• Σχόλιο του χρήστη 'Becton Dickinson Hellas Α.Ε.' | 17 Ιουλίου 2024, 15:12

    Επί του αναρτηθέντος σχεδίου νομοθετικής διάταξης με τίτλο «Καθορισμός ποσού έκπτωσης (rebate) για τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα που προμηθεύονται τα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και οι αποκεντρωμένες μονάδες αυτών, το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, το Νοσοκομείο Παπαγεωργίου και τα νοσοκομεία του Δημοσίου οποιασδήποτε μορφής», θέτουμε υπόψη σας τους λόγους για τους οποίους θεωρούμε ότι οι σχετικές διατάξεις θέτουν μείζονα ζητήματα νομιμότητας. Α) Εξ επόψεως διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων ιατροτεχνολογικών προϊόντων - Καταρχάς, το προτεινόμενο μέτρο, το οποίο περιορίζει την οικονομική μας ελευθερία, είναι αντίθετο με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας αφού δεν προσιδιάζει στην αγορά των ιατροτεχνολογικών προϊόντων, στην οποία η έκταση και η αξία της προμήθειας καθορίζεται μονομερώς και απολύτως δεσμευτικά από τη Διοίκηση, πραγματοποιείται δε κατόπιν διενέργειας διαδικασίας ανάθεσης διεπόμενης από τον Ν. 4412/2016, προαπαιτούμενο ανάληψης της οποίας συνιστά η κατάρτιση και τεκμηρίωση του προϋπολογισμού της σύμβασης και η δέσμευση των απαιτούμενων κονδυλίων. Η ίδια η διαδικασία ανάθεσης πρέπει να εξασφαλίζει τη δυνατότητα ανάπτυξης του βέλτιστου επιπέδου ανταγωνισμού, που θα επιτρέψει την εκτέλεση των συμβάσεων εντός του διατιθέμενου από την αναθέτουσα αρχή προϋπολογισμού και με τη χαμηλότερη ή συμφερότερη τιμή με βάση το κριτήριο ανάθεσης και όχι η μονομερής και εκ των υστέρων διαμόρφωση της τιμής των κατακυρωθέντων ειδών, κατά τρόπο μάλιστα μη προσδιορίσιμο εκ των προτέρων, αφού η βάση υπολογισμού του rebate, ήτοι η αξία των τιμολογηθέντων ειδών ανά προμηθευτή και νοσοκομείο, εξαρτάται από την ολοκλήρωση των εκκρεμών διαδικασιών παραλαβής των ειδών προηγούμενων συμβάσεων, αλλά και την ταχύτητα ωρίμανσης προηγούμενων διαδικασιών ανάθεσης. - Από την πλευρά του υποψηφίου αναδόχου, η προοπτική του rebate ενδέχεται σε πολλές περιπτώσεις να συντείνει σε συνθήκες νόθευσης του ανταγωνισμού, καθώς προμηθευτής που για πρώτη φορά ή μετά από ορισμένο διάστημα πέραν του τριμήνου συναλλάσσεται με και τιμολογεί ορισμένο νοσοκομείο θα δύναται να υποβάλλει προσφορά χωρίς λήψη υπόψη μελλοντικής έκπτωσης, περιερχόμενος σε ευμενέστερη θέση συγκριτικά προς υφιστάμενους αναδόχους συμβάσεων του ίδιου νοσοκομείου. Δεδομένης, εξάλλου, της λογικής του μέτρου, επιβαρύνονται περισσότερο οι υφιστάμενοι ανάδοχοι ή ανάδοχοι δημοσίων συμβάσεων που πρόσφατα ολοκληρώθηκαν, χωρίς ωστόσο να προβλέπεται διάκριση ως προς το είδος της διαδικασίας που οδήγησε στην ανάθεση των εν λόγω συμβάσεων, με συνέπεια να επιβαρύνονται εξίσου οι ανάδοχοι που συμμετέσχαν σε ανταγωνιστική διαδικασία ανάθεσης και εκείνοι που ανέλαβαν συμβάσεις κατόπιν απευθείας ανάθεσης. - Σε κάθε περίπτωση, έτι περαιτέρω προβληματικό είναι το ενδεχόμενο «εργαλειοποίησης» των διαδικασιών ανάθεσης από πλευράς των νοσοκομείων, που ελέγχουν απόλυτα τις διαδικασίες ανάθεσης που τα ίδια