1. Σε κάθε περίπτωση και σε όλη τη διάρκεια της ψυχιατρικής περίθαλψης, πρέπει να επιδεικνύεται σεβασμός προς την προσωπικότητα του ασθενή και να λαμβάνονται υπόψη οι διεθνώς αναγνωρισμένοι κανόνες προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Καμία επιμέρους πράξη δεν πρέπει να προσβάλει την αξιοπρέπεια του ατόμου ή να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
2. Οι προγενέστερα εκφρασθείσες επιθυμίες του ασθενή, σχετικά με ιατρική παρέμβαση, θα λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου για ασθενή, ο οποίος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν είναι σε θέση να τις εκφράσει ή να τις επαναδιατυπώσει. Οι επιθυμίες αυτές καταρτίζονται με συμβολαιογραφική πράξη ή ιδιωτικό έγγραφο βεβαίας χρονολογίας, έχουν απεριόριστη χρονική διάρκεια ισχύος, ενώ μπορούν ελεύθερα να ανακληθούν από τον ίδιο τον ασθενή οποτεδήποτε, γνωστοποιούνται δε στον θεράποντα ιατρό από τον ίδιο τον ασθενή ή τρίτο κατά τη διάρκεια της ακούσιας ψυχιατρικής περίθαλψης.
3. Οι συνθήκες της ακούσιας ψυχιατρικής περίθαλψης πρέπει να εξυπηρετούν τις ανάγκες της θεραπείας. Η θεραπευτική αντιμετώπιση του ατόμου είναι εξατομικευμένη και περιλαμβάνει τις δέουσες θεραπευτικές πράξεις ως προς την χορήγηση της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής και τις προσαρμοσμένες στο άτομο και την ψυχική του κατάσταση ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις.
4. Περιοριστικά μέτρα της κίνησης του ασθενή απαγορεύονται. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον κρίνονται αναγκαία για την προφύλαξη του ασθενή ή άλλων από επικείμενη ή εκδηλωθείσα ετεροκαταστροφική ή αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, μπορεί να επιβληθούν περιοριστικά μέτρα όπως η απομόνωση και η σωματική καθήλωση με απόφαση του θεράποντος ή εφημερεύοντος ειδικού ψυχιάτρου, με την σύμφωνη γνώμη του επιστημονικού Διευθυντή της Μονάδας και αφού προηγηθούν και αποτύχουν τεχνικές αποκλιμάκωσης της βίαιης συμπεριφοράς. Η εφαρμογή τους γίνεται σύμφωνα με τις ψυχιατρικές οδηγίες και τις κατευθυντήριες αρχές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πρόληψη των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (CPT) και της Ειδικής Επιτροπής Ελέγχου Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Ψυχικές Διαταραχές.
5. Κατά την ακούσια νοσηλεία, δεν αποκλείεται η εφαρμογή απαραίτητων για τη θεραπεία μέτρων, όπως οι άδειες, οι οργανωμένες έξοδοι, η παραμονή σε εξωτερικούς χώρους. Τη χορήγηση των θεραπευτικών αυτών μέτρων αποφασίζει ο επιστημονικός Διευθυντής της Μονάδας Ψυχικής Υγείας όπου νοσηλεύεται ο ασθενής, ύστερα από εισήγηση του θεράποντος ψυχιάτρου ή και της διεπιστημονικής θεραπευτικής ομάδας. Ειδικά για τη χορήγηση άδειας, ο ασθενής υποχρεούται να δηλώνει την ακριβή διεύθυνση διαμονής του και η κοινωνική υπηρεσία εξετάζει αν είναι εξασφαλισμένη η διαβίωσή του κατά τη διάρκεια της άδειας. Η άδεια μπορεί να εξαρτηθεί και από τον όρο ότι κατά την έξοδό του από το τμήμα νοσηλείας και την επιστροφή του θα συνοδεύεται από συγγενικό του πρόσωπο ή τον δικαστικό συμπαραστάτη του. Σε περίπτωση παραβίασης της άδειας ή φυγής ή ανάκλησής της ενημερώνονται αμέσως οι αστυνομικές αρχές και ο αρμόδιος εισαγγελέας για λόγους που αφορούν στην υγεία ή την ασφάλεια του ασθενή . Στον ασθενή δεν επιβάλλονται για κανένα λόγο ποινικές κυρώσεις, αφού δεν θεωρείται κρατούμενος σύμφωνα με την έννοια των άρθρων 172 και 173 ΠΚ, ούτε θεωρείται ότι παραβιάζει περιορισμούς διαμονής κατά το άρθρο 182 ΠΚ.
