• Κατά την αιτιολογική έκθεση («Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης») της προτεινόμενης διάταξης, «προστίθενται οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί ως κατηγορία δικαιούχων της εύλογης αμοιβής του άρθρου 18 Ν. 2121/1993, για την ιδιωτική αναπαραγωγή των εκπομπών τους, … κατόπιν σχετικής απόφασης του ΔικΕΕ (απόφαση της 23.11.2023, C – 260/22, Seven One Entertainment Group GmbH), με την οποία κρίθηκε ότι εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει από την ανωτέρω εύλογη τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, των οποίων οι υλικές ενσωματώσεις εκπομπών αναπαράγονται από φυσικά πρόσωπα για ιδιωτική χρήση και για μη εμπορικούς σκοπούς, αντιτίθεται στην οδηγία 2001/29/ΕΚ». «Παραλείπει», ωστόσο, η ίδια αιτιολογική έκθεση να σημειώσει ότι κατά την προαναφερόμενη απόφαση του ΔικΕΕ η αντίθεση αυτή της εθνικής ρύθμισης προς την Οδηγία 2001/29 συντρέχει μόνον « … εφόσον η πιθανή ζημία των εν λόγω οργανισμών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως "ασήμαντη"». Είναι πρόδηλο ότι η απλή επίκληση της απόφασης Seven One Entertainment Group GmbH ουδόλως αρκεί από μόνη της για να δικαιολογήσει την προωθούμενη νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία (με εξαίρεση την Ολλανδία) είναι, στο μέτρο της γνώσης μας, η πρώτη σε όλη την ευρωπαϊκή Ένωση. Ήδη, όπως εύστοχα επισημαίνεται σε άλλο σχόλιο που εισφέρεται στην παρούσα δημόσια διαβούλευση, η προτεινόμενη διάταξη στερείται παντελώς πραγματολογικής βάσης και αιτιολογίας, με συνέπεια να μην υφίσταται διαπίστωση της ύπαρξης σημαντικής ζημίας των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών κατά την εισαγωγή της προτεινόμενης ρύθμισης. Δια της παραλείψεως αυτής, ο ημέτερος νομοθέτης αποφεύγει να αναλύσει τους ειδικότερους λόγους, ένεκα των οποίων η ζημία των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών από την ιδιωτική αναπαραγωγή των υλικών ενσωματώσεων εκπομπών τους θα μπορούσε στα καθ’ ημάς να θεωρηθεί "μη αμελητέα". Αφήνει, ως μη όφειλε, αναπάντητο το κρίσιμο εν προκειμένω ερώτημα που εστιάζεται στο κατά πόσον εξ αυτής της αναπαραγωγής υπάρχει σημαντική ζημία των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, η οποία χρήζει αποκατάστασης μέσω του ημέτερου συστήματος εύλογης αμοιβής του άρθρου 18 ν. 2121/1993. Πράττει, δε, τούτο αγνοώντας επιδεικτικά κρίσιμες παραδοχές της απόφασης Seven One Entertainment Group GmbH, στην οποία ο ίδιος παραπέμπει. Κατά την τελευταία, ο καθορισμός ενός ορίου κάτω από το οποίο η ζημία μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ασήμαντη», κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 35 της οδηγίας 2001/29, πρέπει να εμπίπτει στο περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών που κατά την εφαρμογή του ορίου αυτού, οφείλουν να τηρούν την αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που προβλέπεται στο άρθρο 20 του Χάρτη (απόφαση ΔικΕΕ Seven One Entertainment Group GmbH σκέψεις 39-40 με παραπομπή στην απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Copydan Båndkopi, C 463/12, EU:C:2015:144, σκέψη 31, καθώς και στην εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συναφώς, προοικονομείται ότι στις έγγραφες παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο ΔικΕΕ κατά την εκδίκαση της υπόθεσης Seven One Entertainment Group GmbH κατά Corint Media GmbH, η γερμανική και η αυστριακή κυβέρνηση ανέδειξαν (μεταφέροντας πορίσματα πολυετών, όσο και εμβριθών ως προς το ζήτημα θεωρητικών συζητήσεων στους κόλπους των εννόμων τάξεών τους) ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί δεν υφίστανται άμεση οικονομική ζημία από την ιδιωτική αναπαραγωγή των υλικών ενσωματώσεων εκπομπών τους, αφού το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2001/29 προστατεύει μόνο τα «τεχνικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά των εκπομπών» και όχι το περιεχόμενο των εκπομπών, το οποίο δεν αποτελεί αντικείμενο του δικαιώματος που έχουν οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί βάσει της διάταξης αυτής, όπερ συνεπάγεται ότι η αναπαραγωγή του περιεχομένου αυτού θα πρέπει να διακρίνεται από την αναπαραγωγή της εκπομπής ή του σήματος, υπό το οποίο μεταδίδεται η τελευταία. Εφόσον, κατά τις θέσεις που διατύπωσαν οι ανωτέρω κυβερνήσεις, η βασική δραστηριότητα, άλλως το παραδοσιακό εμπορικό μοντέλο των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών είναι να θέτουν στη διάθεση του κοινού τις υλικές ενσωματώσεις των εκπομπών τους, η αναπαραγωγή των τελευταίων προς ιδιωτική χρήση δεν περιορίζει τη λήψη των εκπομπών ούτε, ως εκ τούτου, τον διαφημιστικό αντίκτυπό τους . Επισημάνθηκε, επίσης, από τις ίδιες κυβερνήσεις ότι δεν υφίστανται αξιόπιστα στοιχεία περί άμεσης βλάβης των υπηρεσιών πρόσβασης σε βιβλιοθήκες πολυμέσων που παρέχουν οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί, ενώ επιπρόσθετα, όπως υποστήριξε η Αυστριακή Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, με την έλευση των υπηρεσιών μετάδοσης συνεχούς ροής, το επίπεδο αντιγραφής των εκπομπών δείχνει να έχει μειωθεί. Σε ταυτόσημη κατεύθυνση και συγκεκριμένα υπέρ της άποψης ότι ο αποκλεισμός των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών από το δικαίωμα της δίκαιης αποζημίωσης δεν συνιστά διάκριση που δεν μπορεί να βρει έρεισμα στην οδηγία 2001/29, σε περιπτώσεις που οι οργανισμοί αυτοί δεν συμβάλλουν δημιουργικά στην ανάπτυξη ενός πρωτότυπου έργου, κινήθηκε σημειωτέον και η ιταλική κυβέρνηση που ομοίως μετείχε στην διαδικασία και υπέβαλε έγγραφες παρατηρήσεις. Όπως εύστοχα επισημαίνεται, εκ της αποφάσεως Seven One Entertainment Group GmbH αναδεικνύεται ότι το ΔικΕΕ προσλαμβάνει και αντιμετωπίζει τον αποκλεισμό του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού εκ του εσόδου της δίκαιης αποζημίωσης ως περίπτωση άνισης μεταχείρισης. Εκθέτει, επί λέξει, στο μεν εδάφιο β΄, της σκέψης 45 της εν λόγω απόφασης: «… διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται, εφόσον βασίζεται σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο, ήτοι συνδέεται με νομίμως επιδιωκόμενο από την επίμαχη ρύθμιση σκοπό, και εφόσον είναι ανάλογη προς τον σκοπό που επιδιώκεται με τη συγκεκριμένη μεταχείριση …». Περαιτέρω, στην σκέψη 48, σημειώνει: «… συναφώς, η απουσία ζημίας ή το «ασήμαντο» ύψος της ζημίας που υφίσταται η αποτελούμενη από τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς κατηγορία δικαιούχων λόγω της ιδιωτικής αντιγραφής των υλικών ενσωματώσεων των εκπομπών τους συνιστά, …, τέτοιου είδους αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο, το οποίο δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για τη διατήρηση της δέουσας ισορροπίας μεταξύ των δικαιούχων και των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων. Επομένως, άνιση μεταχείριση επιτρέπεται, κατά την επικαλούμενη εδώ νομολογία του ΔικΕΕ, εφ’ όσον συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι. Στο μέτρο της αντίληψής μας, τα προεκτεθέντα εντάσσονται ομαλώς και στο ειδικό σύστημα της εύλογης αμοιβής του άρθρου 18 ν. 2121/1993. Ήδη, κατά την αιτιολογική έκθεση της διάταξης, όπως αυτή είχε αρχικώς εισαχθεί το 1993, τα έσοδα της εύλογης αμοιβής « … θα διανέμονται στους δημιουργούς των οποίων τα έργα αναπαράγονται και στους δικαιούχους συγγενών δικαιωμάτων που άμεσα ζημιώνονται από την αναπαραγωγή». Όμως, όπως προειπώθηκε, οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί δεν φαίνεται να υφίστανται άμεση ζημία . Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο εθνικός νομοθέτης έχει ορίσει σε συγκεκριμένο ποσοστό επί της αξίας εισαγωγής/διάθεσης από το εργοστάσιο των υπαγόμενων στη ρύθμιση τεχνικών μέσων, την ζημία του συνόλου των δικαιούχων που αποκλειστικά απαριθμούνται στην διάταξη του άρθρου 18, στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνονται, ωστόσο, οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί, παρότι οι τελευταίοι περιλαμβάνονταν ήδη στο άρθρο 2 της Οδηγίας 2001/29 και επιπροσθέτως τους απονέμονταν τα δικαιώματα επιτρέπειν ή απαγορεύειν του άρθρου 48 ν. 2121/1993. Είναι πρόδηλο ότι δια του υφιστάμενου εθνικού συστήματος εύλογης αμοιβής αποκαθίσταται η άμεση ζημία μόνον όσων δικαιούχων αποκλειστικά απαριθμούνται στο α. 18 (σε ότι αφορά, για παράδειγμα, στην εύλογη αμοιβή του 2%, τούτοι είναι αποκλειστικώς οι πνευματικοί δημιουργοί, οι ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, οι παραγωγοί γραμμένων μαγνητικών ταινιών ή άλλων γραμμένων υλικών φορέων ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, καθώς και οι εκδότες εντύπων). Η δια του παρόντος νομοσχεδίου απόπειρα του νομοθέτη να απονείμει αξίωση είσπραξης εύλογης αμοιβής στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, επιγενέστερα της εισαγωγής της αρχικής διάταξης, που έχει «κλειδώσει» τα ποσοστά 2% και 6% με τις ρητά αναφερόμενες στην διάταξη κατηγορίες των δικαιούχων, οδηγεί πρόδηλα σε ανεπίτρεπτη απομείωση της δίκαιης αποζημίωσης, η οποία κατά τα ανωτέρω έχει αποκλειστικώς απονεμηθεί στους σήμερα υφιστάμενους φορείς της αξίωσης για την αποκατάσταση της δικής τους άμεσης ζημίας, αφού η πρόσθετη αξίωση εύλογης αμοιβής των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών δεν θα μπορούσε παρά να αποδοθεί στους τελευταίους από το ποσοστό των ήδη υφιστάμενων δικαιούχων. Συνεκδοχικώς, η διατήρηση σταθερών των ποσοστών (2% και 6%), ενώ προτείνεται η κατά τα ανωτέρω προσθήκη των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, ως νέων δικαιούχων της εύλογης αμοιβής, πλήττει απροκάλυπτα την εύλογη ισορροπία μεταξύ των υφιστάμενων δικαιούχων του ημέτερου συστήματος του άρθρου 18 ν. 2121/1993, οδηγώντας την προτεινόμενη διάταξη του α. 87 του νομοσχεδίου σε απόλυτη αντίθεση τόσο προς το ήδη προεκτεθέν νομοθετικό πρόταγμα του άρθρου 18, όσο και προς το ενωσιακό σύστημα δίκαιης αποζημίωσης, όπως αυτό συγκροτείται από το άρθρο 5 παρ. 2 (β) της οδηγίας 2001/29, τις αιτιολογικές σκέψεις 31 και 35 της ίδιας οδηγίας, καθώς και τους νομολογιακούς κανόνες δικαίου που συναφώς έχουν διαπλασθεί από την πολυετή σχετική νομολογία του ΔικΕΕ. Υπό τα δεδομένα αυτά, φρονούμε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την άμεση απόσυρση της προτεινόμενης διάταξης προκειμένου να διερευνηθεί (πράγμα που ασφαλώς δεν έχει συμβεί έως τώρα), εάν όντως υφίσταται σημαντική ζημία των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών. Εν τέλει, δε, και στην περίπτωση καταφατικής απάντησης στο ανωτέρω ερώτημα, περίπτωση που εμείς κατηγορηματικώς αρνούμαστε και αποκρούουμε, να καταστρωθεί και να προταθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού διάταξη αδιαστίκτως συμβατή τόσο με την ενωσιακή, όσο και την εθνική έννομη τάξη, κάτι που κατά τα προεκτεθέντα, ουδόλως επιτυγχάνεται με την δια του παρόντος νομοσχεδίου προτεινόμενη διάταξη.