίδοσης, αντίγραφο της οποίας αποστέλλεται με γραπτή επιστολή στην τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση του αιτούντος.
3. Όταν η επίδοση διενεργείται παρουσία του αιτούντος, τούτος ενημερώνεται από διερμηνέα σε γλώσσα που κατανοεί ο αιτών, μνεία δε του γεγονότος αυτού γίνεται στη σχετική έκθεση επίδοσης. Όταν η επίδοση διενεργείται με άλλο τρόπο επισυνάπτεται και έντυπο σε γλώσσα που κατανοεί ο αιτών που εξηγεί το περιεχόμενο του εγγράφου, τις συνέπειές του για τον ίδιο και τις ενέργειες στις οποίες δύναται να προβεί ο αιτών.
4. Η απόφαση που απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας αναφέρει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους της απόρριψης. Στην απορριπτική απόφαση γίνεται μνεία για την προθεσμία προς άσκηση προσφυγής, για το όργανο ενώπιον του οποίου ασκείται καθώς και για τις συνέπειες παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής.
5. Προσκλήσεις του αιτούντος από την αρμόδια αρχή εξέτασης στη συνέντευξη που αναφέρεται στο άρθρο 17 κατωτέρω και από την Αρχή Προσφυγών σε ακρόαση κατά το άρθρο 26 κατωτέρω πραγματοποιούνται με κάθε πρόσφορο μέσο, μεταξύ των οποίων όσα αναφέρονται στο εδ. (γ) της παραγράφου 1 ανωτέρω, που εξασφαλίζει ότι ο αιτών έλαβε γνώση της πρόσκλησης. Δεν απαιτείται πρόσκληση, εφόσον στον αιτούντα έχει οριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία συνέντευξης ή προφορικής ακρόασης σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και του έχει εξηγηθεί η σημασία και το περιεχόμενο των διαδικασιών αυτών. Κάθε άλλη πρόσκληση ή κλήση του αιτούντα πραγματοποιείται με τα μέσα που αναφέρονται στο εδάφιο (γ) της παραγράφου 1 ανωτέρω. Συμπληρωματικά εφαρμόζονται τα όσα ορίζονται στο άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999, ΦΕΚ 45 Τ.Α΄).
6. Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, οι αποφάσεις διακοπής εξέτασης αίτησης και οι αποφάσεις ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας κοινοποιούνται στην Διεύθυνση Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας. Επιπλέον, οι αποφάσεις των Επιτροπών Προσφυγών κοινοποιούνται στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη.
7. Όταν έχει υποβληθεί αίτηση εξ ονόματος των μελών της οικογένειας του αιτούντος, που επικαλούνται τους ίδιους λόγους, η αρμόδια αρχή απόφασης μπορεί να εκδίδει μια απόφαση που αφορά όλα τα μέλη της οικογένειας.
Ιδιαιτέρως επικίνδυνη και διατρέχουσα τον κίνδυνο να καταστεί η «αχιλλειος πτέρνα» του παρόντος νομοθετήματος η διάταξη της περ.2 της παρ. 3 (Όταν η επίδοση διενεργείται με άλλο τρόπο επισυνάπτεται και έντυπο σε γλώσσα που κατανοεί ο αιτών που εξηγεί το περιεχόμενο του εγγράφου, τις συνέπειές του για τον ίδιο και τις ενέργειες στις οποίες δύναται να προβεί ο αιτών).
Με την σημερινή πλημμυρίτιδα αιτημάτων και την συστηματική πρακτική των αιτούντων να λαμβάνουν την ροζ κάρτα (δελτίο αιτήσαντος ασύλου) και κατόπιν να εξαφανίζονται διαισθανόμενοι ότι επικείται η απόρριψη του αιτήματος τους, είναι πρακτικώς αδύνατο να προσδιοριστεί Η ΓΛΩΣΣΑ ΠΟΥ ΚΑΤΑΝΟΕΙ Ο (κάθε μεμονωμένος) ΑΙΤΩΝ, ειδικώς όταν τούτος δεν είναι παρών κατά την επίδοση του απαντητικού εγγράφου επί του αιτήματος του.Με την παρούσα μορφή της διάταξης, εμφιλωχωρεί ο κίνδυνος να κριθεί σε μεταγενέστερο χρόνο ως μη ΚΑΤΑΝΟΗΣΙΜΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΙΤΟΥΝΤΑ η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο επιδοθέν έγγραφο.Με ακριβώς τέτοια στρεψόδικα επιχειρήματα έχουν αναβληθεί επ’αόριστον (και έχουν πρακτικώς ακυρωθεί οι διαδικασίες απέλασεις χιλιάδων υπό απομάκρυνση αιτούντων, οι οποίοι είχαν λάβει απορριπτικές απαντήσεις στα σχετικά αιτήματά τους περί ασύλου).