6. Στο πλαίσιο ελέγχου εφαρμογής της προηγούμενης παραγράφου όλες οι ψυχιατρικές μονάδες, πέραν των προβλεπόμενων αρχείων και βιβλίων κατά τις κείμενες διατάξεις, τηρούν επιπλέον βιβλίο καταγραφής των επιβληθέντων περιοριστικών μέτρων και υποβάλλουν, σύμφωνα με το Παράρτημα Δ που προσαρτάται στον παρόντα, μηνιαία και ετήσια στοιχεία σχετικά με τη συχνότητα εφαρμογής μέτρων αυστηρού περιορισμού των ακούσια νοσηλευομένων, στο Γραφείο Προστασίας Δικαιωμάτων Ληπτών Υπηρεσιών Υγείας και στο Διοικητή του Νοσοκομείου, και με ευθύνη αυτού :
α) στη Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας και στον Υπουργό Υγείας,
β) στις Επιτροπές Δικαιωμάτων του άρθρου 2 του ν. 2716/1999 (Α’ 96) και του άρθρου 7 του ν. 4461/2017 (Α΄38), οι οποίες προβαίνουν αφενός στον έλεγχο της εφαρμογής του παρόντος και στον εντοπισμό καταχρηστικών πρακτικών, και αφετέρου στην υποβολή εκθέσεων αναφορικά με την εφαρμογή του νόμου,
γ) στο Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος δημοσιεύει ετήσια έκθεση σχετικά με την αποτίμηση της εφαρμογής του νόμου.
Περιπτώσεις καταχρηστικών πρακτικών σχετικά με τα μέτρα περιορισμού ασθενών, παραπέμπονται στην αρμόδια Εισαγγελία με ευθύνη των Διοικητών των Νοσοκομείων.
7. Θέματα που αφορούν τις συνθήκες νοσηλείας και δεν ρυθμίζονται από τον παρόντα, αντιμετωπίζονται με βάση των Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, τον Κώδικα Νοσηλευτικής Δεοντολογίας, καθώς και τα Ελληνικά και Διεθνή πρωτόκολλα ψυχιατρικής φροντίδας.
Άρθρο 17
Παρ. 6. Γίνεται αναφορά στο Παράρτημα Δ, αλλά μάλλον αφορά το Παράρτημα Ε
Η παράγραφος 2 εισάγει μια διαφορετική κουλτούρα και απαιτεί μια περαιτέρω εξειδίκευση και διευκρίνηση. Εισάγει και πάλι την ανάγκη για ενημέρωση του ασθενή σχετικά με το νόμο σε χρόνο εκτός του επεισοδίου που απαιτεί την ακούσια παρέμβαση.
Αναφορικά με το άρθρο 17, στην παράγραφο 4 εισηγούμαστε να προβλεφθεί τι θα συμβαίνει στην περίπτωση που δεν θα είναι δυνατή ή εφικτή η επικοινωνία του ειδικού ψυχίατρου με τον επιστημονικό Διευθυντή της Μονάδας προκειμένου να έχει τη σύμφωνη γνώμη του.
Στην παράγραφο 5 προτείνουμε την άμεση ενημέρωση των αρμόδιων εισαγγελικών και αστυνομικών αρχών στην περίπτωση παραβίασης της άδειας ή φυγής ή ανάκλησής από τον Επιστημονικό Διευθυντή της Μονάδας Ψυχικής Υγείας όπου νοσηλεύεται ο ασθενής ή από τον Θεράποντα Ψυχίατρο.
