Αρχική Ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισηςΆρθρο 66 Καθορισμός ποσού έκπτωσης (rebate) για τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα που προμηθεύονται τα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και οι αποκεντρωμένες μονάδες αυτών, το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, το Νοσοκομείο Παπαγεωργίου και τα νοσοκομεία του Δημοσίου οποιασδήποτε μορφήςΣχόλιο του χρήστη Λαμπρινή Κουφού | 17 Ιουλίου 2024, 19:21
Η ιδιαίτερα γενικευμένη εφαρμογή που επιδιώκει ο νομοθέτης με αυτό το σχέδιο νόμου και το προτεινόμενο άρθρο 66, και μάλιστα για όλα τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα αδιακρίτως κατηγορίας και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικότερες συνθήκες που τα διαφοροποιούν, τόσο όσον αφορά στα κριτήρια της αγοράς (όπου π.χ. στα in vitro διαγνωστικά ιατροτεχνολογικά προϊόντα έχουμε επενδύσεις σε συνοδό εξοπλισμό, έξοδα συντήρησης και τεχνικής υποστήριξης των μηχανημάτων που καλύπτονται στο σύνολό τους από τον προμηθευτή χωρίς κόστος για τους δημόσιους φορείς που τον χρησιμοποιούν, κόστος κτήσης, ετήσιες αποσβέσεις, ..), όσο και ως προς τις ισχύουσες διατάξεις που αφορούν στις προμήθειες του δημοσίου (βλ. διαγωνιστικές διαδικασίες με κριτήριο την συμφερότερη τιμή ή απευθείας αναθέσεις κατόπιν έρευνας αγοράς και σύγκρισης ανταγωνιστικότερων τιμών ή ακόμη και διαδοχικές εξωσυμβατικές παρατάσεις με τις ίδιες τιμές), ενέχει πρακτικούς κινδύνους για την βιωσιμότητα των εταιρειών και κατ’ επέκταση για την απρόσκοπτη προμήθεια των ειδών και την λειτουργία των φορέων υγείας. Σοβαρά ζητήματα ανακύπτουν επίσης, καθώς φαίνεται να καταστρατηγούνται διατάξεις ενωσιακού δικαίου, οι ισχύουσες διατάξεις για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, για την προάσπιση των δίκαιων κριτηρίων στους διαγωνισμούς δημοσίων προμηθειών, για την ίση μεταχείριση των οικονομικών φορέων, κλπ.. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι με το μέτρο αυτό πλήττεται ευθέως η ελεύθερη αγορά, καθώς η τιμή προσφοράς για τα παραπάνω είδη, θα προσδιορίζεται πλέον από τους οικονομικούς φορείς όχι με κριτήριο το τυχόν περιθώριο κέρδους τους ανά είδος, αλλά με βάση το οικονομικό μέγεθος της επιχείρησης τους σε σύνολο και σε συνάρτηση με τις πωλήσεις τους και τον υπολογισμό του τζίρου τους συνολικά. Επομένως, η περαιτέρω συμμετοχή τους σε διαγωνιστικές διαδικασίες προμήθειας όσον αφορά στα παραπάνω είδη θα εξαρτάται από αστάθμητες ή απρόβλεπτες παραμέτρους όπως αυτές θα προκύπτουν κάθε φορά μετά την επιβολή της έκπτωσης του rebate στο σύνολο του τζίρου τους. Το γεγονός αυτό, σταδιακά θα συνεπάγεται την δυνατότητα μόνον για τις οικονομικά πολύ ισχυρές επιχειρήσεις να συνεχίσουν να παραμένουν δραστήριες σε αυτήν την αγορά, καθώς διαφαίνεται ότι θα αποτελέσει τελικά παράγοντα αποσταθεροποίησης για τις ήδη ισχύουσες επί σειρά ετών χαμηλές τιμές στα είδη αυτά, λόγω των «ολιγοπωλιακών» πρακτικών που ευνοεί. Αποτέλεσμα, ο επιδιωκόμενος σύμφωνα με την ερμηνεία του