διενεργούν, είτε πρόκειται για ανταγωνιστικές διαδικασίες είτε για διαδικασίες «απευθείας ανάθεσης». Πράγματι, δεν αποκλείεται, σε οποιοδήποτε πλαίσιο ανάθεσης, το ενδεχόμενο προγραμματισμού από πλευράς του νοσοκομείου του χρονικού σημείου υποβολής προσφορών σε σχέση με την χρονική περίοδο τιμολόγησης σημαντικού ύψους από αναμενόμενους συμμετέχοντες της νέας διαδικασίας, κατά τρόπο ώστε οι αναμενόμενοι συμμετέχοντες και δυνάμει μειοδότες να επιβαρυνθούν με υψηλότερο rebate από αυτό με το οποίο θα επιβαρύνονταν σε άλλη χρονική περίοδο. - Ακόμη, όμως, και αν θεωρηθεί το ενδεχόμενο του ελέγχου του ύψους του αναμενόμενου rebate ως προς ορισμένο ή ορισμένους προμηθευτές απομακρυσμένο- είτε από την αναθέτουσα αρχή είτε από τους υποψηφίους – συνιστά στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού οποιασδήποτε διαδικασίας ανάθεσης η έλλειψη δυνατότητας εκ των προτέρων προσδιορισμού του ύψους της τελικής τιμής του είδους, που αφενός ουδόλως συνιστά την τιμή βάσει της οποίας θα ανατίθεται η οικεία σύμβαση, αφετέρου δεν θα είναι σταθερή, αλλά θα διαμορφώνεται βάσει του εκάστοτε επιβαλλόμενου ποσού rebate βάσει της αξίας των τιμολογίων του προμηθευτή της κρίσιμης προηγούμενης τρίμηνης περιόδου. Είναι σαφές ότι και μόνο η εκ των προτέρων γνώση περί της επιβολής του μέτρου – παρά την αδυναμία προσδιορισμού του ακριβούς ύψους της επιβάρυνσης και μάλιστα καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης - είναι ικανή να οδηγήσει σε στρέβλωση του τρόπου διαμόρφωσης των οικονομικών προσφορών εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος, ήτοι κατά καταστρατήγηση του φερόμενου σκοπού της προτεινόμενης ρύθμισης. Και τούτο, αφ’ ης στιγμής υποψήφιος που δεν θα αναμένει υψηλή επιβάρυνση βάσει του rebate θα δύναται να υποβάλλει ανταγωνιστικότερη προσφορά από εκείνες των δυνητικών ανταγωνιστών του όχι με βάση χαρακτηριστικά της επιχείρησής του (λ.χ. δίκτυο διανομής, δομή) για τα οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος, αλλά με βάση μέτρο υποχρεωτικής έκπτωσης, το οποίο επηρεάζει μεν δυνητικά το σύνολο των ενδιαφερομένων, αναγκαίως, ωστόσο, όχι στον ίδιο βαθμό, πολλώ μάλλον όχι καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης. Εξ αυτού του λόγου δεν θα δύναται σε καμία περίπτωση να εξακριβωθεί, ακόμη και εκ των υστέρων, ότι πράγματι ορισμένη κατακυρωθείσα σύμβαση ήταν η συμφερότερη για την αναθέτουσα αρχή βάσει των δικών της κριτηρίων, αφού δεν αποκλείεται ορισμένη αρχικώς συμφερότερη προσφορά να αντιστοιχεί σε τιμολογηθείσα αξία υψηλότερη από εκείνη στην οποία θα αντιστοιχούσε έτερη προσφορά με υψηλότερη επιβάρυνση rebate. Η εν λόγω αβεβαιότητα πλήττει τον πυρήνα του συστήματος ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, ήτοι την ανάθεση μέσω διαδικασιών που εξασφαλίζουν το βέλτιστο όφελος προς το δημόσιο με όρους ανταγωνισμού εκ των προτέρων γνωστούς και προοπτική απόλυτης διαφάνειας και συγκρισιμότητας των προσφορών. Έτι περαιτέρω, θεσπίζουν ένα άτυπο σύστημα «κύρωσης» των ενδιαφερομένων που κατά το παρελθόν είχαν ευρύτερη και πιο επιτυχημένη συμμετοχή σε διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, το αποτέλεσμα της οποίας, ήτοι η τιμολόγηση της αξίας νομίμως κατακυρωθέντος συμβατικού αντικειμένου, συνιστά τη βάση του υπολογισμού της επιβάρυνσης αντίστοιχων μελλοντικών απαιτήσεων. - Οι κρίσιμες αυτοί παράμετροι που άπτονται του ρυθμιστικού πλαισίου διάθεσης των ιατροφαρμακευτικών προϊόντων προς τον ευρύτερο δημόσιο τομέα συνιστούν ταυτόχρονα τους λόγους για τους οποίους ο συγκεκριμένος κλάδος θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί διαφορετικά από τον κλάδο των φαρμάκων. Παρά ταύτα, το προτεινόμενο μέτρο όχι απλώς αγνοεί την προβληματική της προστασίας του πλαισίου ανάθεσης των οικείων συμβάσεων χάριν της ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού, αλλά τουναντίον παρίσταται αυστηρότερο στην περίπτωση των ιατροτεχνολογικών προϊόντων, αφού οι προμήθειες φαρμάκων που εντάσσονται σε διαγωνιστικές διαδικασίες της Εθνικής Κεντρικής Αρχής Προμηθειών Υγείας εξαιρούνται από το μέτρο του rebate, ενώ ως προς τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα επιβάλλεται το μέτρο ειδικώς για προμήθειες μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών και μάλιστα διενεργούμενες τόσο από τα δημόσια νοσοκομεία όσο και από την ΕΚΑΠΥ. Και τούτο, παρότι υφίσταται νομοθετικό πλαίσιο που δύναται να εξασφαλίσει αποτελεσματικό έλεγχο των τιμών των ιατροτεχνολογικών προϊόντων, μέσω των Ηλεκτρονικών Μητρώων Προμηθειών Υγείας του άρ. 10 Ν. 4865/2021. - Σημειώνεται ότι σε κάθε περίπτωση κρίνεται σκόπιμη διαφοροποίηση των δημοσίων συμβάσεων που προκύπτουν από ανταγωνιστικές διαδικασίες ανάθεσης, ακόμη και κάτω της αξίας των 30.000 Ευρώ, όπως από διαδικασίες διαπραγμάτευσης χωρίς προηγούμενη δημοσίευση κατόπιν πρόσκλησης σε περισσότερους από έναν οικονομικούς φορείς, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή του μέτρου στις εν λόγω συμβάσεις, να περιορισθεί δηλαδή η εφαρμογή του μέτρου στις συμβάσεις ανώτατου ύψους 30.000 Ευρώ που ανατίθενται κατ’ εφαρμογή της εξαιρετικής διαδικασίας της απευθείας ανάθεσης προς ορισμένο οικονομικό φορέα, που δεν εξασφαλίζει το βέλτιστο επίπεδο ανταγωνισμού, το οποίο εγγυώνται οι λοιπές, ανταγωνιστικές διαδικασίες. Β) Εξ επόψεως επιβάρυνσης με το προτεινόμενο μέτρο λοιπών διαδικασιών προμήθειας, ήτοι διαδικασιών με ειδική νομιμοποιητική βάση (παρακαταθήκες) Το προτεινόμενο μέτρο φέρεται ότι θα καταλάβει και τις προμήθειες επί μακρόν ατιμολόγητων υλικών, ήτοι σχετικές προμήθειες τις οποίες προμηθευτές ιατροτεχνολογικών προϊόντων έχουν ήδη πραγματοποιήσει επί τη βάσει όρων παλαιότερων συμβάσεων (και οι οποίες τιμολογήθηκαν από 01.01.2024 και εφεξής) αλλά και αντίστοιχες προμήθειες τις οποίες θα κληθούμε να πραγματοποιήσουμε στο πλαίσιο αυτό. Τούτο είναι έτι περαιτέρω προβληματικό για τους ακόλουθους λόγους: - Καταρχάς, η κατά τον τρόπο αυτό κατάληψη εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν προ της 01ης.01.2024 (δεδομένου ότι οι εν λόγω προμήθειες συστηματικά ανάγονται σε χρόνο πολύ προγενέστερο του χρόνου της τιμολόγησης αυτών) προσκρούει στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Αντισυνταγματική, όμως, τυγχάνει