Είναι δε απαραίτητο να τεθεί ρητά χρονικό όριο αναζήτησης του ασθενή, «σε περίπτωση παραβίασης της άδειας, φυγής ή ανάκλησής της», πέραν του οποίου να χορηγείται «εξιτήριο», και μόνο εφόσον κρίνεται σκόπιμο ή αναγκαίο να επαναλαμβάνεται εκ νέου η διαδικασία για ακούσια ψυχιατρική περίθαλψη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
Στην παράγραφο 5, εκ παραδρομής αναφέρεται το Παράρτημα Δ’, αντί του Παραρτήματος Ε’.
Αντιπρόεδρος ΤΕΨΥ Χανίων-Ρεθύμνου
Παράγραφος 2: Η παράγραφος αυτή έτσι όπως είναι διατυπωμένη, αναιρεί είτε τη δυνατότητα ψυχοφαρμακολογικής ή/και άλλης παρέμβασης από τον εφημερεύοντα ψυχίατρο είτε και την ίδια την ακούσια ψυχιατρική περίθαλψη. Αυτό μπορεί να ιδωθεί ως κάτι καλό ή ως κάτι κακό αναλόγως της οπτικής γωνίας του καθενός. Ίσως και να ήταν καλύτερα να μη γίνονταν καθόλου εισαγγελικές εντολές και ακούσιες νοσηλείες και η κοινωνία να έπρεπε να ανεχθεί όπως είναι τον ψυχικά πάσχοντα, αφού εξάλλου είναι και αυτή η ίδια που τον γεννά. Το μόνο σίγουρο είναι όμως ότι ουδείς οφείλει να εξαναγκάσει τον οποιονδήποτε συνάδελφο ψυχίατρο που εφημερεύει σε Ψυχιατρική Κλινική να αναλάβει ευθύνη ασθενούς που έχει προσέλθει βιαίως μέσω εισαγγελικής εντολής, στερώντας του παράλληλα τη δυνατότητα οποιασδήποτε φαρμακολογικής ή άλλης παρέμβασης.
Παράγραφος 4: Συναφές με το παραπάνω είναι και το «Περιοριστικά μέτρα της κίνησης του ασθενή απαγορεύονται». Εφόσον με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεχόμαστε τις εισαγγελικές εντολές για ακούσια νοσηλεία, οι οποίες -ας μη γελιόμαστε- περιέχουν από μόνες τους ένα έντονο στοιχείο βιαιότητας, θα πρέπει να δεχόμαστε και το ενδεχόμενο περιοριστικών μέτρων με απόφαση του εφημερεύοντα ψυχιάτρου. Κανένας συνάδελφος ή νοσηλευτής δεν θα πρέπει να νιώθει ότι τελεί υπό κίνδυνο, γιατί -πάλι ας μην γελιόμαστε- ορισμένα περιστατικά μπορεί όντως να έχουν επικινδυνότητα εξαιτίας είτε ετεροκαταστροφικής είτε αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς. Προφανώς δε διαφωνώ με το συγκεκριμένο άρθρο επί της αρχής αλλά με το πνεύμα αυτού, που δείχνει να υιοθετεί την άποψη: «Στην ακούσια νοσηλεία οι ψυχίατροι είστε όλοι ένοχοι μέχρι αποδείξεως του εναντίον». Επαναλαμβάνω: Δεν έχουν κανένα νόημα οι ακούσιες νοσηλείες εάν ο ψυχίατρος δεν έχει καμία δυνατότητα παρέμβασης ή εάν αυτός τελεί συνεχώς υπό τη Δαμόκλειο Σπάθη νομικών κυρώσεων και αέναων γραφειοκρατικών κωλυμάτων. Ίσως θα έπρεπε πιλοτικά να εξεταστεί το ενδεχόμενο σε κάποιες ΥΠΕ να απαγορευθούν εντελώς οι ακούσιες νοσηλείες. Με αυτόν τον τρόπο θα αποφορτίζονταν και οι ψυχίατροι από το στίγμα του φορέα της ψυχο-αστυνόμευσης. Ή να ίσχυε το Σχέδιο Νόμου πειραματικά για τρία χρόνια σε κάποιες πανεπιστημιακές κλινικές για αποκόμιση εμπειρίας. Εφόσον όμως η πολιτεία συνεχίσει να παραπέμπει περιστατικά για ακούσια νοσηλεία στο παρόν πλαίσιο, προτείνω να μετατραπεί η παράγραφος ως εξής: «Περιοριστικά μέτρα της κίνησης του ασθενή δεν επιτρέπονται, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις και εφόσον…» Επίσης, με ποιον τρόπο ο εφημερεύων ψυχίατρος θα ενημερώνει εν ώρα εφημερίας τον επιστημονικό διευθυντή όταν ο Διευθυντής δεν εφημερεύει; Χρειάζεται διευκρίνηση.
