Αρχική Ενίσχυση της κεφαλαιαγοράςΜΕΡΟΣ Β΄ ΘΩΡΑΚΙΣΗ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ (άρθρα 66-95)Σχόλιο του χρήστη Παναγιώτης | 11 Μαρτίου 2025, 13:57
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License![]() Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώνονται δύο βασικά προβλήματα λειτουργίας: 1) H υποστελέχωση. Πέραν του γεγονότος ότι αρκετές εποπτικές διευθύνσεις έχουν έλλειψη προσωπικού [2-3 υπάλληλοι σε εποπτικά τμήματα κατά μέσο όρο], οι μισοί υπάρχοντες εργαζόμενοι της Επιτροπής βρίσκονται στην τελευταία πενταετία πριν να λάβουν σύνταξη. 2) Η διαφορά αποδοχών μεταξύ εργαζόμενων. Υπάρχουν 3 κατηγορίες εργαζόμενων. Οι παλαιότεροι συνάδελφοι που λαμβάνουν αρκετά ικανοποιητικές απολαβές, οι λίγο νεότεροι που λαμβάνουν λιγότερο ικανοποιητικές αποδοχές και οι νεοπροσλαμβανόμενοι που λαμβάνουν μη ικανοποιητικές αποδοχές καθώς δεν λαμβάνουν καν την προσωπική διαφορά. Το γεγονός ότι οι νεοπραλαμβανόμενοι δεν λαμβάνουν την προσωπική διαφορά επιτείνει και διογκώνει το πρόβλημα της υποστελέχωσης καθώς προσελκύονται είτε μη επαρκώς εξειδικευμένο προσωπικό είτε προσωπικό που είναι κοντά στην σύνταξη με ελλιπές κίνητρο ή προσωπικό που έχει άλλα κίνητρα πχ οικογενειακά. Σε κάθε περίπτωση, εξειδικευμένο προσωπικό που να έχει επαρκές κίνητρο με αρχικό μισθό 900 ευρώ προφανώς δεν προσελκύεις σε μακροπρόθεσμό επίπεδο εντός του υφιστάμενου πλαισίου. Ακόμα, όμως, και οι υπόλοιποι συνάδελφοι δεν λαμβάνουν εν τέλει ικανοποιητικές αποδοχές συγκρινόμενοι με αντίστοιχου επιπέδου εξειδικευμένο προσωπικό και αρχές. Γεγονός που προφανώς και αυτό δημιουργεί έλλειψη κινήτρων. Συγκεκριμένα: 1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι ο δεύτερος ελεγκτικός πόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο άλλος είναι η Τράπεζα της Ελλάδος. 2) Οι αποδοχές των υπαλλήλων, των στελεχών και της Διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος απέχουν μακράν των αντίστοιχων αποδοχών της Τράπεζας της Ελλάδος. 3) Η διαφοροποίηση αυτή δεν υπήρχε παλαιότερα διότι και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπήρχε ειδικό μισθολόγιο που διατηρήθηκε με αρκετές περικοπές μόνο για τους παλιούς συναδέλφους [αυτούς που βρίσκονται κοντά στη σύνταξη]. Οι μεσαίοι υπάλληλοι και οι νεότεροι δεν λαμβάνουν τέτοιες αποδοχές σε αντίθεση με το προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος. 4) Η διαφοροποίηση αποδοχών της Τράπεζας της Ελλάδος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τη νομική μορφή ή με βάση το γεγονός ότι η ΤτΕ υπάγεται στην ΕΚΤ. Και τούτο για τους ακόλουθους λόγους: Σύμφωνα με την ηλεκτρονική διεύθυνση της Τράπεζας της Ελλάδος, μία εκ των βασικών αρμοδιοτήτων της ΤτΕ είναι η εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων [βλ. https://www.bankofgreece.gr/kiries-leitourgies/epopteia]. Υπενθυμίζεται μάλιστα ότι η εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων υπαγόταν αρχικά στην Διεύθυνση Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης, εν συνεχεία στην ανεξάρτητη αρχή «Εποπτεία Ιδιωτικής Ασφάλισης» [ΕΠΕΙΑ] και από το έτος 2010 έχει υπαχθεί στην εποπτεία της ΤτΕ [βλ. https://www.bankofgreece.gr/kiries-leitourgies/epopteia/epopteia-idiwtikhs-asfalishs/istoria-epopteias-idiwtikhs-asfalisisis]. Στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υπάγονται ενδεικτικά η εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων, των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες [ΟΣΕΚΑ] και των εταιριών διαχείρισής τους [ΑΕΔΑΚ], των οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων [ΟΕΕ] και των εταιριών διαχείρισής τους [ΑΕΔΟΕΕ], των αντίστοιχων ευρωπαϊκών και τρίτων χωρών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, των τόπων διαπραγμάτευσης [οργανωμένων αγορών και πολυμερών μηχανισμών