και η κατάληψη εννόμων σχέσεων προ της δημοσίευσης στην ΕφΚ του επίμαχου μέτρου. Και τούτο, διότι καταλήγει να ανατρέπει αδικαιολόγητα τους όρους ήδη γεννηθεισών εννόμων σχέσεων με δυσμενείς οικονομικές συνέπειες σε βάρος των προμηθευτών δίχως να υφίσταται δυνατότητα μετριασμού αυτών, δεδομένου ότι οι εν λόγω προμήθειες έχουν ήδη συντελεσθεί. - Ακόμη, όμως, και η εφεξής εφαρμογή του μέτρου στο πλαίσιο των συγκεκριμένων εννόμων σχέσεων παραβιάζει υπέρμετρα την οικονομική μας ελευθερία, ήδη επιβαρυμένη από το γεγονός ότι οι εν λόγω προμήθειες πραγματοποιούνται με όρους συμβάσεων συναφθεισών προ πολλών ετών. Στο μέτρο που οι προμηθευτές ιατροτεχνολογικών προϊόντων καλούνται να καλύψουν τα κενά που αφήνουν οι γνωστές παθογένειες της λειτουργίας των δημοσίων νοσοκομείων και ιδίως χρόνιες ελλείψεις των απαιτούμενων προς κάλυψη πάγιων αναγκών κονδυλίων και ρευστότητας, αναλαμβάνοντας το οικονομικό κόστος της προμήθειας υλικών στο πλαίσιο συμβάσεων παρακαταθήκης, τα οποία τιμολογούνται με πολυετή καθυστέρηση και σε χρόνο μη προσδιορίσιμο εκ των προτέρων, ουδόλως παρίσταται εύλογη η περαιτέρω επιβάρυνσή τους με το κόστος rebate, το οποίο θα συρρικνώσει έτι περαιτέρω τις οικείες αξιώσεις τους. - Το μέτρο παρίσταται έτι περαιτέρω δυσανάλογο, καθόσον η υποτιθέμενη βάση δικαιολόγησής του, ήτοι ο περιορισμός των δαπανών ιατροτεχνολογικών προϊόντων, δεν ευρίσκει έρεισμα στην περίπτωση των επί μακρόν «ατιμολόγητων» υλικών, που ζητούνται από τα νοσοκομεία σε τιμές που έχουν παραμείνει σταθερές επί πολλά έτη κατόπιν της λήξης της ισχύος των οικείων αρχικών συμβάσεων. Όσο τα δημόσια νοσοκομεία, και ιδίως νοσοκομεία «πρώτης γραμμής», αναζητούν την κάλυψη άμεσων αναγκών μέσω της συγκεκριμένης διαδικασίας, που εξασφαλίζει την ιδιαίτερα αυξημένη συμμετοχή του αναδόχου στον επιχειρηματικό κίνδυνο και τη δαπάνη που καταρχήν οφείλει να αναλάβει ο αγοραστής / δημόσιο νοσοκομείο, μέσω της ανοχής πολυετών καθυστερήσεων στην τιμολόγηση παραδοθέντων και χρησιμοποιηθέντων υλικών και μάλιστα χωρίς καμία εξασφάλιση ως προς τον χρόνο της εν λόγω τιμολόγησης, το μέτρο του rebate θα καταστήσει υπέρμετρα και αδικαιολόγητα επαχθή την οικονομική ισορροπία των εν λόγω προμηθειών εις βάρος των αναδόχων. Γ) Εξ επόψεως εφαρμογής του προτεινόμενου μέτρου υποχρεωτικής έκπτωσης - Σε κάθε περίπτωση διαπιστώνονται στην προτεινόμενη ρύθμιση ανεπίτρεπτες ασάφειες, ιδίως σε ό,τι αφορά την βάση υπολογισμού του rebate (λ.χ. θα πρόκειται για την αξία των τιμολογίων του συγκεκριμένου είδους το οποίο αφορά το rebate ή εν γένει για την αξία των τιμολογίων του συγκεκριμένου προμηθευτή;, θα περιλαμβάνεται σε αυτήν και η αξία αντιδραστηρίων που τιμολογούνται στο πλαίσιο συμβάσεων δωρεάν παραχώρησης ιατρικών μηχανημάτων με χρέωση ανά εξέταση;), αλλά και τον τρόπο επιβολής του μέτρου (λ.