Παράγραφος 6: Εκ νέου αναδύεται η λογική «Στις ακούσιες νοσηλείες είστε όλοι οι ψυχίατροι και νοσηλευτές ένοχοι μέχρι αποδείξεως του εναντίον». Προφανώς κανείς δεν επιθυμεί να συμβαίνουν περιστατικά αυθαιρεσίας. Αναρωτιέμαι όμως εάν η Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου, οι επιτροπές Δικαιωμάτων και ο Συνήγορος του Πολίτη θα απαρτίζονται πρωτίστως από εν ενεργεία έγκριτους και έμπειρους κλινικούς Ψυχιάτρους όπως και αντίστοιχα ενεργούς συναφείς επαγγελματίες υγείας (νοσηλευτές ψυχικής υγείας, κλινικούς ψυχολόγους) ή αποκλειστικά από εντελώς άσχετες ειδικότητες με την κλινική πράξη (κοινωνιολόγους, νομικούς, «σύμβουλους» ψυχικής υγείας κλπ). Στην πρώτη περίπτωση συμφωνώ, στη δεύτερη περίπτωση νομίζω ότι το όλο εγχείρημα στερείται λογικής
Στο προσχέδιο τονίζεται η αναμφισβήτητη ανάγκη για σεβασμό της αξιοπρέπειας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ασθενούς κατά τη διάρκεια της νοσηλείας. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι κακές συνθήκες νοσηλείας που συναντάμε σε πολλές κρατικές κλινικές της χώρας οφείλονται σε παράγοντες όπως ο υψηλός φόρτος εργασίας, η υποστελέχωση, η εξουθένωση του προσωπικού, οι υπεράριθμοι ασθενείς (οι οποίοι συχνά τοποθετούνται σε φορεία στους διαδρόμους) κλπ. Η δυσκολία εποπτείας οδηγεί και σε άλλους αυστηρούς περιορισμούς της ελευθερίας (πχ απαγόρευση κινητών τηλεφώνων ή περιορισμό αδειών). Η ακούσια νοσηλεία χρησιμοποιείται συχνά για τη διευθέτηση οικογενειακών διαφορών ή ακόμα κοινωνικών προβλημάτων (πχ φιλοξενία αστέγων). Οι ψυχίατροι που καλούνται να γνωματεύσουν για την ανάγκη νοσηλείας συχνά έχουν αμυντική στάση και επιλέγουν την εισαγωγή του ασθενούς. Τέλος, η κυριότερη ίσως αιτία υπερφόρτωσης των ψυχιατρικών κλινικών αποτελεί η απουσία δομών κοινοτικής ψυχιατρικής, αφού η έλλειψη συνέχειας στην ψυχιατρική φροντίδα οδηγεί στο φαινόμενο της «περιστρεφόμενης πόρτας», δηλαδή σε συνεχείς υποτροπές και επαναεισαγωγές.
Η εφαρμογή της παραγράφου 2 ακυρώνει όλη την διαδικασία ακούσιας νοσηλείας ή θεραπείας. Εάν ο παρανοϊκός ασθενής κάνει συμβολαιογραφική πράξη στην οποία εκφράζει την επιθυμία του π.χ. να μη του χορηγηθούν ενέσιμα φάρμακα, ή ακόμα χειρότερα «νευροληπτικά ή αντιψυχωσικά φάρμακα», πώς θα μπορέσει ο ψυχίατρος να τον θεραπεύσει; Η ακούσια νοσηλεία και η ακούσια θεραπεία δεν θα έχουν καμιά αξία για αυτόν.