Προς τούτο θα ήτο προτιμητέο να επιλεγεί (περιοριστικώς) στο παρόν κείμενο η χρήση ΜΟΝΟ ΤΩΝ (4-5) ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΕΠΙΣΗΜΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ Ο ΟΗΕ.Γίνεται έτσι κατανοητό ότι σαφώς μένουν ακάλυπτοι δεκάδες χιλιάδες αιτούντες, αλλά από την άλλη πλευρά είναι πρακτικώς αντίθετο για την Υπηρεσία Ασύλου, να εικάσει την πιθανώς κατανοητή γλώσσα από τον αιτούντα – μην ξεχνάμε ότι χιλιάδες αιτούντες προέρχονται από μειονοτικά γλωωσικά στρώματα των χωρών καταγωγής τους, που χρησιμοποιούν δεκάδες τοπικά ιδιώματα και διαλέκτους, ενώ πολλοί εξ αυτών δεν γνωρίζουν ούτε καν αναγνωση στην μητρική τους γλώσσα.Με το να εμφανιζόμενα στα νομοθετικά μας κείμενα, βασιλικότεροι του βασιλεύως για να μην τυχόν κατηγορηθούμε ως «ρατσιστές», από τους διάφορους κατ’επάγγελμα υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχουμε οδηγήσει την χώρα μας στην σημερινή οικτρή κατάσταση.Είναι πλέον καιρός να θέσουμε ΟΡΙΑ (νόμιμα, εμφανή και ξεκάθαρα) στην όλη διαδικασία περί ασύλου, και επιτέλους να καταστήσουμε ευκρινές σε κάθε διερχόμενο από τη χώρα μας, ότι η παραμονή του εδώ, συνεπάγεται εκτός από δικαιώματα ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ,μια εκ των οποίων είναι και η έγκαιρη, αυτοπρόσωπη προσέλευσή του στις κατά τόπους υπεύθυνες αρχές για την παραλαβή της απάντησης επί του δικού του αιτήματος.
Προς τούτο, δέον είναι να τεθεί φραγμός στις διφορούμενες και ποικίλως ερμηνεύσιμες διατάξεις (από τις οποίες δυστυχώς βρίθουν οι νόμοι μας) και να δοθεί κίνητρο στους αλλοδαπούς για να προσέρχονται αυτοβούλως και να παραλαμβάνουν (εγκαίρως) την απάντηση της Ελληνικής Πολιτείας, αντί να μπαίνουμε στον φαύλο κύκλο των ατέρμονων επιδόσεων σε εικονικές διευθύνσεις κατοικίας, δικηγορικά γραφεία κτλ με εμφανή κίνδυνο να μην δοθεί ποτέ τέλος στη νομική αλληλογραφία μεταξύ Ελληνικού κράτος και αιτούντα αλλοδαπού.
Πράγματι, οι προβλέψεις για την επίδοση των προσκλήσεων για συνέντευξη του αιτούντος άσυλο των αποφάσεων είναι ικανοποιητικές καθώς διασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό ότι ο αιτών άσυλο θα ενημερωθεί πραγματικά σε γλώσσα που κατανοεί για τη συνέντευξη και την απόφαση που τον αφορούν ενώ,παράλληλα, διατηρείται μια ευελιξία στον τρόπο ενημέρωσής του. Όμως η πρόβλεψη πλασματικής επίδοσης στον αιτούντα (όταν δεν προσέρχεται να ανανεώσει την κάρτα ιατήσαντος ασύλου)είναι προβληματική καθώς,είναι γνωστό στον χώρο του ασύλου,ότι η πρόσβαση των αιτούντων άσυλο σε ορισμένες αστυνομικές διευθύνσεις (όπως,πχ.της Αττικής στην Πέτρου Ράλλη) δεν είναι η πρέπουσα και,συχνά, οι αιτούντες άσυλο που προσέρχονται για ανανεώσεις δεν παίρνουν τις ανανεώσεις τους αυθημερόν αλλά μετά από μερικές ημέρες ή και εβδομάδες. Γι’ αυτό θα ήταν προτιμότερο,προκειμένου να διασφαλίζεται η πραγματική γνώση αυτών των αιτούντων άσυλο, να υπάρξει πρόβλεψη πλασματικής επίδοσης μετά την πάροδο π.χ. ενός μηνός από την τελευταία ημέρα ανανέωσης της κάρτας του αιτούντος.
Στην παρ. 3 του αρ. 7 στην πρώτη σειρά προτείνεται να διαγραφή η λέξη ¨ο αιτών¨, καθώς είναι υπερβολή για την ελληνική γλώσσα (τούτος… ο αιτών).
Ο αιτών πρέπει να κρατείται μέχρι την περάτωση της εξέτασης της αίτησής του και της έκδοσης τελεσίδικης απόφασης. Δεν έχει νόημα η μη κράτησή του, γιατί για να εξασφαλίσει αυτός τα έξοδα διαμονής και διαβίωσης ή θα εργαστεί παρανόμως, ή θα παρανομήσει. Αλλιώς, ο καθένας, έστω και μη δικαιούμενος προστασίας, θα υποβάλει αίτηση και μετά θα εξαφανίζεται μέσα στο ανώνυμο πλήθος, χωρίς να είναι δυνατός ο εντοπισμός και επαναπατρισμός του.