χ. θα υπολογίζεται το rebate ανά τιμολόγιο ή συγκεντρωτικά ως προς την αξία της σύμβασης του αναδόχου;). Η νομοθετική, ωστόσο, εξουσιοδότηση προς την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δυνάμει της προτεινόμενης ρύθμισης δεν είναι συνταγματικά ανεκτή στον βαθμό που παραλείπει να προσδιορίσει επακριβώς τις παραμέτρους βάσει των οποίων θα καθορίζεται το ποσό της έκπτωσης και η αναπροσαρμογή του, αλλά και να καθορίσει το μέγιστο δυνατό ποσό έκπτωσης. - Η πρόβλεψη αναδρομικής ισχύος του επίμαχου μέτρου είναι αδικαιολόγητη, αντίθετη με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ενώ παραβιάζει την οικονομική ελευθερία των αναδόχων δημοσίων συμβάσεων ιατροτεχνολογικών προϊόντων, αφού καταλήγει να αλλοιώνει τους συμβατικούς όρους και υφισταμένων συμβάσεων, εγείροντας ζητήματα ανεπίτρεπτης μονομερούς μεταβολής των όρων τους από την αναθέτουσα αρχή και αντίστοιχων αξιώσεων αποζημίωσης από πλευράς των αναδόχων. - Περαιτέρω, οι προβλέψεις είσπραξης του ποσού της έκπτωσης μέσω συμψηφισμού και μη πληρωμής τιμολογίων επί των οποίων εκκρεμεί η εξόφληση του αναλογούντος rebate υποβαθμίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων της Οδηγίας 2011/7/ΕΕ, κατά τις οποίες οι προθεσμίες πληρωμής δεν μπορεί να υπερβαίνουν τις τριάντα (30) και, σε κάθε περίπτωση, τις εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες. Ειδικότερα, αφενός παρέχεται εμμέσως κίνητρο στα δημόσια νοσοκομεία να καθυστερούν την εξόφληση των τιμολογίων τους, προκειμένου να ενεργοποιείται η δυνατότητα συμψηφισμού με rebate υπολογιζόμενου βάσει οικονομικών δεδομένων προηγούμενης τρίμηνης περιόδου. Αφετέρου δε και κρισιμότερα, τίθεται με διάταξη νομοθετικής ισχύος κώλυμα ως προς την εξόφληση τιμολογίων επί των οποίων δεν έχει υπολογισθεί το αναλογούν rebate - ήτοι περαιτέρω προϋπόθεση για την εξόφληση, πέραν των, προβλεπόμενων από τις οικείες, υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του Κεφ. Ζ΄ Ν. 4152/2013 περί προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011 «για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές», προϋποθέσεων της έκδοσης του τιμολογίου και της ολοκλήρωσης της διαδικασίας παραλαβής των παραδοτέων της σύμβασης. Δεδομένων των ανωτέρω, ο συμψηφισμός rebate με απαίτηση καθυστερημένη πέραν της τασσόμενης από το Ν. 4152/2013 προθεσμίας, τηρουμένων των όρων της πληρωμής βάσει του εν λόγω πλαισίου, θα έπρεπε να λαμβάνει χώρα κατόπιν συνυπολογισμού και των οφειλόμενων λόγω της καθυστέρησης τόκων υπερημερίας. - Οι ίδιες προβλέψεις της δυνατότητας είσπραξης του αναλογούντος ποσού μέσω συμψηφισμών και της μη πληρωμής τιμολογίων το rebate επί των οποίων εκκρεμεί προς εξόφληση περιορίζουν έτι περαιτέρω και υπέρμετρα την οικονομική ελευθερία των αναδόχων δημοσίων συμβάσεων ιατροτεχνολογικών προϊόντων, η έκθεση των οποίων στον επιχειρηματικό κίνδυνο των καθυστερήσεων ως προς την εξόφληση των απαιτήσεών τους είναι τέτοια, που καθιστά ζωτικής σημασίας την απρόσκοπτη εκχώρηση αυτών μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων, ενόψει εξασφάλισης ικανού επιπέδου ρευστότητας. Η προτεινόμενη ρύθμιση όχι απλώς αγνοεί την εν λόγω πραγματικότητα, αλλά επιτείνει το πρόβλημα, καθιστώντας τις εκκρεμείς απαιτήσεις μας πολύ λιγότερο ελκυστικές και δυσχερέστατα αποτιμητές ενόψει ένταξης στα συνήθη χρηματοδοτικά εργαλεία τύπου factoring.