διαπραγμάτευσης], των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού, των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης, οι εισηγμένες σε οργανωμένες αγορές εταιρίες [βλ.http://www.hcmc.gr/el_GR/web/portal/supervise]. Το σύνολο των ανωτέρω οντοτήτων [πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις επενδύσεων, οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και εταιρίες διαχείρισής τους, εισηγμένες εταιρίες, τόποι διαπραγμάτευσης] υπάγονται στις οντότητες του χρηματοπιστωτικού/χρηματοοικονομικού τομέα που υπάγονται σε ένα ενιαίο ευρωπαϊκό χρηματοοικονομικό πλαίσιο εποπτείας [βλ. ενδεικτικά Regulation and supervision (europa.eu)], ενώ το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας [EFSF] αποτελείται από τρεις επιμέρους εποπτικές Αρχές, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών [EBA], την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών [ESMA] και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων [EIOPA] [βλ. ενδεικτικά European system of financial supervision (europa.eu)]. Είναι χαρακτηριστικό του παρόμοιου εποπτικού πλαισίου που διέπει τα πιστωτικά ιδρύματα, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τις εποπτευόμενες από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οντότητες ότι σε πολλές ευρωπαϊκές νομοθεσίες που έχουν αντίστοιχα ενσωματωθεί στο εσωτερικό νομοθετικό πλαίσιο, οι ανωτέρω οντότητες [πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων, οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων, αλλά και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις] υπάγονται από κοινού στο πεδίο εφαρμογής τους και κατά την διαμόρφωση των εσωτερικών νόμων γίνεται προσπάθεια κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ενδεικτικά αναφέρονται: α) ο ν.4514/2018 για την ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας MIFID II [ιδίως άρθρο 67], β) o ν.4261/2014 που αφορά την εποπτεία της επάρκειας τόσο των πιστωτικών ιδρυμάτων όσο και (κάποιων) επιχειρήσεων επενδύσεων [ιδίως άρθρα 22α, 104επ, 154], γ) ο ν.4335/2015 που αφορά το θεσμικό πλαίσιο εξυγίανσης τόσο των πιστωτικών ιδρυμάτων όσο και των επιχειρήσεων επενδύσεων, δ) ο ν.4537/2018 [ιδίως άρθρα 129-130] που αφορά την εποπτεία των PRIIPS σε συνδυασμό με τον Κανονισμό 1286/2014, κατά την εποπτεία του οποίου εμπλέκεται η Τράπεζα της Ελλάδος ως εποπτεύουσα τα πιστωτικά ιδρύματα και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τους ασφαλιστικούς διανομείς και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τις εποπτευόμενες από αυτή ανωτέρω οντότητες, ε) ο ν. 4557/2018 για την πρόληψη και καταστολή του ξεπλύματος χρήματος [ιδίως άρθρο 6], στο πεδίο εφαρμογής του οποίου προφανώς υπάγονται όλες οι ανωτέρω οντότητες- πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις επενδύσεων, οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων- στ) ο ν.4706/2020 για την εποπτεία των κοινοτικών κανονισμών που αφορούν τις τιτλοποιήσεις [βλ. ιδίως άρθρα 69 και 69α], ζ) ο ν.4514/2018 όσον αφορά την κατανομή αρμοδιοτήτων για τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων [ιδίως άρθρο 100], όπου η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται αρμόδια αρχή για πιστωτικά ιδρύματα και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ενώ η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τις εποπτευόμενες από εκείνη οντότητες, η) ο Κανονισμός 1238/2019 που αφορά την εποπτεία των ατομικών συνταξιοδοτικών προϊόντων PEPP [ιδίως άρθρο 6], όπου σε εθνικό επίπεδο πραγματοποιείται προσπάθεια κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, θ) οι Κανονισμοί 2019/2088 και 2020/852 περί των γνωστοποιήσεων αειφορίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπου ως συμμετέχοντες σε αυτές νοούνται όλες οι εποπτευόμενες