• Σχόλιο του χρήστη 'ΑΡΘΡΩΣΙΣ ΑΕ' | 17 Ιουλίου 2024, 20:17

    H επιλογή «Rebate» στις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο χώρο των Ιατροτεχνολογικών Προϊόντων και η οποία όπως αιτιολογείται αποσκοπεί στη μείωση της δαπάνης για Ιατροτεχνολογικά Προϊόντα, είναι ένα μέτρο άδικο, οριζόντιας εφαρμογής, το οποίο εν δυνάμει ίσως «επιφανειακά» προσφέρει κάποια μείωση της εν λόγω δαπάνης αλλά στην πραγματικότητα όπως έχει αποδειχθεί σε άλλες μεγάλες χώρες της Ευρώπης & στη Μεγάλη Βρετανία στο παρελθόν, το πιθανότερο είναι τελικά θα προκαλέσει αύξηση της συνολικής δαπάνης, που όπως αυτή ορίζεται περιλαμβάνει εκτός του κόστους των υλικών (και ειδικά για τα εμφυτεύματα), το κόστος νοσηλείας, το κόστος αποκατάστασης (κόστος επιπλοκών, μολύνσεων κλπ) και το κόστος που προστίθεται από το χρόνο παραμονής του ασθενούς εκτός εργασίας. Η προσπάθεια του Υ.Υ. θα έπρεπε να κινείται στην κατεύθυνση της μείωσης των συνολικών δαπανών ανά χειρουργική πράξη, γεγονός που θα είχε σημαντική θετική επίδραση τόσο στις δαπάνες υγείας όσο και στους ασθενείς. Το μέτρο είναι Οριζόντιο και Άδικο γιατί δεν διαφοροποιεί το εν δυνάμει επιβαλλόμενο «rebate» βάσει της εκάστοτε ιδιαίτερης κατηγορίας των Ιατροτεχνολογικών Προϊόντων. Για παράδειγμα για τα Ορθοπεδικά εμφυτεύματα, στις Αρθροπλαστικές Ισχίου, Γόνατος, Ώμου, εμφυτεύματα Τραύματος, Σπονδυλικής Στήλης, κλπ, είναι απαραίτητη η χρήση ειδικών παγίων, εργαλείων και μηχανημάτων των οποίων το κόστος κτήσεως ανέρχεται στις 45 έως και 80 χιλιάδες ευρώ ανά σετ. Εκτός αυτών όμως, για την πραγματοποίηση ενός χειρουργείου απαιτείται και η αποστολή μιας πλήρους σειράς εμφυτευμάτων διαφόρων μεγεθών και γεωμετριών ώστε να επιλεγούν από αυτά διεγχειρητικά τα τρία (3) ή τέσσερα (4) εμφυτεύματα που τελικά θα εμφυτευθούν στον κάθε ασθενή. Το κόστος των σειρών αυτών κυμαίνεται από 30 έως και 55 χιλιάδες ευρώ, αναλόγως του είδους της επέμβασης. Επιπλέον των ανωτέρω, από τη σύσταση του Παρατηρητηρίου Τιμών το 2010, τα εν λόγω προϊόντα δεν έχουν λάβει καμία αύξηση της τιμής τους, δηλαδή τα τελευταία 14 χρόνια, ενώ όπως είναι γνωστό σε όλους το κόστος προμήθειας έχει ανέβει σημαντικά. Για άλλη μια φορά δηλαδή δημιουργούνται συνθήκες «στρεβλού» ανταγωνισμού αφού πρακτικά θα «επιβραβεύονται» από το Υ.Υ. όλοι αυτοί οι προμηθευτές που διαθέτουν στην αγορά εμφυτεύματα και μηχανήματα παλαιότερης τεχνολογίας και τεχνογνωσίας με τα οποία τελικά οι προτεινόμενες λύσεις θα αυξήσουν το κόστος της συνολικής ιατρικής δαπάνης (όπως αναλύθηκε ανωτέρω). Αυτό θα συμβεί δεδομένου ότι τα εν λόγω εμφυτεύματα και συνοδά ειδικά εργαλεία που αποτελούν τον πάγιο εξοπλισμό δεν έχουν σχεδιαστεί με πρόβλεψη την πραγματοποίηση νέων χειρουργικών τεχνικών προσπελάσεων που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των κακώσεων στα μαλακά μόρια, τον μειωμένο χρόνο χειρουργείου, το μικρότερο χρόνο νοσηλείας και τέλος τη μείωση του χρόνου που ο ασφαλισμένος ασθενής του Δημόσιου Συστήματος Υγείας παραμένει εκτός εργασίας. Δηλαδή επιβάλλεται ένα «rebate» το τελικό αποτέλεσμα του οποίου θα είναι η σημαντική αύξηση της συνολικής δαπάνης ανά ασθενή που θα χρεωθεί τελικά το δημόσιο. Επιπλέον των ανωτέρων όλων, οι χρόνοι πληρωμής προμηθευτών συνεχίζουν να ανέρχονται κατά μέσο όρο στους 10-12 μήνες από εκδόσεως των τιμολογίων, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μεγάλων Νοσοκομείων, ο χρόνος που μεσολαβεί από τη χρήση των υλικών έως την αποστολή της παραγγελίας κυμαίνεται από 6 έως και 12 μήνες. Η συνολική επιβάρυνση των ανωτέρω είναι ήδη εξαιρετικά σημαντική για τους προμηθευτές αφού πρακτικά τους επιβαρύνει με υπέρογκους τόκους δανεισμού προκειμένου να είναι εφικτή η αδιάκοπη λειτουργία των προμηθευτών. Τέλος, το προτεινόμενο άρθρο 66 για την οριζόντια επιβολή «rebate» καταστρατηγεί τα οριζόμενα στο Νόμο περί Προμηθειών (Ν.4412/2016, άρθρο 18) αλλά και τις εφαρμοζόμενες αρχές στις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων ( άρθρο 18 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ) αναφορικά με τα κριτήρια ανάθεσης στους Δημόσιους Διαγωνισμούς και ως εκ τούτου αντιβαίνει στο Ενωσιακό Δίκαιο. Αυτό συμβαίνει διότι το κριτήριο επιλογής, ήτοι η χαμηλότερη/πλέον συμφέρουσα τιμή θα γίνεται γνωστή μόνο μετά την εκτέλεση της σύμβασης λόγω του ότι το ύψος της θα εξαρτάται από το συνολικό τζίρο του εκάστοτε προμηθευτή επί του οποίου θα γίνεται η αντίστοιχη έκπτωση (rebate) με αποτέλεσμα η κατακύρωση να μην γίνεται όπως επιβάλλει το ισχύον Νομικό πλαίσιο και οι αρχές περί διαφάνειας, ίσης μεταχείρισης και ελευθερίας του ανταγωνισμού.