Άρθρο 17.4
-Xώρο για αυθαιρεσίες αφήνει και αυτό το κρίσιμο άρθρο για τις καθηλώσεις, όπου ως επαρκής αιτία μπορεί να είναι η «επικείμενη» αυτό- ή ετερο-καταστροφική συμπεριφορά. Αυτό θυμίζει την έννοια της επικινδυνότητας και κινδυνεύει να επαναφέρει όλη την πρακτική στην μέχρι τώρα εφαρμογή της. Πρέπει να αποκλειστεί από τον νόμο η πιθανότητα να θεωρηθεί αυτοκαταστροφική συμπεριφορά η άρνηση του νοσηλευόμενου να μείνει στη μονάδα νοσηλείας ή η άρνησή του να δεχθεί φαρμακοθεραπεία, πράγμα το οποίο αποτελεί δικαίωμά του σύμφωνα με τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας. Επίσης να αποκλειστεί ως ετεροκαταστροφική συμπεριφορά η αμυντική στάση του νοσηλευόμενου σε βίαιη παραβίαση της ελευθερίας του ή σε αυθαίρετες και βίαιες παρεμβάσεις του προσωπικού των νοσηλευτικών μονάδων, φαινόμενα που δυστυχώς παρατηρούνται καθημερινά στους σημερινούς χώρους νοσηλείας.
-Κατά τη διάρκεια πιθανής σωματικής καθήλωσης, χρειάζεται τουλάχιστον να διασφαλιστεί με ελεγχόμενο γραπτό πρωτόκολλο η σταθερή παρουσία μέλους του προσωπικού ή προσώπου επιλογής/εμπιστοσύνης του ασθενούς κοντά του και να αποκλειστεί η συνήθης σήμερα πρακτική εγκατάλειψης του καθηλωμένου ασθενούς στον χώρο της καθήλωσης μόνου του.
Άρθρο 17.5
Αντί “δεν αποκλείεται” (πρώτη σειρά) να γραφεί “επιβάλλεται”.
Άρθρο 17.7
Είναι αναγκαίο θα διασφαλιστεί ως υποχρέωση του νοσηλευτικού ιδρύματος η ελεύθερη επικοινωνία και συνάντηση του ασθενούς με πρόσωπα της εμπιστοσύνης του, εφόσον ο ίδιος το επιθυμεί, επιβάλλεται δε να ερωτάται πάντα ο ίδιος σε περίπτωση επισκέψεων, αν θέλει να δεχθεί τα εκάστοτε πρόσωπα και να απαγορεύονται μονόπλευρες αποφάσεις του ιδρύματος επ’ αυτού.
1. Το νοσηλευτικό προσωπικό στις ψυχιατρικές πτέρυγες πρέπει να είναι επαρκές και ειδικά εκπαιδευμένο. Χρειάζονται έλεγχοι και αξιολόγηση για να εξασφαλιστεί επιτέλους ο σεβασμός και η αξιοπρέπεια του ψυχιατρικού ασθενή.
2. Για όσους ασθενείς δεν έχουν φροντίσει να συντάξουν το συμβολαιογραφικό έγγραφο ( ψυχιατρική διαθήκη) να τους δίδεται προκατασκευασμένο ερωτηματολόγιο το οποίο θα συμπληρώνουν κατά την έναρξη ισχύος της ακούσιας θεραπείας τους.
4. Τα περιοριστικά μέτρα και ειδικά η μηχανική καθήλωση πρέπει να απαγορεύονται σε κάθε περίπτωση και χωρίς καμία εξαίρεση.
5.Τα υποχρεωτικά για τη θεραπεία μέτρα ( άδειες , έξοδοι κτλ) θα πρέπει να είναι υποχρεωτικά και όχι απλά να μην αποκλείονται. Η χορήγηση αυτών των μέτρων πρέπει να είναι μια εύκολη διαδικασία ρουτίνας . Επιβάλλεται πάνω σ’ αυτό να δοθεί λύση και για τους ασθενείς που στερούνται συγγενικού προσώπου ή συμπαραστάτη. Πρέπει να διασαφηνιστεί ποιοι μπορεί να είναι οι λόγοι ανάκλησης της άδειας.