από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οντότητες, καθώς και τα πιστωτικά ιδρύματα και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις [ιδίως άρθρο 2]. Είναι προφανές ότι η εποπτεία του ανωτέρω θεσμικού πλαισίου τόσο σε επίπεδο Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς όσο και σε επίπεδο Τράπεζας της Ελλάδος απαιτεί εξειδικευμένο προσωπικό με ελεγκτικές, νομικές και οικονομολογικές γνώσεις. Το δε προσωπικό που έχει προσληφθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μέσα από νόμιμες διαδικασίες πρόσληψης πληροί τις εν λόγω εξειδικευμένες γνώσεις τόσο σε επίπεδο επιστημονικού όσο και σε επίπεδο διοικητικού προσωπικού. Επιπλέον, τονίζεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται η ίδια να υπαχθεί στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς [βλ. πχ. άρθρο 19 παρ.2 του νόμου 4569/2018]. Είναι, επομένως, οξύμωρο το προσωπικό της εποπτεύουσας Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να αμείβεται κατά πολύ λιγότερο από το προσωπικό της εποπτευόμενης ΤτΕ. Κατόπιν των ανωτέρω, προκύπτει σαφώς ότι ο ρόλος και οι αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ομοιάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό δεδομένου ότι εποπτεύουν και οι δύο αρχές οντότητες του χρηματοοικονομικού τομέα, με δυνατότητα επιβολής κυρώσεων σε αυτές, ενώ και σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι εποπτικές αρχές [EBA, ESMA, EIOPA] βρίσκονται σε ισότιμο επίπεδο και το προσωπικό τους ανταμείβεται σε επίπεδο αποδοχών με όμοιο τρόπο. Το δε προσωπικό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχει προφανώς τον ίδιο βαθμό εξειδίκευσης σε σχέση με το προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος στα αντίστοιχα τουλάχιστον αντικείμενα που εποπτεύονται από αυτή. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Σύμφωνα με το καταστατικό της, η Τράπεζα της Ελλάδος είναι Ανώνυμη Εταιρία. Ταυτόχρονα, όμως, σύμφωνα με την ίδια την ηλεκτρονική της διεύθυνση, είναι ανεξάρτητη αρχή που ασκεί δημόσιο λειτούργημα, έχει ίδιους πόρους και απολαύει λειτουργικής και διοικητικής ανεξαρτησίας [https://www.bankofgreece.gr/trapeza/rolos-kai-armodiotites]. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι, σύμφωνα με το άρθρο 76α του ν.1969/1991, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με ίδιους πόρους, λειτουργεί επίσης χάριν του δημοσίου συμφέροντος και απολαύει λειτουργικής και διοικητικής ανεξαρτησίας. Κατά συνέπεια, και οι δύο αρχές δρουν πρωτίστως χάριν του δημοσίου συμφέροντος, έχουν ίδιους πόρους και έσοδα και απολαύουν ανεξαρτησίας. Το γεγονός ότι η νομική τους μορφή είναι διαφορετική δεν αναιρεί τα υπόλοιπα και δεν μπορεί να αποτελεί αιτιολογία για την τόσο σημαντική διαφοροποίηση των αποδοχών του προσωπικού τους. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την απλή σύγκριση των αποδοχών τους, οι αποδοχές του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος είναι υψηλότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες του προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον κατά 1.000-1.500 ευρώ σε μεικτές αποδοχές ή 800-1.200 ευρώ σε καθαρές αποδοχές ανάλογα με την κατηγορία προσωπικού. Ενώ, ακόμα και εντός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς παρουσιάζονται σημαντικές αποκλίσεις που δεν δικαιολογούνται από το αντικείμενο ή την εξειδίκευση των υπαλλήλων παρά μόνο με τον χρόνο και το καθεστώς πρόσληψής τους. Η ασύμμετρη αυτή διαφοροποίηση αποδοχών [τόσο εσωτερικά μεταξύ του προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς όσο και με τις αποδοχές παρόμοιων εποπτικών αρχών] αναπόφευκτα οδηγεί αφενός σε διαφορά συμφερόντων μεταξύ του προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με ότι αυτό συνεπάγεται ως προς την συνοχή της Υπηρεσίας και αφετέρου έλλειψη κινήτρου στο