Αρχική Ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισηςΆρθρο 66 Καθορισμός ποσού έκπτωσης (rebate) για τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα που προμηθεύονται τα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και οι αποκεντρωμένες μονάδες αυτών, το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, το Νοσοκομείο Παπαγεωργίου και τα νοσοκομεία του Δημοσίου οποιασδήποτε μορφήςΣχόλιο του χρήστη Δημήτρης Θεοδωρόπουλος | 15 Ιουλίου 2024, 15:43
Η επιβολή κλιμακούμενου ποσού έκπτωσης (Rebate) για την προμήθεια ιατροτεχνολογικών προϊόντων, λαμβανομένου ιδίως υπόψιν ότι οι προσφερόμενες τιμές προκύπτουν κατόπιν διαγωνιστικής διαδικασίας, πέραν του ότι έρχεται σε αντίθεση με διατάξεις του Συντάγματος αλλά και του Ενωσιακού Δικαίου, είναι επιπλέον ατελέσφορη και η εφαρμογή της πιθανότατα θα αποβεί τελικά σε βάρος των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου και του Έλληνα ασθενή. Συγκεκριμένα: 1. Όταν διενεργείται δημόσια διαγωνιστική διαδικασία για την προμήθεια ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού, η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου επέρχεται μέσω της συμμετοχής όσο το δυνατόν περισσότερων διαγωνιζομένων εταιριών, πολλώ μάλλον όταν σε όλες τις περιπτώσεις προμήθειας δημόσιων νοσοκομείων προηγείται διαγωνισμός με συγκεκριμένο προϋπολογισμό, υπέρβαση του οποίου οδηγεί αυτόματα σε απόρριψη της προσφοράς. 2. Ειδικά για την κατηγορία προμήθειας αντιδραστηρίων με «συνοδό εξοπλισμό» όπου η προσφορά γίνεται με τιμή ανά εξέταση, στην οποία συμπεριλαμβάνεται το κόστος των αναλυτών και πολλές φορές περίπλοκων προαναλυτικών συστημάτων με ψηφιακές λύσεις υγείας, διαμόρφωση χώρου, σύνδεση με LIS και HIS, κάλυψη κόστους διαπίστευσης των εξετάσεων κατά ISO 15189, καθώς και το κόστος της συντήρησης με τα ανταλλακτικά τους και άλλες απαιτούμενες υπηρεσίες και παροχές για την εκπαίδευση του προσωπικού, οι ανάδοχοι των δημοσίων συμβάσεων που θα κληθούν να καταβάλουν το rebate ενδέχεται να προβούν σε αισθητή μείωση της ποιότητας τόσο των προσφερόμενων ιατροτεχνολογικών προϊόντων καθαυτών, καθώς και των παρεπόμενων υπηρεσιών υποστήριξης των υγειονομικών φορέων, οι οποίες έως σήμερα παρέχονται χωρίς επιπρόσθετη επιβάρυνση για τον δημόσιο προϋπολογισμό, με ισχυρό κίνδυνο υποβάθμισης των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας, κατά παράβαση του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο επιβάλλει την μέριμνα του κράτους για τη λήψη μέτρων προστασίας της υγείας των πολιτών. 3. Μέσω μιας ανοιχτής, ελεύθερης διαγωνιστικής διαδικασίας, σε συνθήκες ελεύθερου και ακώλυτου ανταγωνισμού, όπου συμμετέχουν όσο το δυνατόν περισσότεροι προμηθευτές, το Δημόσιο διασφαλίζει ότι επιτυγχάνει την πλέον συμφέρουσα οικονομικά προσφορά για τα προϊόντα που προμηθεύεται. Επομένως, κύριο μέλημα του Κράτους πρέπει να είναι η διασφάλιση κανόνων υγιούς ανταγωνισμού, και η συμμετοχή πλείστων διαγωνιζομένων στις διαγωνιστικές διαδικασίες. Εκτιμούμε ότι η σχεδιαζόμενη νομοθετική ρύθμιση, με την εισαγωγή rebate σε συνέχεια μιας διαγωνιστικής διαδικασίας, νοθεύει και στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, θα απομακρύνει εταιρίες από τη συμμετοχή τους σε δημόσιους διαγωνισμούς, και θα οδηγήσει τελικά σε καταστάσεις στρέβλωσης και ολιγοπωλίων. Κάτι τέτοιο θα ήταν η χειρότερη δυνατή εξέλιξη για τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου. 4. Το rebate δημιουργεί ασάφεια και αβεβαιότητα ως προς την τελική τιμή που θα εισπράξει ο προμηθευτής από την εκάστοτε διαγωνιστική διαδικασία, διότι με την επιβολή του rebate θα υποχρεωθεί να προβεί σε ένα ποσοστό έκπτωσης, το ακριβές ύψος της οποίας του είναι άγνωστο κατά την χρονική στιγμή υποβολής της προσφοράς του. Η αβεβαιότητα αυτή, ως προς το τελικό περιθώριο κέρδους του, δημιουργεί κινδύνους για τον προμηθευτή. Για να αποσοβήσει τους κινδύνους αυτούς, ο προμηθευτής αναγκαστικά θα προσφέρει υψηλότερη τιμή στο διαγωνισμό, σε σχέση με την τιμή που τελικά θα προσέφερε εάν είχε (εκ των προτέρων) πλήρη γνώση του περιθωρίου κέρδους του. 5. Επιπλέον, εγείρεται σοβαρό ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας (άρθρο 4 Συντάγματος) και της απορρέουσας εξ’ αυτής αρχής της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων στις διαδικασίες δημόσιων προμηθειών, δεδομένου ότι οι διαγωνιστικές διαδικασίες βασίζονται σε καθορισμένους όρους και κριτήρια, με κύριο κριτήριο την επιλογή της χαμηλότερης τιμής προσφοράς. Αντίθετα, η προκείμενη ρύθμιση δεν προσδιορίζει με σαφήνεια ούτε τα ακριβή κριτήρια επιβολής του rebate (τα οποία είναι κυμαινόμενα και αόριστα) ούτε καθορίζει το ανώτατο ύψος του, δημιουργώντας συνθήκες άνισης μεταχείρισης μεταξύ των διαγωνιζομένων. Στο άρθρο 66 παράγραφος 2 αναφέρεται ότι ως βάση υπολογισμού του ποσού έκπτωσης που αντιστοιχεί σε κάθε προμηθευτή των παραπάνω προϊόντων ανά νοσοκομείο, ορίζεται ο όγκος του τζίρου ανά προμηθευτή (ΑΦΜ) ανά νοσοκομείο, του προηγούμενου τριμήνου ανεξάρτητα αν τα προϊόντα που προμηθεύει ο συγκεκριμένος προμηθευτής είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους και συμπεριλαμβάνονται σε περισσότερες συμβάσεις με κίνδυνο να επιβάλλεται αυξημένο rebate σε μια κατηγορία προμήθειας προϊόντων αλλοιώνοντας την τελική τιμή της προσφοράς του και ως εκ τούτου το αποτέλεσμα της αξιολόγησης των προσφορών ενός διαγωνισμού. 6. Παράλληλα, τίθεται ζήτημα παραβίασης της οικονομικής ελευθερίας των υποψήφιων αναδόχων (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), καθώς, δεδομένου του γεγονότος ότι το βασικό κριτήριο επιλογής αναδόχου στις διαγωνιστικές διαδικασίες είναι η επιλογή της χαμηλότερης τιμής προσφοράς, η αβεβαιότητα προσδιορισμού του ανώτατου ύψους της έκπτωσης κατά το διαγωνιστικό στάδιο ακυρώνει εν τοις πράγμασι το επιδιωκόμενο περιθώριο κέρδους των υποψηφίων αναδόχων. 7. Περαιτέρω, τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και κατ’ επέκταση της αρχής του κράτους δικαίου, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η επιβολή του rebate σε υπογεγραμμένη δημόσια σύμβαση αναδρομικά από 1.1.2024 ανατρέπει τον οικονομικό προγραμματισμό των αναδόχων, παραβιάζοντας ευθέως τους οικονομικούς όρους της διακήρυξης του διαγωνισμού, οι οποίοι κατά τον χρόνο συμμετοχής του αναδόχου στον διαγωνισμό ήταν σαφείς και συγκεκριμένοι. 8. Η αναδρομική επιβολή του rebate σε υπογεγραμμένη δημόσια σύμβαση από 1.1.2024 συνιστά παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της διαφάνειας που διέπει το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων, καθώς εισάγονται μεταγενέστερα και μονομερώς από την αναθέτουσα αρχή οικονομικές υποχρεώσεις στον ανάδοχο, οι οποίες δεν ήταν γνωστές κατά τον χρόνο διενέργειας του διαγωνισμού και σύναψης της δημόσιας σύμβασης προμήθειας.