1. Οι επαγγελματίες υγείας, που συμμετέχουν σε κάθε στάδιο της διαδικασίας από τη δωρεά έως τη μεταμόσχευση οργάνων, είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι, καταρτισμένοι και ικανοί να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους. Με σκοπό την παρακολούθηση των επιστημονικών εξελίξεων, την αξιοποίηση της κτηθείσας εμπειρίας και την υιοθέτηση των βέλτιστων πρακτικών λαμβάνουν ειδική εκπαίδευση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 12.
2. Το έργο της προώθησης της δωρεάς οργάνων και της υποβοήθησης των μεταμοσχεύσεων, τόσο κεντρικά, όσο και σε επίπεδο νοσοκομείων, ανατίθεται στους «Συντονιστές Μεταμοσχεύσεων». Για το σκοπό αυτό οι Συντονιστές Μεταμοσχεύσεων υπηρετούν σε θέσεις που συστήνονται στον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων και στα παραρτήματά του, εφόσον υπάρχουν, όπως ειδικότερα προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 27, σε νοσοκομεία όπου υπηρετούν και ιδίως στα ν.π.δ.δ. ή ν.π.ι.δ. ή ν.π.ι.δ. κοινωφελούς και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, τα οποία έχουν λάβει άδεια αφαίρεσης οργάνων, όπως και σε άλλους φορείς, όπου κρίνεται αναγκαίο, όπως στο Ε.Κ.ΕΠ.Υ. και το Ε.Κ.Α.Β..
3. Συντονιστές Μεταμοσχεύσεων μπορεί να είναι πτυχιούχοι ή κάτοχοι ισότιμου πτυχίου αλλοδαπής ιατρικής, με ή χωρίς ειδικότητα, νοσηλευτικής, επισκεπτών/τριών υγείας και κοινωνικής εργασίας, οι οποίοι διαθέτουν πιστοποιητικό ειδικής εκπαίδευσης από τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων.
4. Ο Εθνικός Οργανισμός Μεταμοσχεύσεων είναι αρμόδιος για την οργάνωση κάθε χρόνο, ειδικού εκπαιδευτικού προγράμματος, συνολικής διάρκειας ενός έτους, καθώς και για τη χορήγηση πιστοποιητικού εκπαίδευσης.
5. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από γνώμη του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων, καθορίζονται τα προσόντα και τα καθήκοντα των Συντονιστών Μεταμοσχεύσεων, η οργάνωση και το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού προγράμματος, οι προϋποθέσεις κτήσης του πιστοποιητικού ειδικής εκπαίδευσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Αφού γίνεται λόγος για παραρτήματα του ΕΟΜ, έστω και αναφορικά, οφείλω να καταθέσω μια σύντομη αλλά σημαντική ιστορική αναδρομή του μεταμοσχευτικού προγράμματος της χώρας μας καθώς φοβούμαι οτι «όποιος δεν γνωρίζει την ιστορία, ίσως την ξαναζήσει».
Η πρώτη επίσημη και συντονισμένη προσπάθεια εφαρμογής μεταμοσχευτικού προγράμματος στην Ελλάδα έγινε το 1985 με τη δημιουργία της Υπηρεσίας Συντονισμού και Ελέγχου των Μεταμοσχεύσεων (Υ.Σ.Ε.), με κύριο στρατηγικό στόχο την ανάπτυξη των μεταμοσχεύσεων στη χώρα, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία και προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες της Ελλάδας. Η υπηρεσία αυτή ήρθε να καλύψει ένα σημαντικό οργανωτικό, πρακτικό και νομοθετικό κένό στον τομέα των μεταμοσχεύσεων και επέδειξε σημαντικό έργο κατά την επόμενη δεκαετία.