αισθανόμενο κατάφωρη αδικία προσωπικό της, ώστε να ασκήσει τα καθήκοντά του με επάρκεια και αποτελεσματικότητα που τελικά οδηγεί στην υποβάθμιση του θεσμού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ανωτέρω κατάσταση που δεν τιμά πρωτίστως την Ελλάδα σε ευρωπαϊκό επίπεδο [δεδομένου ότι το προσωπικό της ESMA αντιμετωπίζεται τουλάχιστον ισάξια με το προσωπικό της EBA και της EIOPA], αλλά ούτε και την σημασία και τον ρόλο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως Εποπτεύουσας Αρχής, προτείνονται οι ακόλουθες λύσεις εναλλακτικά: 1. Σε αντιστοιχία με ότι έχει λάβει χώρα σε άλλες χώρες της Ευρώπης, προτείνεται η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να ενταχθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος ως σχετική Γενική Διεύθυνση [πχ. Γενική Διεύθυνση Εποπτείας Κεφαλαιαγοράς με αντίστοιχες Διευθύνσεις και τμήματα ως έχουν σήμερα εντός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς πχ. Διεύθυνση Φορέων, Διεύθυνση Εισηγμένων]. Ειδικότερα, σημειώνεται ότι σε αρκετές χώρες της Ευρώπης και του εξωτερικού εν γένει, ο χρηματοπιστωτικός τομέας εποπτεύεται σε ενιαίο επίπεδο. Παραδείγματα τέτοιων χωρών αποτελούν: α) H Γερμανία, όπου η BAFIN [Federal Financial Supervisory Authority] έχει αναλάβει την εποπτεία όλων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, ήτοι πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρίες και όλες τις εταιρίες που εποπτεύει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς [ https://www.bafin.de/EN/Homepage/homepage_node.html], β) To Ηνωμένο Βασίλειο, όπου επίσης η FSA [Financial Conduct Authority έχει αναλάβει την εποπτεία όλων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, ήτοι πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρίες και όλες τις εταιρίες που εποπτεύει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς [ https://www.fca.org.uk/ ], γ) To Λουξεμβούργο, όπου επίσης η CSSF έχει αναλάβει την εποπτεία όλων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, ήτοι πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρίες και όλες τις εταιρίες που εποπτεύει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς [ https://www.cssf.lu/en/ ], δ) H Αυστρία, όπου η FMA έχει αναλάβει την εποπτεία όλων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, ήτοι πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρίες και όλες τις εταιρίες που εποπτεύει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς [ H Γερμανία, όπου η BAFIN [Federal Financial Supervisory Authority] έχει αναλάβει την εποπτεία όλων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, ήτοι πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρίες και όλες τις εταιρίες που εποπτεύει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς [ https://www.fma.gv.at/en/ ], ε) H Ουγγαρία, όπου η MΝΒ έχει αναλάβει την εποπτεία όλων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, ήτοι πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρίες και όλες τις εταιρίες που εποπτεύει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς [ https://www.mnb.hu/en/supervision/licensing-and-institution-oversight/licensing-procedures ]. Επισημαίνεται, επίσης, ότι, σύμφωνα με την ετήσια οικονομική έκθεση του 2021 της ΤτΕ, σελ.176], το συνολικό προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος αριθμεί σήμερα περίπου 1.863 άτομα. Κατά συνέπεια, η ένταξη επιπλέον περίπου 120 εργαζομένων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στην Τράπεζα της Ελλάδος δεν προβλέπεται ότι θα επιφέρει σημαντική οικονομική επιβάρυνση στον ισολογισμό της Τράπεζας της Ελλάδος δεδομένου ότι μπορεί στην Τράπεζα της Ελλάδος να μεταφερθούν ταυτόχρονα και τα υπάρχοντα έσοδα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Κατά την ρύθμιση για την εν λόγω ένταξη, προτείνεται