- Υπουργείο Δικαιοσύνης - https://www.opengov.gr/ministryofjustice -

ΜΕΡΟΣ ΣΤ’ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (Άρθρα 62-84)

Άρθρο 62

Ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του ένστολου προσωπικού της Δικαστικής Αστυνομίας – Αντικατάσταση υποπερ. ββ) και προσθήκη υποπερ. βδ) στην περ. β) παρ. 2 άρθρου 4 ν. 4963/2022

Στην περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 4963/2022 (Α’ 149), περί αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης και των περιφερειακών υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η υποπερ. ββ) αντικαθίσταται, β) προστίθεται υποπερ. βδ) και η περ. β) διαμορφώνεται ως εξής:

«β. Για τις περιφερειακές υπηρεσίες Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα:

βα) η επίδοση δικογράφων και διαδικαστικών εγγράφων,

ββ) η εκτέλεση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, ενταλμάτων σύλληψης και η σύλληψη δράστη αυτόφωρου κακουργήματος ή πλημμελήματος σύμφωνα με το άρθρο 275 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96),

βγ) η ευταξία των δικαστικών συνεδριάσεων και η φύλαξη των δικαστικών καταστημάτων,

βδ) η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης και ανακριτικών πράξεων, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας ή παραγγελίας του ανακριτή, από τους φέροντες τον βαθμό του αστυνόμου και αρχιφύλακα της Δικαστικής Αστυνομίας, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του γενικού ανακριτικού υπαλλήλου».

Άρθρο 63

Αμοιβή επιτροπών για τη διενέργεια ψυχομετρικών, αθλητικών και υγειονομικών εξετάσεων του διαγωνισμού για το προσωπικό του αστυνομικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας

  1. Για τα μέλη των επιτροπών που απασχολήθηκαν στις προκαταρκτικές υγειονομικές, αθλητικές και ψυχομετρικές εξετάσεις των υποψηφίων του διαγωνισμού για το προσωπικό του αστυνομικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας και συγκροτήθηκαν με την υπ’ αρ. 1647/24/93693/15.1.2024 (Α.Δ.Α.: Ψ52Η46ΜΤΛΒ-Ε08) απόφαση του προϊσταμένου του Επιτελείου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, καθορίζεται αποζημίωση, ως εξής:

α) πρόεδροι, εφάπαξ αποζημίωση τετρακοσίων (400) ευρώ,

β) μέλη, εφάπαξ αποζημίωση τριακοσίων (300) ευρώ,

γ) γραμματείς, εφάπαξ αποζημίωση διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

  1. Σε περίπτωση αναπλήρωσης, η αποζημίωση που προβλέπεται για το τακτικό μέλος επιμερίζεται αναλογικά κατά το μέρος της συμμετοχής του τακτικού και του αναπληρωματικού μέρους, αντίστοιχα, την οποία βεβαιώνει ο Πρόεδρος της Επιτροπής.
  2. Η εν λόγω αποζημίωση καταβάλλεται από τη Διεύθυνση Προϋπολογισμού και Οικονομικής Διαχείρισης του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Άρθρο 64

Αντιποίηση φυσικοθεραπευτικού επαγγέλματος – Αντικατάσταση άρθρου 118 ν. 4600/2019

Το άρθρο 118 του ν. 4600/2019 (Α΄ 43), περί αντιποίησης φυσικοθεραπευτικού επαγγέλματος, αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 118

Αντιποίηση φυσικοθεραπευτικού επαγγέλματος

  1. Όποιος χρησιμοποιεί τον τίτλο του φυσικοθεραπευτή, χωρίς να διαθέτει πτυχίο ή αναγνωρισμένο τίτλο σπουδών φυσικοθεραπευτή ή, χωρίς να διαθέτει τα προβλεπόμενα για την άσκηση της φυσικοθεραπείας προσόντα, εκτελεί πράξεις αρμοδιότητας φυσικοθεραπευτή ή διαφημίζει, με οποιονδήποτε τρόπο, την εκτέλεση φυσικοθεραπευτικών πράξεων από τον ίδιο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως τρία (3) έτη και με χρηματική ποινή έως τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Η επανειλημμένη τέλεση του αδικήματος του πρώτου εδαφίου συνιστά επιβαρυντική περίσταση.
  2. Όποιος, ενώ διαθέτει πτυχίο ή αναγνωρισμένο τίτλο σπουδών φυσικοθεραπευτή,

α) ασκεί το επάγγελμα του φυσιοθεραπευτή ή

β) λειτουργεί είτε ατομικά είτε ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρίας εργαστήριο φυσικοθεραπείας, χωρίς να διαθέτει

βα) την απαιτούμενη κατά τις διατάξεις του νόμου βεβαίωση άσκησης του επαγγέλματος αυτού ή

ββ) βεβαίωση λειτουργίας εργαστηρίου φυσικοθεραπείας ή

βγ) η βεβαίωση που του είχε χορηγηθεί ανακλήθηκε ή

βδ) η ισχύς της έχει ανασταλεί ή

βε) αυτός είναι συνταξιούχος,

τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως ένα (1) έτος και χρηματική ποινή έως πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ.

  1. Στα αδικήματα των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται τα άρθρα 417 έως 427 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96), περί πλημμελημάτων που καταλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω.
  2. O Πανελλήνιος Σύλλογος Φυσικοθεραπευτών δικαιούνται διά τoυ Προέδρου του ή των νόμιμων αναπληρωτών αυτού, να δηλώνει παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας σε ποινικές δίκες για τα αδικήματα του παρόντος.».

