• Κύριοι, Επισημαίνοντας εξ΄ αρχής ότι ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Αττικής και Πειραιώς που εκπροσωπεί το 50% του βιομηχανικού δυναμικού της χώρας έχει ιδιαίτερη ευαισθησία, μεταξύ των άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων της οικονομίας, στα νέα προϊόντα καπνού που αποτελούν τη νέα γενιά καπνικών προϊόντων των καπνοβιομηχανιών και ορισμένα από αυτά ήδη κυκλοφορούν σε ορισμένες χώρες τις ΕΕ. Ορισμένα από αυτά και ιδιαίτερα τα προϊόντα εκείνα που δεν περιέχουν καύση κατά τη λειτουργία τους είναι δυνητικά λιγότερο βλαβερά από τα παραδοσιακά καιόμενα τσιγάρα. Ο Σύνδεσμός μας θεωρεί ότι το άρθρο 19 της οδηγίας προβλέπει μέσω της διαδικασίας κοινοποίησης των χαρακτηριστικών κάθε νέου προϊόντος καπνού ένα πλήρες και επαρκώς καθορισμένο κανονιστικό πλαίσιο για την κυκλοφορία τους στην αγορά, μέσω της κοινοποίησης τεχνικού φακέλου στις αρμόδιες δημόσιες αρχές, ώστε αφενός να ελέγχεται η ποιότητα και η ασφάλεια κάθε προϊόντος και αφετέρου να υπάρχει η απαιτούμενη ευελιξία, ώστε να μπορεί να κυκλοφορήσει στην αγορά. Η ρύθμιση που προβλέπεται στο άρθρο 20 του ν/σ, ως άνω, βρίσκεται ουσιαστικά σε αντιδιαστολή και με το γράμμα, αλλά κυρίως και με το πνεύμα της οδηγίας σε ό,τι αφορά τα νέα προϊόντα καπνού, δεδομένου ότι δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλέγμα κανονιστικών διατάξεων, που τόσο λόγω της ουσίας, που περιγράφεται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, όσο και λόγω της διαδικασίας αδειοδότησης, η οποία περιγράφεται στις παραγράφους 4 και 5 του εν λόγω άρθρου, θέτει πρακτικά τα νέα προϊόντα καπνού σε καθεστώς υπερ-ρύθμισης, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται δυσανάλογα τεχνικά εμπόδια για την κυκλοφορία τους στην αγορά. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις της παραγράφου 3 έχουν προστεθεί αναιτιολόγητα στο αρχικό κείμενο της οδηγίας και διατηρούμε εντονότατες επιφυλάξεις σχετικά με το κατά πόσο, για παράδειγμα, οι Κανονισμοί 1907/2006 και 1272/2008 μπορούν να έχουν εφαρμογή στην περίπτωση οποιουδήποτε προϊόντος καπνού, νέου ή παλαιού, αφού αφορούν άλλες κατηγορίες προϊόντων. Επίσης, είναι παράδοξη η διαδικασία αδειοδότησης των νέων προϊόντων καπνού την ίδια στιγμή που τα παραδοσιακά καπνικά προϊόντα κυκλοφορούν και θα εξακολουθήσουν να κυκλοφορούν ελεύθερα και χωρίς να υπόκεινται σε καθεστώς αδειοδότησης στην αγορά. Σε ό,τι αφορά την διοικητική διαδικασία αδειοδότησης, η οποία προβλέπεται στις παραγράφους 4 και 5, είναι πρωτοφανές για οποιοδήποτε καταναλωτικό προϊόν να υπόκειται σε διαδικασία έκδοσης Κοινής Υπουργικής Απόφασης προτού κυκλοφορήσει στην αγορά. Θεωρούμε ότι πρόκειται για μία αχρείαστη γραφειοκρατική διάταξη, που ουσιαστικά καθιστά δυσχερή την εμπορική δραστηριοποίηση οποιοδήποτε κατασκευαστή ή εισαγωγέα νέων προϊόντων καπνού στην ελληνική αγορά. Επίσης, δεδομένου ότι τα ηλεκτρονικά τσιγάρα αποτελούν παρεμφερή προϊόντα με τα νέα προϊόντα καπνού, θα ήταν σκόπιμο και οι δύο κατηγορίες προϊόντων να αντιμετωπίζονται ισότιμα από τον νομοθέτη, ώστε να μην δημιουργείται ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της μίας κατηγορίας προϊόντος έναντι της άλλης μέσω της διαφοροποίησης στο κανονιστικό τους πλαίσιο. Για τους παραπάνω λόγους, προτείνουμε την απλοποίηση της διάταξης του άρθρου 20, ώστε για την κυκλοφορία των νέων προϊόντων καπνού στην ελληνική αγορά να εφαρμόζονται μόνο οι επαρκέστατες διατάξεις του άρθρου 19 της οδηγίας, χωρίς τις περαιτέρω διαδικασίες και τους περιορισμούς, που προβλέπει η προτεινόμενη διαδικασία αδειοδότησης. Σύνδεσμος Βιομηχανιών Αττικής και Πειραιώς τηλ. 2103392567