Η ανάγκη για την ύπαρξη Τοπικών Συντονιστών Μεταμοσχέυσεων (Τ.Σ.Μ.) σε Περιφερειακό και Τοπικό επίπεδο πρωτοαναφέρεται σε έκθεση της Υ.Σ.Ε. το 1987, στην οποία αναφέρεται και η απαραίτητη χωροταξική κατανομή των Συντονιστών στον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας. Το δίκτυο των Τοπικών Συντονιστών προβλεπόταν να λειτουργήσει σε πρώτη φάση στα μεγάλα Νοσοκομεία της Περιφέρειας, όπου λειτουργούσαν Μ.Ε.Θ., ενώ στην Αττική, ανά συγκρότημα Νοσοκομείων. Επίσης σε ειδικό άρθρο εισηγήσεων της Υ.Σ.Ε. στο Υπουργείο Υγείας, αναφέρεται η ανάγκη ύπαρξης και Περιφερειακών Συντονιστών της Υ.Σ.Ε. στις υγειονομικές περιφέρειες Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Ιωαννίνων, Ηρακλείου, Καβάλας και Λάρισας.
Παρά τη σαφή περιγραφή του έργου των Συντονιστών Μεταμοσχεύσεων , ο θεσμός του Συντονιστή κατοχυρώθηκε νομικά πολύ αργότερα με τον νόμο 2737/1999. Έτσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος και αυτό είχε σημαντικές επιπτώσεις στην πορεία των μεταμοσχεύσεων στην Ελλάδα. Η Περιφερειακή οργάνωση δεν επιτεύχθηκε, αφήνοντας ένα σημαντικό κενό ανάμεσα στις Μ.Ε.Θ και την Υ.Σ.Ε.
Όμως η ανοδική πορεία των μεταμοσχεύσεων, όπως αυτή διαφαινόταν ότι διαγράφεται στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όχι μόνο δεν συνεχίστηκε μέσα στη δεκαετία, αλλά αντίθετα καταγράφηκε σημαντική μείωσή της. Η κύρια αιτία ήταν η αδυναμία του συστήματος να ανταπεξέλθει στις νέες απαιτήσεις. Η μη ανάπτυξη του συστήματος, του οποίου η οργανωτική δομή και λειτουργία παρέμενε στάσιμη, οδήγησαν στην αναστολή της ανοδικής πορείας των μεταμοσχεύσεων στη δεκαετία του ’90.
Είναι γνωστό από τη διεθνή εμπειρία ότι η ανάπτυξη ενός συστήματος μεταμοσχεύσεων δεν είναι δυνατή, εάν δεν στηρίζεται στην ανάπτυξη αποκεντρωμένων δομών σε Τοπικό και Περιφερειακό επίπεδο. Ως πρώτη αποκεντρωμένη δομή θεωρείται διεθνώς η καθιέρωση του Τοπικού Συντονιστή Μεταμοσχεύσεων και ως επόμενη ενδιάμεση δομή, η λειτουργία Περιφερειακών Γραφείων Συντονισμού που αποσκοπούν στην ανάπτυξη προγραμμάτων δωρεάς οργάνων στους επαγγελματίες υγείας και το κοινό της κάθε υγειονομικής περιφέρειας και στην εξασφάλιση της αποτελεσματικής ροής των διαδικασιών συντονισμού σε περιφερειακό επίπεδο.
Η περιφερική ανάπτυξη του συστήματος μεταμοσχεύσεων είναι επιβεβλημένη. Όλες οι χώρες με σημαντικό αριθμό δοτών (βλ. Ισπανία, Ιταλία κλπ)έχουν ένα κεντρικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων με αρμοδιότητες διοικητικές, ελεγκτικές και αναπτυξιακές. Ο συντονισμός των περιστατικών δωρεάς από τα κατά τόπους νοσοκομεία και οι καμπάνιες ενημέρωσης γίνονται από τα περιφερειακά γραφεία.
Αυτή τη στιγμή ο Ε.Ο.Μ.,που λειτουργεί όλο το 24ωρο, δεν έχει πάνω από 5 άτομα προσωπικό, ενώ χρέη περιφερειακού γραφείου ασκεί το γραφείο συντονισμού του ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης με 2 άτομα προσωπικό.
Το υγειονομικό προσωπικό και συγκεκριμένα η ολοκληρωμένη θεσμοθέτηση των συντονιστών μεταμοσχεύσεων αποτελεί το «κλειδί» στην αύξηση της δωρεάς οργάνων από πτωματικού δότες.