Άρθρο 65

Αντιποίηση ιατρικού λειτουργήματος – Τροποποίηση άρθρου 339 ν. 4512/2018

Στο άρθρο 339 του ν. 4512/2018 (Α΄ 5), περί αντιποίησης ιατρικού λειτουργήματος, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι παρ. 1 και 3 αντικαθίστανται, β) στην παρ. 2 διαγράφεται η λέξη «ίδιες», γ) προστίθεται παρ. 4 και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις το άρθρο 339 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 339

Αντιποίηση ιατρικού λειτουργήματος

  1. Όποιος χρησιμοποιεί τον τίτλο του ιατρού χωρίς να κατέχει πτυχίο ιατρικής σχολής ημεδαπού πανεπιστημίου ή αναγνωρισμένο πτυχίο αλλοδαπού πανεπιστημίου ή χωρίς να διαθέτει τα προβλεπόμενα προσόντα προς άσκηση της ιατρικής, επιλαμβάνεται, είτε με προσωπικές ενέργειες είτε με προφορικές ή γραπτές συμβουλές, ακόμα και με την παρουσία ιατρού, της διάγνωσης ή θεραπείας ασθενών, ή διαφημίζει και προβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο την εκτέλεση πάσης φύσης ιατρικών πράξεων από τον ίδιο, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως τρία (3) έτη και με χρηματική ποινή έως εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ. Η επανειλημμένη τέλεση του αδικήματος του πρώτου εδαφίου θεωρείται επιβαρυντική περίσταση.
  2. Θεωρείται ως θεραπευτική επέμβαση και τιμωρείται με τις ποινές της παρ. 1 κάθε πράξη, η οποία τελείται για αισθητικούς λόγους, όταν για αυτή χρησιμοποιούνται χειρουργικά μέσα ή μηχανήματα, τα οποία με φυσικούς ή χημικούς παράγοντες μπορούν να συντελέσουν στον καθορισμό διάγνωσης ή στην εφαρμογή θεραπείας.
  3. Όποιος, ενώ είναι πτυχιούχος ιατρικής σχολής ημεδαπού Πανεπιστημίου ή άλλης ισότιμης Πανεπιστημιακής Σχολής αλλοδαπού πανεπιστημίου, ασκεί την ιατρική χωρίς την απαιτούμενη κατά τις διατάξεις του νόμου βεβαίωση ή ασκεί την ιατρική, ενώ η χορηγηθείσα σε αυτόν βεβαίωση ανακλήθηκε ή βρίσκεται υπό αναστολή ή αυτός είναι συνταξιούχος, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως ένα (1) έτος και χρηματική ποινή έως δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ.
  4. Τα πλημμελήματα του παρόντος διώκονται σύμφωνα με τα άρθρα 417 έως 427 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96), περί πλημμελημάτων που καταλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω.».

Άρθρο 66

Απαλοιφή της διαβίβασης δεδομένων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για αδικήματα κιβδηλείας – Τροποποίηση άρθρου 54 ν. 4443/2016

(άρθρο 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2024/2808 )

Στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 54 του ν. 4443/2016 (Α’ 232), περί τήρησης στατιστικών στοιχείων και δεδομένων από τις εισαγγελίες πρωτοδικών της Επικράτειας, μετά τις λέξεις «Υπουργού Δικαιοσύνης» διαγράφεται η φράση «Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία τουλάχιστον κάθε δύο (2) έτη τα διαβιβάζει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή» και το άρθρο 54 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 54

(άρθρο 11 της Οδηγίας)

Οι αρμόδιες υπηρεσίες κάθε Εισαγγελίας Πρωτοδικών ανά την Επικράτεια τηρούν κατ’ έτος στατιστικά στοιχεία και δεδομένα ως προς: α) τον αριθμό και το είδος των αξιόποινων πράξεων των άρθρων 207 έως 211 ΠΚ που διαπράττονται στη χώρα, β) τον αριθμό των προσώπων κατά των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη για τα ως άνω εγκλήματα, γ) τις ποινές που επιβλήθηκαν στα πρόσωπα που καταδικάσθηκαν για τα ίδια εγκλήματα. Τα δεδομένα αυτά οι ανωτέρω εισαγγελικές υπηρεσίες διαβιβάζουν κατ’ έτος στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης.».

Άρθρο 67

Ορισμός Εισαγγελέα και Ανακριτή Ανηλίκων – Τροποποίηση παρ. 1 και 5 άρθρου 30 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών

Στo άρθρο 30 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί ανακριτών και δικαστών ανηλίκων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, αα) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση» αντικαθίστανται από τις λέξεις «με απόφαση» και οι λέξεις «ή του δικαστή» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ή με πράξη του δικαστή» και αβ) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «ορίζονται ο ανακριτής ανηλίκων και ο εισαγγελέας ανηλίκων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «, ορίζεται ο ανακριτής ανηλίκων», β) στην παρ. 5, βα) στο πρώτο εδάφιο οι λέξεις «με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «με απόφαση του οικείου τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριo» και ββ) στο τρίτο εδάφιο διαγράφονται οι λέξεις «με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά» και το άρθρο 30 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 30