6. . Τα περιοριστικά μέτρα πρέπει να απαγορεύονται σε κάθε περίπτωση και χωρίς καμία εξαίρεση. Πιο συγκεκριμένα, η μηχανική καθήλωση πρέπει ν’ απαγορευτεί δια νόμου χωρίς καμιά εξαίρεση και να προβλέπονται αυστηρές κυρώσεις σε κάθε περίπτωση παραβίασης. Η μηχανική καθήλωση δεν συνιστά θεραπευτική διαδικασία, αλλά το αντίθετο και σε καμιά περίπτωση διενέργειάς της δεν μπορεί να επιτευχθεί ο σεβασμός προς την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του ασθενή.
Κατερίνα Χατζή : Μέλος του υπό σύσταση σωματείου ΔΑΛΥΨΥ( Δράση – Αλληλεγγύη Ληπτών Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας)
Παρ.2
Σχετικά με τις « προγενέστερα εκφρασθείσες επιθυμίες του ασθενή» .Το μέτρο από δικαιϊκή άποψη είναι ορθό και αναγκαίο. Ενδεχομένως ο ασθενής να είχε εκφράσει την επιθυμία άρνησης χορήγησης κάθε μορφής θεραπευτικού μέτρου και φαρμακευτικής αγωγής μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, τότε αναστέλλονται οι θεραπευτικά αναγκαίες πράξεις??
Η προγενέστερη εκφρασθείσα επιθυμία για νοσηλεία σε κλινική της επιλογής του ,άρα και ιδιωτική θα τύχει σεβασμού?? Ειδικά για την κλινική νοσηλείας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η επιθυμία κατά την ανακοίνωση της ακούσιας νοσηλείας (κι όχι μόνο προγενέστερα).
Η συμβολαιογραφική πράξη και το «προγενέστερα» δε συνάδουν με την τρέχουσα διαδικασία. Η δε ενημέρωση θα πρέπει να γίνεται με την έναρξη θεραπευτικής συνεργασίας, για όλους όσους ζητούν ψυχιατρική φροντίδα και με ειδικό φυλλάδιο για το σύνολο των δικαιωμάτων των ασθενών.
Παρ.5
Δεν είναι σαφές αν μπορεί να εξέλθει με άδεια χωρίς συνοδό.
Δεν προκύπτει επίσης αν ,σε περίπτωση φυγής/εγκατάλειψης της κλινικής ή παραβίασης της άδειάς του, η ενημέρωση τόσο της Αστυνομίας όσο και της Εισαγγελίας συνεπάγονται την επιστροφή του χωρίς άλλη διαδικασία (αφού δεν υπάρχει εξιτήριο και είναι σε ισχύ η διαδικασία της ακούσιας εξέτασης) ή αν συντρέχουν λόγοι κλινικής επανεκτίμησης για τη συνέχιση ή όχι του συγκεκριμένου τρόπου νοσηλείας ή τροποποίησής του π.χ. ακούσια ψυχιατρική θεραπεία στην Κοινότητα.
Το θέμα της χρονικής διάρκειας που μεσολαβεί από την εγκατάλειψη της κλινικής μέχρι την ανεύρεσή του και επιστροφή πρέπει να έχει ορίζοντα.
Παρ.6
Για να είναι ουσιαστική η λειτουργία θα πρέπει η εποπτεία να είναι τακτική και έκτακτη και όχι με αφορμή κάποιο αίτημα. Έτσι η εποπτεία θα είναι ουσιαστικά συνεργασία με το προσωπικό θεραπευτικής φροντίδας και όχι αποκλειστικά ελεγκτικός μηχανισμός .Επιπροσθέτως να μπορεί να απαιτεί τροποποιήσεις δομικές απ΄ το Υπουργείο με χρονοδιάγραμμα και ανάδειξη όχι μόνο κλινικών, αλλά και διοικητικών ευθυνών. Σε κάθε άλλη περίπτωση το έργο τους θα είναι ατελέσφορο και καθαρά διεκπεραιωτικό αιτημάτων.
