ΜΕΡΟΣ Γ΄ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ – ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ (άρθρα 146-167)

ΜΕΡΟΣ Γ΄

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

 

Άρθρο 146

Σκοπός

 

Σκοπός του παρόντος μέρους είναι η προσαρμογή της νομοθεσίας σε νέα κοινωνικά και τεχνολογικά δεδομένα, επί θεμάτων που αφορούν: α) σε όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες και εκρηκτικούς μηχανισμούς, β) στις ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, γ)θ στο ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας και στις υπηρεσίες της και δ) στις αστυνομικές ταυτότητες.

 

Άρθρο 147

Αντικείμενο

 

Αντικείμενο του παρόντος μέρους είναι:

α) η ρύθμιση θεμάτων που αφορούν στον ορισμό των όπλων, στις προϋποθέσεις για νόμιμη οπλοφορία, οπλοκατοχή και οπλοχρησία, στις διακεκριμένες περιπτώσεις και στις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των σχετικών διατάξεων, καθώς και θεμάτων που αφορούν στις προϋποθέσεις έκδοσης άδειας κατοχής κυνηγετικών όπλων και οπλοφορίας αστυνομικών, όταν υποβάλλεται σε βάρος τους καταγγελία για πράξεις ενδοοικογενειακής βίας,

β) η αναμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας,

 

γ) η ρύθμιση θεμάτων που αφορούν στη βαθμολογική προαγωγή θανόντος ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας και στην παροχή οικονομικού βοηθήματος στους γονείς και

δ) ρυθμίσεις που αφορούν στα στοιχεία των δελτίων αστυνομικής ταυτότητας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΟΠΛΑ, ΠΥΡΟΜΑΧΙΚΑ, ΕΚΡΗΚΤΙΚΕΣ ΥΛΕΣ, ΕΚΡΗΚΤΙΚΟΥΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 148

Αντικείμενα που θεωρούνται όπλα – Μαχαίρια – Αντικατάσταση περ. αβ’ δεύτερου εδαφίου περ. α’ παρ. 1 άρθρου 1 ν. 2168/1993

 

Η περ. αβ’ του δεύτερου εδαφίου της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2168/1993 (Α’ 147), περί των ορισμών που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή του νόμου αυτού, αντικαθίσταται ως εξής:

 

«αβ. Μαχαίρια κάθε είδους, μεταξύ των οποίων τα γενικής χρήσης, που προορίζονται για την κοπή, παρασκευή ή κατανάλωση τροφίμων, καθώς και τα ειδικής χρήσης, που προορίζονται για επαγγελματική, επιστημονική ή εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία, ορειβασία, τουριστικούς σκοπούς ή άλλη συναφή, με αυτές τις δραστηριότητες, χρήση.».

 

Άρθρο 149

Εισαγωγή όπλων από το εξωτερικό – Αντικατάσταση περ. β΄ παρ. 8 άρθρου 2 ν. 2168/1993

 

Η περ. β΄ της παρ. 8 του άρθρου 2 του ν. 2168/1993 (Α’ 147), περί των περιπτώσεων στις οποίες δεν απαιτείται άδεια για την εισαγωγή όπλων από το εξωτερικό, αντικαθίσταται ως εξής:

 

«β. Μαχαιριών γενικής χρήσης, που προορίζονται για την κοπή, παρασκευή ή κατανάλωση τροφίμων, καθώς και ειδικής χρήσης, που προορίζονται για επαγγελματική, επιστημονική ή εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία, ορειβασία, τουριστικούς σκοπούς, ή άλλη συναφή, με αυτές τις δραστηριότητες, χρήση καθώς και τυφεκίων αλιείας.».

 

Άρθρο 150

Εξαγωγή και επανεξαγωγή όπλων – Αντικατάσταση περ. (1) παρ. 2α άρθρου 3 ν. 2168/1993

 

Η περ. (1) της παρ. 2α του άρθρου 3 του ν. 2168/1993 (Α’ 147), περί των περιπτώσεων στις οποίες δεν απαιτείται άδεια εξαγωγής και επανεξαγωγής όπλων, αντικαθίσταται ως εξής:

 

«(1) μαχαιριών γενικής χρήσης, που προορίζονται για την κοπή, παρασκευή ή κατανάλωση τροφίμων καθώς και ειδικής χρήσης, που προορίζονται για επαγγελματική, επιστημονική ή εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία, ορειβασία, τουριστικούς σκοπούς, ή άλλη συναφή, με αυτές τις δραστηριότητες, χρήση, καθώς και τυφεκίων αλιείας.».