Ανακριτές και δικαστές ανηλίκων

  1. Ανακριτές στα πλημμελειοδικεία ορίζονται για μια τριετία πρόεδροι πρωτοδικών ή πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α` 65), με απόφαση του οικείου τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο και γνώμη του οικείου εισαγγελέα εφετών. Με την ίδια διαδικασία, ορίζεται ο ανακριτής ανηλίκων του πλημμελειοδικείου και του εφετείου για θητεία δύο (2) ετών. Για την ανάθεση καθηκόντων ανακριτή συνεκτιμώνται η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου ή διδακτορικού διπλώματος στο ποινικό δίκαιο και η αποδεδειγμένα πολύ καλή γνώση μίας (1) τουλάχιστον ξένης γλώσσας και ιδίως της αγγλικής. Ειδικά στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς ως ανακριτές ορίζονται για μία τριετία πρόεδροι πρωτοδικών ή πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία αυτών ως παρέδρων πρωτοδικείου και, σε περίπτωση που δεν υπηρετούν πρωτοδίκες με την πιο πάνω υπηρεσία ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν, ορίζονται ως ανακριτές οι κατά τον διορισμό αρχαιότεροι. Στα λοιπά δικαστήρια πλημμελειοδικών οι ανακριτές ορίζονται μεταξύ των προέδρων πρωτοδικών και των αρχαιότερων πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024, εφόσον δεν έχουν ασκήσει στο παρελθόν καθήκοντα ανακριτή στο ίδιο δικαστήριο ή σε άλλο και η υπηρεσία τους είναι συνεχόμενη.
  1. Σε υποθέσεις επείγουσες ή που απαιτούν ιδιαίτερη ή μακρόχρονη έρευνα, το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο μπορούν, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών, να ορίσουν επίκουρο ανακριτή έναν πρόεδρο πρωτοδικών ή περισσότερους πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024, εφόσον το ζητήσει ο ανακριτής.
  1. Αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ή έπαψε να υπηρετεί ο ανακριτής και δεν μπορεί άλλος ανακριτής να τον αναπληρώσει, το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το πρωτοδικείο ορίζει ως ανακριτή έναν (1) πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 για διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι (6) μήνες. Ο αριθμός των ανακριτών που υπηρετεί σε κάθε Πρωτοδικείο, προσδιορίζεται ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες, από την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου. Στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, δύνανται να δημιουργούνται κατά περίπτωση, με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου της έδρας, Ανακριτικά Τμήματα Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής και Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, προς διεκπεραίωση των υποβαλλομένων εισαγγελικών παραγγελιών, με αντικείμενο την εκτέλεση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής και ευρωπαϊκών εντολών έρευνας. Ο ως άνω Ανακριτής Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής και Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, επιλέγεται, με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου, μεταξύ των δικαστών της παρ. 1 που υπηρετούν σε αυτό και μπορεί σύμφωνα με τις υπηρεσιακές ανάγκες να τυγχάνει αποκλειστικής απασχόλησης. Για τη γραμματειακή υποστήριξη του Ανακριτή Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής και Ευρωπαϊκών Εντολών Έρευνας, συγκροτείται Γραφείο Διεθνών Δικαστικών Συνδρομών, το οποίο στελεχώνεται από δικαστικούς υπαλλήλους, με σχετική εμπειρία και γνώση ξένων γλωσσών.
  1. Αν συντρέχει επείγουσα ανάγκη, ανακριτικά καθήκοντα εκτελεί και ο πρόεδρος πρωτοδικών.
  1. Δικαστές ανηλίκων στα πλημμελειοδικεία ορίζονται για δύο (2) έτη ένας ή περισσότεροι πρόεδροι πρωτοδικών ή πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 με απόφαση του οικείου τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριo. Με την ίδια διαδικασία ορίζεται ο δικαστής ανηλίκων του Εφετείου. Σε όσα δικαστήρια υπηρετούν περισσότεροι από είκοσι (20) δικαστές, οι δικαστές ανηλίκων ορίζονται με απόφαση της ολομέλειας του δικαστηρίου. Για τον ορισμό στη θέση του δικαστή και του εισαγγελέα ανηλίκων αξιολογείται η προηγούμενη συμμετοχή σε ειδικό πρόγραμμα επιμόρφωσης που οργανώνει η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι) ή η κατοχή διδακτορικού διπλώματος ή μεταπτυχιακού τίτλου στο ειδικό αντικείμενο.
  1. Ο ανακριτής και ο δικαστής ανηλίκων ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου για τον οποίο ορίστηκαν, μέχρι την αντικατάστασή τους ή την ανανέωση της θητείας τους. Πριν από την πάροδο του παραπάνω χρονικού διαστήματος, απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους με τη διαδικασία της παρ. 1 ή κατά περίπτωση της παρ. 5, αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Η θητεία του ανακριτή και του εισαγγελέα ανηλίκων μπορεί να ανανεώνεται με αίτηση αυτού και με απόφαση του ορίζοντος αυτόν οργάνου για ένα (1) ακόμη έτος. Η θητεία του δικαστή ανηλίκων και του ανακριτή ανηλίκων μπορεί να ανανεώνεται με τον ίδιο τρόπο για δύο (2) ακόμη έτη».

Άρθρο 68

Εναρμόνιση πεδίου εφαρμογής με την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας του ν. 5108/2024 – Τροποποίηση περ. β) άρθρου 40 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών

 

Στην περ. β) του άρθρου 40 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί πεδίου εφαρμογής του Τμήματος Δεύτερου του Κώδικα, περί κατάστασης των δικαστικών λειτουργών, διαγράφονται οι λέξεις «στους ειρηνοδίκες, πταισματοδίκες και δόκιμους ειρηνοδίκες,» και το άρθρο 40 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 40

Πεδίο εφαρμογής

Το παρόν Τμήμα εφαρμόζεται:

α) Στον Πρόεδρο, στους αντιπροέδρους, συμβούλους, παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας,

β) στον Πρόεδρο, στον Εισαγγελέα, στους αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, στους αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, στους πρόεδρους και εισαγγελείς εφετών, στους εφέτες και αντεισαγγελείς εφετών, στους προέδρους και εισαγγελείς πρωτοδικών, στους πρωτοδίκες και αντεισαγγελείς πρωτοδικών, στους παρέδρους πρωτοδικείων και παρέδρους εισαγγελίας,

γ) στον Πρόεδρο, στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, στους αντιπροέδρους, στον Επίτροπο της Επικρατείας, στους συμβούλους, αντεπιτρόπους, παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο,

δ) στον Γενικό Επίτροπο, στον Επίτροπο και στους αντεπιτρόπους της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, στους προέδρους εφετών, εφέτες, προέδρους πρωτοδικών, πρωτοδίκες και παρέδρους πρωτοδικείου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.».

 

 

Άρθρο 69

Ορκωμοσία δικαστικών λειτουργών – Τροποποίηση παρ. 6 άρθρου 41 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών                 

 

Στην παρ. 6 του άρθρου 41 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί διορισμού δικαστικών λειτουργών, διαγράφεται το πέμπτο εδάφιο, και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:

«6. Ο διοριζόμενος δικαστικός λειτουργός ορκίζεται ενώπιον του δικαστηρίου, στο οποίο τοποθετείται ως δόκιμος, σε δημόσια συνεδρίασή του. Οι αντεπίτροποι της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ορκίζονται ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι δικαστικοί λειτουργοί που διορίζονται στον βαθμό του αντεπιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο σύμφωνα με το άρθρο 84 ορκίζονται ενώπιον της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι δόκιμοι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ορκίζονται ενώπιον της ολομέλειας των δικαστηρίων αυτών.».

Άρθρο 70

Εναρμόνιση αναδιορισμού δικαστικών λειτουργών με τον ν. 5108/2024- Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 46 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών

 

Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 46 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί αναδιορισμού δικαστικών λειτουργών, οι λέξεις «, του εφέτη διοικητικών δικαστηρίων και του ειρηνοδίκη Α’ τάξης σε κενή θέση» αντικαθίστανται από τις λέξεις «και του εφέτη διοικητικών δικαστηρίων σε κενή θέση» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Επιτρέπεται ο αναδιορισμός του δικαστικού λειτουργού που παραιτήθηκε για οποιονδήποτε λόγο ή απολύθηκε λόγω σωματικής ανικανότητας μέχρι και τον βαθμό του παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, του εφέτη και του αντεισαγγελέα εφετών και του εφέτη διοικητικών δικαστηρίων σε κενή θέση, ομοιόβαθμη με εκείνη από την οποία έχει αποχωρήσει. Εκείνος που παραιτήθηκε ή απολύθηκε, πρέπει να:

α) ζητήσει τον αναδιορισμό του μέσα σε τρία (3) έτη από την έξοδό του από την υπηρεσία,

β) έχει όλα τα προσόντα που απαιτούνται για τον διορισμό δικαστικού λειτουργού πλην της ηλικίας,

γ) μην καταλαμβάνεται από τα κωλύματα διορισμού του άρθρου 44 και

δ) έχει τριετή τουλάχιστον προϋπηρεσία.».