να αναγνωριστούν πλήρως το σύνολο των προσόντων και της προϋπηρεσίας του επιστημονικού και διοικητικού προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στο δημόσιο τομέα και να υπαχθούν στα αντίστοιχα κλιμάκια και καθεστώς αποδοχών της Τράπεζας της Ελλάδος χωρίς προέγκριση από την Τράπεζα της Ελλάδος δεδομένης της υφιστάμενης υψηλής και ήδη κριθείσας αρμοδίως εξειδίκευσης των στελεχών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στο αντικείμενο τους. Προτεινόμενη ρύθμιση [αντίστοιχη με της ΕΠΕΙΑ]: «1. Το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που συνεστήθη με τη διάταξη του άρθρου 76 του ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 38 Α) καταργείται … μετά τη δημοσίευση αυτού του νόμου και μεταφέρονται από την ίδια ημερομηνία στην Τράπεζα της Ελλάδος όλες οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως αυτές ενδεικτικά απαριθμούνται στους νόμους 4514/2018, 4099/2012, 4209/2013…. Η Τράπεζα της Ελλάδος υποβάλλει στη Βουλή σχετική ετήσια έκθεση. Μεταφέρονται, επίσης, στην Τράπεζα της Ελλάδος και οι εποπτικές αρμοδιότητες, που έχουν ανατεθεί με διατάξεις νόμων σε άλλα όργανα εποπτείας της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται η «Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» νοείται εφεξής η Τράπεζα της Ελλάδος. 2. Οι αρμοδιότητες εποπτείας της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς, όπως καθορίζονται στην ισχύουσα νομοθεσία, ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου της Τράπεζας. Οι αρμοδιότητες αυτές μπορεί να εξειδικεύονται, ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους, με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ακολουθεί, με την έκδοση σχετικών κανονιστικών της πράξεων, τις κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και τα πρότυπα που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών στο πλαίσιο εφαρμογής της παρ. 1α΄ του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 331, 15.12.2010). 3. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζεται η εισφορά των εποπτευόμενων έως σήμερα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιχειρήσεων, για την εξασφάλιση των πόρων που απαιτούνται για την επιτέλεση του σκοπού που ανατίθεται στην Τράπεζα αυτή με τις διατάξεις αυτού του άρθρου, σε ποσοστό μέχρι 5% τοις χιλίοις επί της ετήσιας συνολικής παραγωγής… και ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα. 4. Για παραβάσεις των διατάξεων που είναι σχετικές με τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με αυτό το άρθρο, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει κατά των εποπτευόμενων επιχειρήσεων, των νομίμων εκπροσώπων τους και όσων ασκούν διοίκηση, είτε πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου κατά τους όρους του άρθρου 55Α του καταστατικού της (ν. 3424/1927 ΦΕΚ 298 Α`, όπως ισχύει), είτε τις διοικητικές ποινές που προβλέπονται από τις διατάξεις των νόμων και Κοινοτικών Κανονισμών, η εποπτεία των οποίων της ανατίθενται με το παρόν (ΦΕΚ), όπως κάθε φορά ισχύουν. 5. Από την ημέρα κατάργησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς: α) Ανακαλούνται αυτοδικαίως οι αποσπάσεις και κάθε άλλη πράξη διάθεσης προς αυτή μόνιμου προσωπικού υπηρεσιών του Δημοσίου ή φορέων του δημόσιου τομέα. Το προσωπικό της κατηγορίας αυτής δύναται, μετά από αίτηση του, να αποσπαστεί, στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ), κατά τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 3229/2004, που προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 19 του ν. 3581/2007 (ΦΕΚ 140 Α). β) Ο Γενικός Διευθυντής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 14 του π.