σχεδίου νόμου «εξορθολογισμός» της δημόσιας δαπάνης με το μέτρο της επιβολής της έκπτωσης του rebate, φαίνεται ότι θα είναι επί της ουσίας μόνον πλασματικός και φαινομενικός ενώ εν τοις πράγμασι το κόστος αγοράς των ειδών, ενδέχεται να βαίνει διαρκώς αυξανόμενο σε βάρος φυσικά και του δημοσίου ταμείου. Ως εκ τούτου, το υπό ψήφιση μέτρο, δεν συνεπάγεται παρά την αποδυνάμωση των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες ήδη επιβαρύνονται και μάλιστα σωρευτικά ανά τα έτη, από τις αλλεπάλληλες καθυστερήσεις εξόφλησης τιμολογίων, τις επενδύσεις σε είδος συνοδού εξοπλισμού (ο οποίος παραχωρείται προς χρήση χωρίς αντάλλαγμα), καθώς και από την παροχή δωρεάν εκπαίδευσης και τεχνικής υποστήριξης, όπως αναφέρθηκε. Άλλωστε, το υπό ψήφιση μέτρο δεν φαίνεται πώς θα μπορέσει να λειτουργήσει υπό τους διαφορετικούς χρονισμούς στην εξόφληση των τιμολογίων με την επιβολή της έκπτωσης και τους συμψηφισμούς που θα επιδιώκονται από τους φορείς υγείας, καθώς οι προθεσμίες που ορίζονται από τις κατά περίπτωση νομοθετικές διατάξεις για τις παραπάνω διαδικασίες, δεν συγχρονίζονται. Να διευκρινιστεί ότι η έννοια της προμήθειας ιατρικού εξοπλισμού, διαφέρει από την έννοια της παραχώρησης χρήσης του ως συνοδού εξοπλισμού, κατά το μέρος που, στην περίπτωση της παραχώρησης χρήσης, οι εταιρείες καλούνται να επωμισθούν την επένδυση στον εξοπλισμό αυτό (κόστος κτήσης, καθώς και τακτικής προληπτικής συντήρησης και τεχνικής υποστήριξης καθ’ όλη τη διάρκεια χρήσης του από τον φορέα), ευελπιστώντας στην πραγματικότητα σε μικρά περιθώρια κέρδους από την πώληση μόνον των υλικών και αναλωσίμων. Επιπροσθέτως, η ανασφάλεια που επαπειλείται είναι μεγάλη, λόγω της ευρείας εξουσιοδοτικής αρμοδιότητας που παραχωρείται εν προκειμένω στον εκάστοτε Υπουργό, αναφορικά με την κλιμάκωση του ποσοστού επιβολής της έκπτωσης, η οποία δεν οροθετείται στη φάση αυτή με ένα πλαίσιο ανώτατων και κατώτατων ορίων. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που για μια επιχείρηση (π.χ. το 5% μιας ενδεχόμενης έκπτωσης) μπορεί να είναι βιώσιμο, δεν σημαίνει ότι θα είναι και για μια άλλη (όπου π.χ. και ένα 1% μπορεί να αποβεί δυσβάσταχτο), ενώ ακόμη περισσότερο προκαλείται ανησυχία τη στιγμή που η εφαρμογή της κλιμάκωσης θα εμπίπτει κάθε φορά στην ερμηνευτική ευχέρεια της Υπουργικής Απόφασης η οποία θα μπορεί να εκδίδεται οποτεδήποτε. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τον αναδρομικό χαρακτήρα της ρύθμισης που πλήττει και μάλιστα αιφνιδιαστικά όσους έχουν ήδη συμμετάσχει με την κατακύρωση συγκεκριμένης τιμής ως συμφερότερης σε διαδικασίες προμήθειας από 1.1.2024, αλλά αναμένεται να φέρνει στην ίδια δυσχερή θέση και εκ των υστέρων κάθε φορά, όσους θα λαμβάνουν μέρος μελλοντικά - και προ της κάθε αντίστοιχης αναδρομικότητας της εκάστοτε Υπουργικής Απόφασης η οποία θα δύναται να καθορίζει ανεξέλεγκτα νέα κλίμακα ποσοστού έκπτωσης- σε διαγωνισμούς δημοσίου, καθιστούν τις πολιτικές εφαρμογής rebate, αδιέξοδες, πρακτικά ανεφάρμοστες και εξοντωτικού χαρακτήρα.