 

Άρθρο 71

Περιορισμός των πόλεων που εξαιρούνται από την εφαρμογή των κωλυμάτων εντοπιότητας – Τροποποίηση παρ. 6 άρθρου 49 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών

Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 49 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί κωλυμάτων εντοπιότητας δικαστικών λειτουργών, διαγράφονται οι λέξεις «, Πάτρας, Λάρισας, Ηρακλείου, Βόλου, Ιωαννίνων, Τρικάλων, Χαλκίδας, Σερρών, Αλεξανδρούπολης, Ξάνθης, Κατερίνης, Καλαμάτας, Καβάλας, Χανίων, Λαμίας, Αγρινίου, Κομοτηνής, Μυτιλήνης, Κέρκυρας, Ρόδου και Κοζάνης» και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:

«6. Δεν επιτρέπεται η υπηρεσία δικαστικού λειτουργού σε δικαστήριο ή εισαγγελία στην περιφέρεια του οποίου είναι διορισμένος ως δικηγόρος σύζυγος ή πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή συγγενής του μέχρι δεύτερου βαθμού, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, όσο διαρκεί ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης. Το κώλυμα αυτό δεν ισχύει για τα δικαστήρια των πόλεων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης.».

 

Άρθρο 72

Περικοπή μισθού δικαστικών λειτουργών – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 50 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών

Στην παρ. 4 του άρθρου 50 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί περικοπής του μισθού δικαστικού λειτουργού, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) τα εδάφια πρώτο και δεύτερο αντικαθίστανται, β) στο πέμπτο εδάφιο προστίθενται οι λέξεις «, χωρίς τη συμμετοχή του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εξέδωσε την πράξη» και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:

«4. Στην περίπτωση της παρ. 3 ο μισθός περικόπτεται με πράξη του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία ορίζεται, αναλόγως με τη μη παροχή υπηρεσίας, το χρονικό διάστημα για το οποίο περικόπτεται ο μισθός. Ειδικώς στην περίπτωση δικαστικών λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των μελών της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ο μισθός περικόπτεται με πράξη του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ο αρμόδιος για την περικοπή του μισθού καλεί, πριν από την έκδοση της πράξης εγγράφως τον δικαστικό λειτουργό να εκφράσει τις απόψεις του. Η εκτέλεση της πράξης δεν αναστέλλεται για οποιονδήποτε λόγο. Ο δικαστικός λειτουργός στον οποίο αφορά η πράξη, μπορεί μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοση της πράξης σε αυτόν, να ασκήσει προσφυγή κατ’ αυτής ενώπιον του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα, χωρίς τη συμμετοχή του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εξέδωσε την πράξη. Σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής, το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο εξαφανίζει την πράξη της περικοπής, ενώ διατάσσεται η απόδοση σε αυτόν του μισθού που περικόπηκε.».

 

Άρθρο 73

Εναρμόνιση τοποθετήσεων και προαγωγών δικαστικών λειτουργών με τον ν. 5108/2024 – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 59 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών

 

Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 59 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί τοποθετήσεων και προαγωγών δικαστικών λειτουργών, διαγράφονται οι λέξεις «ή, προκειμένου περί ειρηνοδικών, από τη συμπλήρωση των απαιτούμενων ετών υπηρεσίας,» και «ή προκειμένου ειδικά για προαγωγή ειρηνοδικών, στον χρόνο συμπλήρωσης των απαιτούμενων ετών υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 90» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Οι προαγωγές των δικαστικών λειτουργών μέχρι τον βαθμό του συμβούλου της Επικρατείας, του αρεοπαγίτη και του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Επιτρόπου και του αντεπιτρόπου της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και του Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και ο διορισμός σε θέση αντεπιτρόπου της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και αντεπιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, ύστερα από απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου προκαλείται με ερώτημα του Υπουργού το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την κένωση ή την κατανομή νέων θέσεων στα οικεία δικαστήρια ή εισαγγελίες και η προαγωγή του δικαστικού λειτουργού ανατρέχει στον χρόνο κατανομής ή κένωσης της θέσης. Θέση που κενώνεται λόγω προαγωγής ή διορισμού, σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια, λογίζεται κενωθείσα από την επομένη της ημερομηνίας υπογραφής του οικείου προεδρικού διατάγματος προαγωγής του κατέχοντος αυτή στον επόμενο βαθμό. Στην περίπτωση περισσότερων δικαστικών λειτουργών διαφορετικών βαθμών που προάγονται με το ίδιο προεδρικό διάταγμα και η προαγωγή των ανώτερων από αυτούς ανατρέχει στον χρόνο κένωσης των θέσεων που καταλαμβάνουν, η προαγωγή των υπολοίπων λογίζεται από την ημερομηνία υπογραφής του προεδρικού διατάγματος προαγωγής τους. Ειδικά για την πλήρωση των κενών που προβλέπεται ότι προκύπτουν στις 30 Ιουνίου κάθε έτους, το ερώτημα αποστέλλεται το αργότερο εντός του Απριλίου. Στην περίπτωση αυτή, όλες οι προαγωγές ανατρέχουν στην 1η Ιουλίου κάθε έτους.».

Άρθρο 74

Ίδρυση γραφείων γραμματείας επιθεώρησης στις Εισαγγελίες – Αντικατάσταση παρ. 3 άρθρου 94 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών

Η παρ. 3 του άρθρου 94 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί περιφερειών επιθεώρησης των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Στην έδρα του μεγαλύτερου από τα εφετεία και της μεγαλύτερης από τις Εισαγγελίες Εφετών κάθε περιφέρειας, καθώς και στην έδρα του Πρωτοδικείου και της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, ιδρύονται Γραφεία Γραμματείας Επιθεώρησης, στα οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους, με αποκλειστική απασχόληση, ένας ή περισσότεροι γραμματείς από το προσωπικό των δικαστηρίων της έδρας του Εφετείου, της Εισαγγελίας Εφετών, του Πρωτοδικείου και της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, αντίστοιχα.».