δ. 20/2006 (ΦΕΚ 17 Α) μεταφέρεται στην Τράπεζα της Ελλάδος με την ίδια σχέση εργασίας μέχρι τη λήξη της θητείας του. Οι Διευθυντές και οι Προϊστάμενοι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μεταφέρονται στην Τράπεζα της Ελλάδος με την ίδια σχέση εργασίας μέχρι την λήξη της θητείας τους. γ) Όσοι υπάλληλοι της καταργούμενης υπηρεσίας ανήκουν στο μόνιμο και ειδικό επιστημονικό προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του άρθρου 15 και 17 του π.δ. 20/2006, καθώς και το προσωπικό με έμμισθη εντολή του άρθρου 18 του ίδιου προεδρικού διατάγματος μεταφέρονται στην Τράπεζα της Ελλάδος και εντάσσονται στο μόνιμο προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος. Το ίδιο δικαίωμα παρέχεται και στους υπαλλήλους που έχουν αποσπαστεί από φορείς του δημόσιου τομέα και ασκούσαν καθήκοντα ειδικού επιστημονικού προσωπικού. Ο χρόνος υπηρεσίας του εν λόγω προσωπικού που διανύθηκε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή σε άλλη δημόσια υπηρεσία θεωρείται ότι διανύθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος για όλα τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου. Κατ’ εξαίρεση το μόνιμο προσωπικό που υπάγεται στο άρθρο 15 του πδ. 20/2006 μπορεί, κατόπιν αιτήσεως του, να μεταταχθεί στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ) και να ενταχθεί, ανάλογα με τα προσόντα του, σε κενές οργανικές θέσεις ή προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται με την απόφαση μετάταξης και καταργούνται με την με οποιοδήποτε τρόπο αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία. Η μετάταξη ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση της ΕΛΤΕ. Το προσωπικό που δεν επιλέγει τη μετάταξη του στην ΕΛΤΕ ή δεν μετατάσσεται στην ΕΛΤΕ με την παραπάνω διαδικασία, μετατάσσεται σε κενή οργανική θέση υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 154 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/ 2007 (ΦΕΚ 26 Α) και του π.δ. 117/2008 (ΦΕΚ 180 Α). Αρμόδια διοικητική υπηρεσία για τη διαδικασία μετάταξης ορίζεται η Διεύθυνση Προσωπικού (Δ-4) της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. 5. Το κεφάλαιο που έχει σχηματιστεί από τις Εισφορές των έως σήμερα υπαγόμενων στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς επιχειρήσεων περιέρχεται στην Τράπεζα της Ελλάδος και διατίθεται σύμφωνα με τις ισχύουσες για την Τράπεζα της Ελλάδος διατάξεις. 8. Μέχρι την κατάργηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής επιλαμβάνεται επειγόντων ή τρέχουσας φύσης θεμάτων. Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου δικαιούται να συμμετέχει, χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκπρόσωπος της Τράπεζας της Ελλάδος προς τον οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο και οι υπηρεσιακές μονάδες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς οφείλουν να παρέχουν κάθε ζητούμενη πληροφορία. 9. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις της καταργούμενης Επιτροπής αναλαμβάνονται από το Τράπεζα της Ελλάδος χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης. Αξιώσεις που αφορούν το προ της κατάργησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς χρονικό διάστημα ασκούνται υπό ή κατά της Τράπεζας της Ελλάδος. Αρμόδια διοικητική υπηρεσία για την παροχή απόψεων και την αποστολή του διοικητικού φακέλου στα δικαστήρια σχετικά με τις εκκρεμείς δίκες και αξιώσεις που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, καθίσταται η Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος, στην οποία μεταφέρονται οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή που υπηρετούν σήμερα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εκκρεμείς διοικητικές υποθέσεις, κατά το χρόνο κατάργησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αναλαμβάνονται από την Τράπεζα της Ελλάδος. 10. Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους παραδίδει εντός είκοσι (20) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου … φακέλους στη Διεύθυνση Πιστωτικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών". 