Άρθρο 17.5 αντί “δεν αποκλείεται” (πρώτη σειρά) να γραφεί “επιβάλλεται”.
Άρθρο 17.7 Είναι αναγκαίο θα διασφαλιστεί ως υποχρέωση του νοσηλευτικού ιδρύματος η ελεύθερη επικοινωνία και συνάντηση του ασθενούς με πρόσωπα της εμπιστοσύνης του, εφόσον ο ίδιος το επιθυμεί, επιβάλλεται δε να ερωτάται πάντα ο ίδιος σε περίπτωση επισκέψεων, αν θέλει να δεχθεί θα εκάστοτε πρόσωπα και να απαγορεύονται μονόπλευρες αποφάσεις του ιδρύματος επ’ αυτού.
Άρθρο 17.4 Κατά τη διάρκεια πιθανού σωματικού περιορισμού (που δεν είναι ανάγκη να είναι μηχανική καθήλωση, καθώς έχουν συζητηθεί ευρέως πια παγκοσμίως άλλες μέθοδοι παρεμπόδισης πιθανόν επικίνδυνων πράξεων του φερόμενου ως ασθενούς), να διασφαλιστεί με ελεγχόμενο γραπτό πρωτόκολλο η σταθερή παρουσία μέλους του προσωπικού ή προσώπου επιλογής/εμπιστοσύνης του ασθενούς κοντά του και να αποκλειστεί η συνήθης σήμερα πρακτική εγκατάλειψης του καθηλωμένου ασθενούς στον χώρο της καθήλωσης μόνου του. Επίσης θα πρέπει να αποκλειστεί/απαγορευτεί η συνήθως ως τώρα πρακτική σωματικής καθήλωσης του εκ κρίσει ευρισκόμενου πολίτη, επειδή απλά θέλει να διακόψει τη νοσηλεία του ή αρνείται φαρμακευτική αγωγή, καθώς αυτό παραβιάζει κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και τον ήδη υπάρχοντα νόμο και τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας.
Το περιεχόμενο της παραγράφου 2, εκτός της ασάφειας που εμπεριέχει, δεν εξυπηρετεί κάποια σκοπιμότητα και θα πρέπει να απαλειφθεί Ο ασθενής νοσηλεύεται, ως οι άλλοι ασθενείς, με όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τους κώδικες δεοντολογίας
Βασίλειος Αλεβίζος
τ. Αναπλ. Καθηγητής Ψυχιατρικής Παν/μίου Αθηνών
Μέλος της συντακτικής επιτροπής του Ν. 2071/92 για την ακούσια νοσηλεία
Επίσης θα ήθελα να θέσω το θέμα της σκληρής αλήθειας του περιορισμού ασθενών με οργανικά ψυχοσύνδρομα ή άνοιες όχι μόνο σε ψυχιατρικές κλινικές αλλά και σε άλλες, όπως παθολογικές. Για παράδειγμα ένας ασθενής με άνοια τελικού σταδίου που μεταγγίζεται και παρουσιάζει ψυχοκινητική διαταραχή και, αφού εξαντληθούν μη φαρμακευτικές αλλά και φαρμακευτικές παρεμβάσεις, περιορίζεται στο ένα άνω άκρο κατά τη διάρκεια της μετάγγισης για να μην αυτοτραυματιστεί. Και αυτό σε μια παθολογική κλινική ή μια ιδιωτική κλινική. Τι προβλέπεται για τους ασθενείς αυτούς στην πράξη? Μιλάω για συχνά περιστατικά στην καθημερινή κλινική πράξη. Έχω την αίσθηση πως θα πρέπει να δηλωθεί ρητά η απαγόρευση ή οποιαδήποτε άλλη πρόταση σε νομικό επίπεδο για να προστατευτεί ο ασθενής και ο κλινικός.