Άρθρο 75

Δικαστικοί λειτουργοί που ασκούν δημόσια υπηρεσία διοικητικής φύσεως – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 126 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών

 

Στο άρθρο 126 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί άσκησης δημόσιας υπηρεσίας διοικητικής φύσεως, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «, πάρεδροι εισαγγελίας και δόκιμοι ειρηνοδίκες» αντικαθίστανται από τις λέξεις «και πάρεδροι εισαγγελίας» και β) στην παρ. 2, στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «, εισαγγελέας και αντεισαγγελέας πρωτοδικών και ειρηνοδίκης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «και εισαγγελέας και αντεισαγγελέας πρωτοδικών» και οι παρ. 1 και 2 διαμορφώνονται ως εξής:

«1. Δόκιμοι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, πάρεδροι πρωτοδικείου των πολιτικών και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και πάρεδροι εισαγγελίας, οι οποίοι μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής τους υπηρεσίας κρίνονται από το οικείο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο μη διοριστέοι σε θέση ισόβιου δικαστικού λειτουργού, διορίζονται χωρίς διαγωνισμό σε ανάλογη προς τα προσόντα τους θέση διοικητικού υπαλλήλου, εφόσον έχουν τα προσόντα που προβλέπονται από τον Υπαλληλικό Κώδικα και κρίνονται επαρκείς προς τούτο με την περί απόλυσής τους απόφαση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Το οικείο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο διαλαμβάνει στην απόφασή του, αν ο κρινόμενος είναι επαρκής για την άσκηση διοικητικής φύσεως δημόσιας υπηρεσίας. Σε καταφατική περίπτωση ο κρινόμενος δικαιούται να ζητήσει εντός μηνός από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης του συμβουλίου, με αίτησή του προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, τον διορισμό του στη γραμματεία των δικαστηρίων ή των εισαγγελιών ή σε δημόσια διοικητική θέση, πλην των κεντρικών υπηρεσιών των Υπουργείων. Η αίτηση γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή εντός τριών (3) μηνών από την υποβολή της.

Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, καθορίζονται οι δημόσιες υπηρεσίες στις οποίες μπορεί να διορισθεί ο αιτών, συνιστώμενης ανάλογης θέσης, εφόσον δεν υπάρχει κενή, ο βαθμός με τον οποίο διορίζεται, ανάλογα με τα προσόντα του, ο τρόπος καθορισμού της σειράς που λαμβάνει και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Ο απολυόμενος δικαιούται να διορισθεί δικηγόρος στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη ή στην περιφέρεια οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου επιθυμεί, εκτός από εκείνα στα οποία υπηρέτησε μέχρι την απόλυσή του, εφόσον είχε αποκτήσει την ιδιότητα του δικηγόρου προ του διορισμού του.

  1. Πάρεδρος και εισηγητής του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφέτης, πρόεδρος πρωτοδικών και πρωτοδίκης των πολιτικών και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αντεισαγγελέας εφετών και εισαγγελέας και αντεισαγγελέας πρωτοδικών που παραλείπεται να προαχθεί για τρίτη τουλάχιστον φορά λόγω ανεπάρκειας, εάν μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας παράλειψης μεσολαβεί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, παραπέμπεται υποχρεωτικά με το ερώτημα της οριστικής παύσης λόγω ανεπάρκειας στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την επιβολή της ποινής της οριστικής παύσης, τηρούμενης της διαδικασίας του άρθρου 72. Αν το δικαστήριο αποφασίσει την οριστική παύση, διαλαμβάνει συγχρόνως στην απόφασή του, αν ο κρινόμενος επαρκεί για την άσκηση δημόσιας, διοικητικής φύσεως υπηρεσίας. Σε καταφατική περίπτωση ισχύουν αναλόγως όσα ορίζονται στην παρ. 1.»

 

Άρθρο 76

Τοπική αρμοδιότητα δικαστηρίων κατ’ έφεση – Τροποποίηση του άρθρου 14 του ν. 5108/2024

Στην παρ. 13 του άρθρο 14 του ν. 5108/2024 (Α’ 65), περί των μεταβατικών διατάξεων του Μέρους Α’ του νόμου αυτού, προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο, και η παρ. 13 διαμορφώνεται ως εξής:

«13. Στις περιπτώσεις μεταβολής της τοπικής αρμοδιότητας, σύμφωνα με το άρθρο 6, εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, σύμφωνα με το άρθρο 76, έχει γίνει επίδοση κλητήριου θεσπίσματος ή κλήσης στον κατηγορούμενο και οι οποίες έχουν προσδιοριστεί προς εκδίκαση μέχρι τις 31.12.2024 ή η εκδίκασή τους έχει διακοπεί για μετά την ανωτέρω ημερομηνία, εκδικάζονται από το δικαστήριο στο οποίο έχουν εισαχθεί. Οι υπόλοιπες υποθέσεις, καθώς και όσες έχουν αναβληθεί για οποιαδήποτε αιτία σε δικάσιμο μετά την ανωτέρω ημερομηνία, αποσύρονται και με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα, η οποία επιδίδεται στον κατηγορούμενο, προσδιορίζονται προς εκδίκαση στο κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο. Εφέσεις κατά αποφάσεων δικαστηρίων των οποίων μεταβλήθηκε η τοπική αρμοδιότητα σύμφωνα με το άρθρο 6 εκδικάζονται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που ήταν αρμόδιο μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος. Εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, σύμφωνα με το άρθρο 76, έχει γίνει επίδοση κλητήριου θεσπίσματος για να δικαστούν από τη μεταβατική έδρα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σπετσών και οι οποίες έχουν προσδιοριστεί προς εκδίκαση μέχρι τις 31.12.2024 εκδικάζονται από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Σπετσών στο οποίο συμμετέχουν δικαστικοί λειτουργοί του Πρωτοδικείου και της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς.».