Οι «Τοπικοί» συγκεκριμένα Συντονιστές Μεταμοσχεύσεων (Τ.Σ.Μ.) αποτελούν συνδέσμους και πολύτιμους συνεργάτες του Ε.Ο.Μ. με όλα τα νοσοκομεία και τις κλινικές, από τις οποίες μπορούν να προκύψουν οι δότες. Είναι γιατροί ή νοσηλευτές κλπ.των Νοσοκομείων και είναι αρμόδιοι για τον Συντονισμό της Δωρεάς Οργάνων, όποτε προκύπτει δότης. Ο θεσμός του Τ.Σ.Μ. προέκυψε από την αναγκαιότητα εντοπισμού δυνητικών δοτών και διεκπεραίωσης των πολύπλοκων διαδικασιών δωρεάς οργάνων εντός των νοσοκομείων. Η διαδικασία δωρεάς πρέπει να συντονίζεται από εξειδικευμένο επαγγελματία, ο οποίος ήδη να εργάζεται στο χώρο του νοσοκομείου. Ο Τ.Σ.Μ. είναι ο επαγγελματίας-«κλειδί» για την αύξηση της δωρεάς οργάνων και των μεταμοσχεύσεων. Εργάζεται στην «πηγή» των μοσχευμάτων και από αυτόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η δυνατότητα αξιοποίησης των εγκεφαλικά νεκρών ασθενών ως δότες οργάνων.
Η λειτουργία του θεσμού των Τοπικών Συντονιστών είναι και ο βασικός λόγος της επιτυχίας του «Ισπανικού Μοντέλου», που έφερε την Ισπανία πρώτη σε παγκόσμιο επίπεδο στη Δωρεά Οργάνων και ΟΧΙ η «εικαζόμενη συναίνεση». Οι Τ.Σ.Μ. στην Ισπανία απασχολούνται σε ξεχωριστή υπηρεσία του νοσοκομείου, που ονομάζεται Υπηρεσία Εξεύρεσης Μοσχευμάτων, με αρμοδιότητες σχετικές μόνο με την εξεύρεση και την αξιοποίηση των δυνητικών δοτών.
Έστω και αν στην Ελλάδα δεν δημιουργηθούν αυτές οι πολύτιμες ξεχωριστές υπηρεσίες εξεύρεσης μοσχευμάτων μέσα σε κάθε μεγάλο νοσοκομείο, ο θεσμός του Τ.Σ.Μ της Μ.Ε.Θ. πρέπει να υποστηριχθεί και να θεσμοθετηθεί πλήρως περιλαμβάνοντας όχι μόνο καθήκοντα, αλλά και τρόπο επιλογής, σύστημα αξιολόγησης και σαφή αμοιβή, αντάξια της ψυχοφθόρου και απαιτητικής διαδικασίας εξεύρεσης και αξιοποίησης δοτών. Όσο ο θεσμός του Τ.Σ.Μ περιγράφεται αδρά και γενικά, δεν πρόκειται να προσφέρει δότες.
«Συντονιστές Μεταμοσχεύσεων μπορεί να είναι πτυχιούχοι ή κάτοχοι ισότιμου πτυχίου αλλοδαπής ιατρικής, με ή χωρίς ειδικότητα, νοσηλευτικής, επισκεπτών/τριών υγείας και κοινωνικής εργασίας, οι οποίοι διαθέτουν πιστοποιητικό ειδικής εκπαίδευσης από τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων».
Νομίζω ότι οι ειδικότητες είναι περιορισμένες. Οι ιατροί και οι νοσηλευτές, ασφαλώς και μπορούν να έχουν το δικαίωμα. Δεδομένου, όμως, ότι περιλαμβάνονται και επισκέπτεςἔπισκέπτριες υγείας και κοινωνικής εργασίας, μπορούν κάλλιστα να περιλαμβάνονται και άλλες ειδικότητες όπως βιολόγοι, φαρμοκοποιοί, τεχνολόγοι ιατρικών εργαστηρίων κτλ