Σε περίπτωση εκούσιας νοσηλείας ασθενούς ο οποίος χρήζει, εφόσον εξαντληθούν τα προβλεπόμενα, περιορισμού τι προβλέπεται? Θα μετατρέπεται η εκούσια νοσηλεία σε ακούσια και μετά θα εφαρμόζονται τα μέτρα, γεγονός που θα επέφερε τεράστια πρακτικά προβλήματα. Θα μπορούσε να προχωρά ο περιορισμός άμεσα για λόγους ασφαλείας και παράλληλα να »τρέχει» η διαδικασία της μετατροπής της νοσηλείας σε ακούσια.
Επίσης τι θα προβλέπεται για τους ασθενείς των ιδιωτικών κλινικών? Σε περίπτωση που καταστεί αναγκαία η εφαρμογή περιοριστικών μέτρων θα πρέπει να παραπέμπονται σε δημόσια δομή για την συνέχιση της νοσηλείας ως ακούσια? Αυτό, πρακτικά πάλι, θα ήταν ανεφάρμοστο, δεδομένου του επείγοντος της εφαρμογής του μέτρου. Οπότε προκύπτει το ζήτημα εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων σε ιδιωτικές κλινικές.
Μάλλον όμως το ζήτημα δεν είναι που πρέπει και που δεν πρέπει να εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα, καθότι επείγουσα παρέμβαση, αλλά να πληρούνται οι προδιαγραφές (χωροταξικές, πρωτόκολλα, ανθρώπινα δικαιώματα, αιτιολόγηση κ.λ.π.).
Θα πρέπει όμως να ξεκαθαρίσει το τοπίο για το τι μπορεί να γίνει και στις ιδιωτικές κλινικές σχετικά με την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων για την διασφάλιση τόσο του ασθενή αλλά και της κλινικής.
Μέχρι σήμερα η διαδικασία που τηρείται για την παραβίαση αδείας ή φυγή του ασθενή είναι η εξής:
Το Τμήμα Νοσηλείας ή η Μονάδα Ψυχικής Υγείας που νοσηλεύεται ο ασθενής αποστέλλει σήμα αναζήτησης (απόδρασης) στην Διεύθυνση Ασφαλείας (Δ.Α.Α)Υ.Δ.Ε.Ζ.Ι./Τμήμα Αναζητήσεων Προσώπων Γραφείο Εξαφανισθέντων Ατόμων.
Όταν ο ασθενής επιστρέψει είτε οικειοθελώς είτε μέσω της αστυνομίας το σήμα αναζήτησης ακυρώνεται από την Μονάδα Ψυχικής Υγείας όπου νοσηλεύεται ο ασθενής.
Εδώ θα πρέπει να τεθεί χρονικό όριο αναζήτησης μετα την φυγή, όπου πέραν αυτού η Μονάδα Ψυχικής Υγείας θα ακυρώνει το σήμα. Μπορεί να οριστεί ως ανώτερος χρόνος αναζήτησης οι 4 μήνες που σύμφωνα και με το με το Άρθρο 4 θεωρείται και ο ανώτερος χρόνος νοσηλείας.
Διότι δεν νοείται να αναζητείται ο ασθενής εσαεί . Σημειώνουμε ότι υπάρχουν περιπτώσεις που συλλαμβάνονται άτομα από την αστυνομία μετα από δυο ή και τρία έτη διότι εκκρεμή σήμα αναζήτησης (απόδρασης) από Ψυχιατρικό Νοσοκομείο. Είναι απαραίτητο λοιπόν να τεθεί ρητά χρονικό όριο αναζήτησης πέραν του οποίου και εάν κρίνεται σκόπιμο θα επαναλαμβάνεται εκ νέου η διαδικασία για ακουσία νοσηλεία.
Η συχνή χρήση μέτρων περιορισμού στα ελληνικά νοσοκομεία οφείλεται κατά κύριο λόγο στην έλλειψη προσωπικού και στον μεγάλο φόρτο εργασίας, συχνά λόγω υπεράριθμων ανήσυχων ασθενών
Η προστασία των δικαιωμάτων των ασθενών απαιτεί επάρκεια προσωπικούς και δαπάνες για την αύξηση των μέτρων ασφαλείας για τους ασθενείς και το προσωπικό.