 

Άρθρο 77

 Έκθεση Επιθεώρησης και πρώτη είσοδος στη γενική επετηρίδα – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 8 και προσθήκη παρ. 17 στο άρθρο 14 ν. 5108/2024

  1. Στην παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 5108/2024 (Α’ 65), περί ένταξης στην ειδική επετηρίδα, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «εκδίδεται μετά από ακρόαση των αιτούντων, λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις επιθεώρησης, το ήθος, την επιστημονική κατάρτιση, την ποιοτική και ποσοτική απόδοση της εργασίας και την επίδοση αυτών γενικά» αντικαθίστανται από τις λέξεις «εκδίδεται αφού ληφθούν υπόψη οι εκθέσεις επιθεώρησης, το ήθος, η επιστημονική κατάρτιση, η ποιοτική και ποσοτική απόδοση της εργασίας και η επίδοση αυτών γενικά» και β) στο πέμπτο εδάφιο διαγράφονται οι λέξεις «ακρόαση και» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Στους υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκες παρέχεται δυνατότητα ένταξης στη γενική επετηρίδα, μετά από αίτησή τους. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται για πρώτη φορά ένα (1) έτος μετά από τη δημοσίευση του παρόντος και κατόπιν ανά έτος, εφόσον οι αιτούντες έχουν ολοκληρώσει τα υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης του άρθρου 7 και έχουν μία (1) τουλάχιστον έκθεση επιθεώρησης του κεφαλαίου ΙΗ΄ του Kώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, A΄ 109), περί διενέργειας επιθεώρησης από τον αρμόδιο Επιθεωρητή του Αρείου Πάγου της δικαστικής περιφέρειας στην οποία υπηρετούν. Για την ένταξη στη γενική επετηρίδα και τον ακριβή αριθμό των εντασσομένων αποφαίνεται το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης με αιτιολογημένη απόφασή του, η οποία εκδίδεται αφού ληφθούν υπόψη οι εκθέσεις επιθεώρησης, το ήθος, η επιστημονική κατάρτιση, η ποιοτική και ποσοτική απόδοση της εργασίας και η επίδοση αυτών γενικά. Οι εντασσόμενοι στη γενική επετηρίδα των πρωτοδικών τοποθετούνται μετά από τον τελευταίο πρωτοδίκη, με βάση τη σειρά που κατείχε ο καθένας εξ αυτών στην ειδική επετηρίδα των ειρηνοδικών κατά τον χρόνο της αίτησης. Οι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίοι, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, έχουν διοριστεί ως Δόκιμοι Ειρηνοδίκες Δ΄ ή βρίσκονται στο στάδιο της πρακτικής τους άσκησης μετά από την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου κατάρτισης, μπορούν με αίτησή τους, η οποία υποβάλλεται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, και μετά από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, να ενταχθούν στη γενική επετηρίδα των πρωτοδικών, τοποθετούμενοι μετά από τον τελευταίο πάρεδρο πρωτοδικείου κατά τη 16η.9.2024.».

  1. Στο άρθρο 14 του ν. 5108/2024, περί μεταβατικών διατάξεων, προστίθεται παρ. 17 ως εξής:

«17. Κατά την πρώτη εφαρμογή της ένταξης στη γενική επετηρίδα του άρθρου 8, η έκθεση επιθεώρησης αφορά στο χρονικό διάστημα από τις 16.9.2024 έως τις 28.5.2025, ημερομηνία η οποία έχει οριστεί ως προθεσμία λήξης των τακτικών προγραμμάτων επιμόρφωσης της παρ. 3 του άρθρου 7 του παρόντος, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 3 της υπό στοιχεία 49169οικ/2.8.2024 κοινής απόφασης των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Β’ 4693), περί της διεξαγωγής των προγραμμάτων επιμόρφωσης του άρθρου 7 του παρόντος νόμου. Η έκθεση επιθεώρησης διενεργείται από τους ήδη ορισθέντες ως αρμόδιους Επιθεωρητές του Αρείου Πάγου για τη δικαστική περιφέρεια στην οποία υπηρετούν οι αιτούντες την ένταξη.».

Άρθρο 78

Εγκυρότητα επίδοσης στις περιπτώσεις παράλειψης επισημείωσης στο επιδιδόμενο έγγραφο– Τροποποίηση άρθρου 162 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

  1. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 162 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96), περί του αποδεικτικού της απόδειξης, οι λέξεις «, αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη» διαγράφονται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Αυτός που επιδίδει οφείλει επίσης σε κάθε περίπτωση να σημειώσει στο έγγραφο τη χρονολογία και τον τόπο της επίδοσης, καθώς και το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε, και να υπογράψει τη σχετική σημείωση. Σε περίπτωση επίδοσης βουλεύματος ή απόφασης με παράδοση σε ψηφιακή μορφή, η σημείωση του προηγούμενου εδαφίου διενεργείται επί της εκθέσεως του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 155.».

  1. Στο τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 162 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι λέξεις «αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη» διαγράφονται και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:

«3. Η επίδοση μπορεί να αποδεικνύεται και με απόδειξη παραλαβής η οποία συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του εγγράφου που επιδίδεται και υπογράφεται από αυτόν προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή από σύνοικό του. Η απόδειξη συντάσσεται από τα όργανα της επίδοσης ή από τους υπαλλήλους της γραμματείας για τις επιδόσεις που γίνονται μέσα στα δικαστικά καταστήματα και περιέχει απαραιτήτως το ονοματεπώνυμο εκείνου που επιδίδει και εκείνου που παραλαμβάνει το έγγραφο, καθώς και τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης. Ο τόπος και η χρονολογία της επίδοσης σημειώνεται και στο έγγραφο που παραδίδεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2.».

Άρθρο 79

Περάτωση της κύριας ανάκρισης με έκδοση εντάλματος σύλληψης για κατηγορούμενο αγνώστου διαμονής – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 270 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στην παρ. 2 του άρθρου 270 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96), περί του αναγκαίου όρου για την περάτωση της ανάκρισης, προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Αν ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία, από απείθεια όμως δεν παρουσιάζεται και ο ανακριτής κρίνει ότι υπάρχουν ενδείξεις εναντίον του, τότε η ανάκριση μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη με την έκδοση εντάλματος βίαιης προσαγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 272 και αν οι ενδείξεις είναι σοβαρές με την έκδοση εντάλματος σύλληψης σύμφωνα με το άρθρο 276. Το ίδιο ισχύει και όταν ο κατηγορούμενος που κλήθηκε, δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα και υπάρχουν ενδείξεις εναντίον του, οπότε η ανάκριση περατώνεται με την σε βάρος του έκδοση εντάλματος σύλληψης σύμφωνα με το άρθρα 276.».