11. Όπου διατάξεις αυτής της παραγράφου άπτονται ρυθμίσεων του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, το καταστατικό τροποποιείται κατά την προβλεπόμενη σε αυτό διαδικασία. 12. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα για την ακώλυτη υπεισέλευση της Τράπεζας της Ελλάδος στο έργο της καταργούμενης Επιτροπής και ρυθμίζεται κάθε άλλο ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου.». Ταυτόχρονα, προτείνεται η αναδιαμόρφωση του οργανογράμματος της Τράπεζας της Ελλάδος όπως αυτό ανευρίσκεται στην ηλεκτρονική της διεύθυνση κατά τρόπο, ώστε να περιληφθεί σε αυτό είτε μία Γενική Διεύθυνση διαρθρωμένη όπως είναι σήμερα η Γενική Διεύθυνση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είτε ως μία νέα Διεύθυνση [στην Γενική Διεύθυνση Προληπτικής Εποπτείας και Εξυγίανσης, η «Διεύθυνση Εποπτείας της Κεφαλαιαγοράς» με τα ακόλουθα τμήματα [σε αντιστοιχία με αυτά της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος]: α) Τμήμα Αδειοδότησης Επιχειρήσεων Επενδύσεων, β) Τμήμα Αδειοδότησης ΟΣΕ, γ) Τμήμα Εποπτείας Επιχειρήσεων Επενδύσεων, δ) Τμήμα Εποπτείας ΟΣΕ, ε) Τμήμα Αδειοδότησης και Εποπτείας Οργανωμένων Αγορών, στ) Τμήμα Εποπτείας Εισηγμένων Εταιριών, ζ) Τμήμα Καταγγελιών και Εποπτείας Αγορών, η) Τμήμα Εποπτείας Πρόληψης Ξεπλύματος Χρήματος, θ) Τμήμα Θεσμικού Πλαισίου και Αξιολογήσεων, ι) Τμήμα Διεθνών Σχέσεων και ια) Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης. 2. ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ, σε περίπτωση μη ένταξης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στην Τράπεζα της Ελλάδος, προτείνεται να δοθεί μία τέτοια αύξηση αποδοχών στο προσωπικό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ώστε να ανταμοίβεται το προσωπικό της με αντίστοιχο της Τράπεζας της Ελλάδος επίπεδο αποδοχών ανά κατηγορία προσωπικού. Η αύξηση δε αυτή θα πρέπει για λόγους διασφάλισης της συνοχής της Υπηρεσίας να δοθεί κατά τρόπο, ώστε να υπάρξει σύγκλιση των αποδοχών μεταξύ των υπαλλήλων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και ταυτόχρονα να διατηρηθούν τυχόν διαφοροποιήσεις που προκύπτουν μόνο βάσει των ετών πρόσληψης του εκάστοτε υπαλλήλου. Τέλος, επισημαίνεται ότι το σύνολο της ανωτέρω ανάλυσης δεν αποτυπώνει την ακριβή μισθοδοσία τόσο του προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς όσο και του αντίστοιχου της Τράπεζας της Ελλάδος δεδομένου του απόρρητου χαρακτήρα της μισθοδοσίας εν γένει του προσωπικού και της αδυναμίας ανεύρεσης ακριβών στοιχείων. Αποτυπώνεται, ωστόσο, βάσει δημοσιευμένων στοιχείων, σε μεγάλο βαθμό η εικόνα διαφοροποίησης των αποδοχών που υφίσταται τόσο εντός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς όσο και σε σύγκριση κυρίως με το προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Ο υποβιβασμός της Ε.Κ. σε σχέση με το παρελθόν είναι σαφής εκ των ανωτέρω και αναντίστοιχος με το πλήθος των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται, συνεχώς και περισσότερων και πιο απαιτητικών όπως αυτών με το παρόν νομοσχέδιο [ακόμα και περισσότερων σε σχέση με την ΤτΕ]. Λόγω δε των ανωτέρω λόγων, είναι σαφής και η αδυναμία προσέλκυσης νέου προσωπικου σε αντίθεση με την ΤτΕ με ότι αυτό συνεπάγεται για την προστασία των επενδυτών. Δεν μπορεί το προσωπικό της Ε.Κ. να αισθάνεται τόσο κατάφωρα αδικημένο και να είναι ο σάκος του μπόξ και το αντίστοιχο προσωπικό της ΤτΕ να αισθάνεται υπερέχον χωρίς αντικειμενική αιτιολογία όταν μάλιστα η ΤτΕ εποπτεύεται από την Ε.Κ. Είναι δικαιοσύνη αυτό; Κατά την γνώμη μου όχι. Παρακαλούμε, επομένως, να αποκατασταθεί το θέμα ώστε να δοθεί προοπτική στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και κατ' επέκταση στην προστασία των επενδυτών.