Αρχική ΜεταμοσχεύσειςΆρθρο 18 (άρθρο 12 Οδηγίας 2010/53/ΕΕ) – Υγειονομικό προσωπικόΣχόλιο του χρήστη Γιούλη Μενουδάκου | 17 Μαΐου 2011, 19:23
Υπουργείο Υγείας Αριστοτέλους 17, Αθήνα 104 33 Τηλ: 2132161000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@moh.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Αφού γίνεται λόγος για παραρτήματα του ΕΟΜ, έστω και αναφορικά, οφείλω να καταθέσω μια σύντομη αλλά σημαντική ιστορική αναδρομή του μεταμοσχευτικού προγράμματος της χώρας μας καθώς φοβούμαι οτι "όποιος δεν γνωρίζει την ιστορία, ίσως την ξαναζήσει". Η πρώτη επίσημη και συντονισμένη προσπάθεια εφαρμογής μεταμοσχευτικού προγράμματος στην Ελλάδα έγινε το 1985 με τη δημιουργία της Υπηρεσίας Συντονισμού και Ελέγχου των Μεταμοσχεύσεων (Υ.Σ.Ε.), με κύριο στρατηγικό στόχο την ανάπτυξη των μεταμοσχεύσεων στη χώρα, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία και προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες της Ελλάδας. Η υπηρεσία αυτή ήρθε να καλύψει ένα σημαντικό οργανωτικό, πρακτικό και νομοθετικό κένό στον τομέα των μεταμοσχεύσεων και επέδειξε σημαντικό έργο κατά την επόμενη δεκαετία. Η ανάγκη για την ύπαρξη Τοπικών Συντονιστών Μεταμοσχέυσεων (Τ.Σ.Μ.) σε Περιφερειακό και Τοπικό επίπεδο πρωτοαναφέρεται σε έκθεση της Υ.Σ.Ε. το 1987, στην οποία αναφέρεται και η απαραίτητη χωροταξική κατανομή των Συντονιστών στον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας. Το δίκτυο των Τοπικών Συντονιστών προβλεπόταν να λειτουργήσει σε πρώτη φάση στα μεγάλα Νοσοκομεία της Περιφέρειας, όπου λειτουργούσαν Μ.Ε.Θ., ενώ στην Αττική, ανά συγκρότημα Νοσοκομείων. Επίσης σε ειδικό άρθρο εισηγήσεων της Υ.Σ.Ε. στο Υπουργείο Υγείας, αναφέρεται η ανάγκη ύπαρξης και Περιφερειακών Συντονιστών της Υ.Σ.Ε. στις υγειονομικές περιφέρειες Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Ιωαννίνων, Ηρακλείου, Καβάλας και Λάρισας. Παρά τη σαφή περιγραφή του έργου των Συντονιστών Μεταμοσχεύσεων , ο θεσμός του Συντονιστή κατοχυρώθηκε νομικά πολύ αργότερα με τον νόμο 2737/1999. Έτσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος και αυτό είχε σημαντικές επιπτώσεις στην πορεία των μεταμοσχεύσεων στην Ελλάδα. Η Περιφερειακή οργάνωση δεν επιτεύχθηκε, αφήνοντας ένα σημαντικό κενό ανάμεσα στις Μ.Ε.Θ και την Υ.Σ.Ε. Όμως η ανοδική πορεία των μεταμοσχεύσεων, όπως αυτή διαφαινόταν ότι διαγράφεται στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όχι μόνο δεν συνεχίστηκε μέσα στη δεκαετία, αλλά αντίθετα καταγράφηκε σημαντική μείωσή της. Η κύρια αιτία ήταν η αδυναμία του συστήματος να ανταπεξέλθει στις νέες απαιτήσεις. Η μη ανάπτυξη του συστήματος, του οποίου η οργανωτική δομή και λειτουργία παρέμενε στάσιμη, οδήγησαν στην αναστολή της ανοδικής πορείας των μεταμοσχεύσεων στη δεκαετία του ’90. Είναι γνωστό από τη διεθνή εμπειρία ότι η ανάπτυξη ενός συστήματος μεταμοσχεύσεων δεν είναι δυνατή, εάν δεν στηρίζεται στην ανάπτυξη αποκεντρωμένων δομών σε Τοπικό και Περιφερειακό επίπεδο. Ως πρώτη αποκεντρωμένη δομή θεωρείται διεθνώς η καθιέρωση του Τοπικού Συντονιστή Μεταμοσχεύσεων και ως επόμενη ενδιάμεση δομή, η λειτουργία Περιφερειακών Γραφείων Συντονισμού που αποσκοπούν στην ανάπτυξη προγραμμάτων δωρεάς οργάνων στους επαγγελματίες υγείας και το κοινό της κάθε υγειονομικής περιφέρειας και στην εξασφάλιση της αποτελεσματικής ροής των διαδικασιών συντονισμού σε περιφερειακό επίπεδο. Η περιφερική ανάπτυξη του συστήματος μεταμοσχεύσεων είναι επιβεβλημένη. Όλες οι χώρες με σημαντικό αριθμό δοτών (βλ. Ισπανία, Ιταλία κλπ)έχουν ένα κεντρικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων με αρμοδιότητες διοικητικές, ελεγκτικές και αναπτυξιακές. Ο συντονισμός των περιστατικών δωρεάς από τα κατά τόπους νοσοκομεία και οι καμπάνιες ενημέρωσης γίνονται από τα περιφερειακά γραφεία. Αυτή τη στιγμή ο Ε.Ο.Μ.,που λειτουργεί όλο το 24ωρο, δεν έχει πάνω από 5 άτομα προσωπικό, ενώ χρέη περιφερειακού γραφείου ασκεί το γραφείο συντονισμού του ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης με 2 άτομα προσωπικό.