Άρθρο 80

Έξοδα ανάκλησης έγκλησης – Τροποποίηση άρθρου 579 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 579 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96), περί εξόδων σε περίπτωση ανάκλησης έγκλησης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1 αα) προστίθενται οι λέξεις «κατά την κύρια διαδικασία,», αβ) διαγράφονται οι λέξεις «ή με το βούλευμα», αγ) προστίθενται οι λέξεις «που ισούνται με το ελάχιστο των εξόδων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου», β) η παρ. 2 αντικαθίσταται και το άρθρο 579 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 579

Έξοδα σε περίπτωση που ανακαλείται η έγκληση

  1. Σε περίπτωση που ανακαλείται η έγκληση, κατά την κύρια διαδικασία, εκείνος που την ανακαλεί καταδικάζεται με την ίδια απόφαση στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ισούνται με το ελάχιστο των εξόδων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου.
  1. Αν η έγκληση ανακαλείται κατά την προδικασία ή την προπαρασκευαστική διαδικασία, τα έξοδα ανάκλησης ορίζονται στο ήμισυ των εξόδων της παρ. 1.».

Άρθρο 81

Επέκταση της υποχρέωσης των φορέων να χορηγούν βεβαιώσεις με τα δεδομένα της παρ. 6 του άρθρου 21 του ν. 5026/2023 – Τροποποίηση παρ. 7 άρθρου 21 ν. 5026/2023

Στο τρίτο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 21 του ν. 5026/2023 (Α’ 45), περί του τρόπου υποβολής της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, προστίθενται οι λέξεις «, σε κάθε περίπτωση, είτε διαλειτουργούν πλήρως με την εφαρμογή e-pothen είτε όχι,» και οι λέξεις «, που αφορούν στον ίδιο ή στα ανήλικα τέκνα του» και η παρ. 7 διαμορφώνεται ως εξής:

«7. Όλα: α) τα δεδομένα των ανωτέρω δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, όπως έχουν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία οριστικής υποβολής της Δ.Π.Κ. από την υποβολή τροποποιητικών και συμπληρωματικών δηλώσεων εισοδήματος για το έτος που αφορά η Δ.Π.Κ., β) τα στοιχεία της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου κατά την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι ετήσια, ή του τρέχοντος έτους, εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι αρχική, και γ) τα δεδομένα που διαβιβάζουν κατά τη συμπλήρωση της Δ.Π.Κ. οι φορείς που διαλειτουργούν, σύμφωνα με την παρ. 6, επισυνάπτονται αυτόματα ηλεκτρονικά στην υποβαλλόμενη Δ.Π.Κ..

Η για οποιονδήποτε λόγο αδυναμία: α) άντλησης και μεταφοράς των απαιτούμενων δεδομένων της περ. α) της παρ. 6 για τη συμπλήρωση της δήλωσης με αυτόματο τρόπο μέσω της διαλειτουργικότητας της εφαρμογής της παρ. 1 ή β) αυτόματης ηλεκτρονικής επισύναψης των παραστατικών στην υποβαλλόμενη Δ.Π.Κ., δεν απαλλάσσει τα πρόσωπα του Κεφαλαίου Β’ από την υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ., σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή, τα αναγκαία στοιχεία και δεδομένα συμπληρώνονται και επισυνάπτονται με αποκλειστική ευθύνη του υπόχρεου, οι δε χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι λοιποί φορείς υποχρεούνται, σε κάθε περίπτωση, είτε διαλειτουργούν πλήρως με την εφαρμογή e-pothen είτε όχι, να χορηγούν στον υπόχρεο, χωρίς επιβάρυνση, εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος, βεβαιώσεις για τα δεδομένα της περ. α) της παρ. 6, που αφορούν στον ίδιο ή στα ανήλικα τέκνα του, για την υποβολή αρχικών ή ετήσιων δηλώσεων. Ομοίως, με αποκλειστική ευθύνη του υπόχρεου δηλώνονται τα στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στη Δ.Π.Κ., σύμφωνα με το άρθρο 20, και τα οποία τηρούνται σε οποιονδήποτε φορέα ή νομικό πρόσωπο ή οντότητα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, και δεν μεταφέρονται με αυτόματο τρόπο μέσω διαλειτουργικότητας στη Δ.Π.Κ., σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Τα οικεία παραστατικά για τα στοιχεία του προηγουμένου εδαφίου επισυνάπτονται στη δήλωση με ευθύνη του υπόχρεου, εφόσον τούτο απαιτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Ειδικώς για πιστωτικά ιδρύματα και χρηματιστοπιστωτικούς οργανισμούς της αλλοδαπής τα απαιτούμενα στοιχεία δηλώνονται με κάθε πρόσφορο τρόπο. Τα υπόχρεα πρόσωπα που για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν καταχωριστεί από τους αρμόδιους φορείς στην κατάσταση υπόχρεων της παρ. 1 του άρθρου 17, δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, οφείλουν, δε, να συμπληρώσουν τις εν λόγω δηλώσεις με δική τους ευθύνη, επισυνάπτοντας τα παραστατικά της παρ. 10, εφόσον τούτο απαιτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Για την υποστήριξη της συμπλήρωσης της δήλωσης από τα υπόχρεα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, κατόπιν ενημέρωσής τους, πραγματοποιείται άντληση των απαιτούμενων δεδομένων από τους φορείς που διαλειτουργούν εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την έναρξη συμπλήρωσης της δήλωσης.».

Άρθρο 82

Προθεσμία υποβολής αίτησης συνέχισης της δίκης σε περίπτωση μη επίτευξης εξώδικης επίλυσης φορολογικής διαφοράς – Τροποποίηση παρ. 7 άρθρου 16 ν. 4714/2020 

Στην παρ. 7 του άρθρου 16 του ν. 4714/2020 (Α΄148), περί Επιτροπής Εξώδικης Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών, προστίθεται τελευταίο εδάφιο και η παρ. 7 διαμορφώνεται ως εξής:

«7. Η Επιτροπή ελέγχει τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς με βάση τη νομολογία και την πάγια πρακτική της Φορολογικής Διοίκησης. Μπορεί να προτείνει την εν όλω ή εν μέρει αποδοχή ή την απόρριψη του αιτήματος, υποβάλλει δε, σε κάθε περίπτωση, συγκεκριμένη πρόταση στον αιτούντα, στην οποία αναγράφονται τα ποσά του κύριου φόρου, των πρόσθετων φόρων, των τόκων, των προσαυξήσεων και των προστίμων. Για την καταβολή του ποσού του συμβιβασμού που εμπεριέχεται στην ανωτέρω πρόταση εφαρμόζεται η παρ. 8. Η πρόταση της Επιτροπής περιέχει επαρκή αιτιολογία και κοινοποιείται στον αιτούντα από τη γραμματεία της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013 (Α` 170). Εάν ο αιτών αποδεχθεί την πρόταση της Επιτροπής εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση αυτής, συντάσσεται σχετικό πρακτικό εξώδικης επίλυσης, το οποίο δημοσιεύεται στον ιστότοπο του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, τηρουμένων των διατάξεων περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Η αποδοχή επιβεβαιώνεται με την υπογραφή της πρότασης από τον αιτούντα. Ο αιτών κατά το χρονικό σημείο της υπογραφής της πρότασης, επιλέγει και τον επιθυμητό αριθμό δόσεων. Ο αριθμός των δόσεων είναι ίδιος, τόσο για την καταβολή του κύριου φόρου όσο και για την καταβολή των πρόσθετων φόρων, τόκων, προσαυξήσεων και προστίμων. Το πρακτικό εξώδικης επίλυσης είναι εκτελεστός τίτλος κατά την έννοια του άρθρου 45 του ν. 4174/2013 (Α` 170) και το αναγραφόμενο σε αυτό ποσό βεβαιώνεται ως δημόσιο έσοδο, ενώ η αρχική βεβαίωση διαγράφεται. Η διαγραφή της αρχικής βεβαίωσης συνεπάγεται την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής του αρχικού τίτλου βεβαίωσης έως την ολοσχερή εξόφληση της οφειλής που προκύπτει από το πρακτικό. Το ως άνω πρακτικό που κοινοποιείται στον αιτούντα από τη γραμματεία της Επιτροπής, επιλύει αμετάκλητα την εκκρεμή διαφορά και δεν προσβάλλεται με κανένα ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφόσον επί του συνολικού ποσού που προκύπτει για τον φορολογούμενο, καταβληθεί ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του κύριου φόρου που οφείλεται ή ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) σε περίπτωση αυτοτελών προστίμων, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίησή του και χωρίσει νομίμως η εξόφληση του συνόλου αυτού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 8. Ποσά που έχουν καταβληθεί έναντι του κύριου φόρου ή του αυτοτελούς προστίμου συνυπολογίζονται κατά τον προσδιορισμό του ποσοστού του τριάντα τοις εκατό (30%) ή του ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) αντίστοιχα. Αν δεν τηρηθούν οι όροι των προηγούμενων εδαφίων, καθώς και εάν δεν καταβληθούν δύο (2) συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις ή καθυστερήσει η καταβολή των δύο (2) τελευταίων δόσεων για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, ο συμβιβασμός ανατρέπεται αναδρομικά, θεωρείται ότι δεν επήλθε ποτέ και καταβληθέντα ποσά θεωρούνται ότι καταβλήθηκαν έναντι της οφειλής του αρχικού τίτλου, ο οποίος βεβαιώνεται εκ νέου ως δημόσιο έσοδο. Σε περίπτωση μη αποδοχής από τον αιτούντα της πρότασης της επιτροπής, συντάσσεται πρακτικό ματαίωσης της εξώδικης επίλυσης. Το πρακτικό εξώδικης επίλυσης ή το πρακτικό ματαίωσης αυτής κοινοποιούνται άμεσα, με επιμέλεια της γραμματείας των επιτροπών, στο δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση. Με την κοινοποίηση του πρακτικού εξώδικης επίλυσης η υπόθεση τίθεται αυτοδίκαια στο αρχείο με πράξη του προέδρου του δικαστηρίου. Σε περίπτωση μη αποδοχής από τον αιτούντα της πρότασης της επιτροπής και σύνταξης πρακτικού ματαίωσης της εξώδικης επίλυσης ή σε περίπτωση σιωπηρής απόρριψης της αίτησης λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας που ορίζεται στην παρ. 6, η ανασταλείσα δίκη συνεχίζεται κατόπιν αίτησης οιουδήποτε εκ των διαδίκων. Για τη συνέχιση της δίκης εκδίδεται πράξη του Προέδρου του δικαστηρίου περί ορισμού δικασίμου, η οποία κοινοποιείται με επιμέλεια του αιτούντος τη συνέχιση της δίκης στον αντίδικο τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Σε περίπτωση μη υποβολής αίτησης περί συνέχισης της δίκης εντός εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση του πρακτικού ματαίωσης προς τον αιτούντα ή από τη συντέλεση της σιωπηρής απόρριψης της αίτησης εξώδικης επίλυσης, λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας που ορίζεται στην παρ. 6, η δίκη καταργείται».

Άρθρο 83

Μισθώσεις ακινήτων για τη στέγαση δικαστηρίων – Τροποποίηση άρθρου 34 ν. 5119/2024

Στο άρθρο 34 του ν. 5119/2024 (A‘ 103) επέρχονται οι εξής αλλαγές:

  1. Στην παρ. 1 οι λέξεις «κατά παρέκκλιση του τρόπου διενέργειας μισθώσεων για τη στέγαση δημόσιων υπηρεσιών και ιδίως του ν. 3130/2003 (Α’ 76)» αντικαθίστανται από τη φράση «κατά παρέκκλιση των διατάξεων για τη μίσθωση ακινήτων που αφορούν τη στέγαση δημόσιων υπηρεσιών και ιδίως του ν. 3130/2003 (Α΄ 76)» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης δύναται να µισθώνει ακίνητα για την κάλυψη των αναγκών για τη στέγαση δικαστηρίων ανά την Επικράτεια, που προκύπτουν από την εφαρµογή του ν. 5108/2024 (Α΄ 65), κατά παρέκκλιση των διατάξεων για τη μίσθωση ακινήτων που αφορούν τη στέγαση δημόσιων υπηρεσιών και ιδίως του ν. 3130/2003 (Α΄ 76).

  1. Προστίθεται παρ. 2Α ως εξής:

«2Α. Το παρόν εφαρμόζεται και στις μισθώσεις ακινήτων για την κάλυψη των αναγκών στέγασης των διοικητικών δικαστηρίων.».

Άρθρο 84

Καταργούμενες διατάξεις

 

Στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109) καταργούνται οι ακόλουθες διατάξεις:

α) με αναδρομική ισχύ από την 16η.9.2024, το άρθρο 7, περί σύμμετρης κατανομής πολιτικών υποθέσεων μεταξύ των ειρηνοδικών της περιφέρειας του ίδιου πρωτοδικείου, και η παρ. 5 του άρθρου 88, περί προαγωγής παρέδρων πρωτοδικείων και εισαγγελίας,

β) το πέμπτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 41, περί διορισμού δικαστικών λειτουργών, και

γ) το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 100, περί αρμοδιοτήτων επιθεωρητών.