 

Άρθρο 151

Εμπορία και διάθεση όπλων – Αντικατάσταση περ. β΄ παρ. 4 και περ. ε’ παρ. 5 άρθρου 6 ν. 2168/1993

 

  1. Η περ. β΄ της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 2168/1993 (Α’ 147), περί των περιπτώσεων στις οποίες δεν απαιτείται άδεια για την εμπορία, αντικαθίσταται ως εξής:

 

«β. Μαχαιριών γενικής χρήσης, που προορίζονται για την κοπή, παρασκευή ή κατανάλωση τροφίμων καθώς και ειδικής χρήσης, που προορίζονται για επαγγελματική, επιστημονική ή εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία, ορειβασία, τουριστικούς σκοπούς, ή άλλη συναφή, με αυτές τις δραστηριότητες, χρήση, καθώς και τυφεκίων αλιείας.».

 

  1. Η περ. ε΄ της παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. 2168/1993, περί των περιπτώσεων στις οποίες επιτρέπεται η πώληση ή διάθεση όπλων, αντικαθίσταται ως εξής:

 

«ε. Μαχαιριών, γενικής και ειδικής χρήσης, μόνο σε άτομα που έχουν συμπληρώσει το δέκατο έβδομο έτος της ηλικίας τους, και τυφεκίων αλιείας μόνο σε άτομα που έχουν συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας τους.».

 

Άρθρο 152

Οπλοκατοχή – Αντικατάσταση παρ. 5 και τροποποίηση παρ. 8 άρθρου 7 ν. 2168/1993

 

  1. Η παρ. 5 του άρθρου 7 του ν. 2168/1993 (Α’ 147), περί της οπλοκατοχής, αντικαθίσταται ως εξής:

 

«5. Δεν απαιτείται άδεια για την κατοχή μαχαιριών γενικής και ειδικής χρήσης, μηχανισμών εκτοξεύσεως χημικών ουσιών που προορίζονται για αντίστοιχες χρήσεις, καθώς και ξιφών και σπαθών που χρησιμοποιούνται για άθληση.».

 

  1. Στην παρ. 8 του άρθρου 7 του ν. 2168/1993 επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθενται οι λέξεις «Με την επιφύλαξη των άρθρων 8 και 15:», β) στην περ. α΄, βα) οι λέξεις «έξι (6) μηνών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ενός (1) έτους», ββ) οι λέξεις «εξακοσίων (600) ευρώ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «οκτακοσίων (800) ευρώ» και η παρ. 8, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:

 

«8. Με την επιφύλαξη των άρθρων 8 και 15:

α. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον οκτακοσίων (800) τιμωρούνται οι παραβάτες των παρ. 1 και 2, πλην της περ. η’ της παρ. 2.

Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος μετατρέπει ή παραλλάσσει όπλο από τα αναφερόμενα στις περ. β΄, θ΄, ι΄, ιβ΄, ιδ΄ και ιε΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 και στην περ. δ’ της παρ. 2 ή απαλείφει ή παραποιεί τον αριθμό ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της σήμανσης του όπλου ή ουσιώδους συστατικού μέρους.

β. Με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους τιμωρούνται οι παραβάτες της περ. η’ της παρ. 2, της περ. α’ της παρ. 3 και των παρ. 4 και 6.

γ. Οι παραβάτες της παρ. 7 τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μηνών και, σε περίπτωση που αποσκοπούν σε κατακράτηση των ανευρεθέντων αντικειμένων, με τις ποινές των προηγούμενων περιπτώσεων, ανάλογα με το είδος του ανευρεθέντος αντικειμένου.»

δ. Οι κάτοχοι όπλων των περ. α’, β’ και ε’ της παρ. 1 και της περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 1 της υπό στοιχεία 3009/2/84-δ΄/27.7.2004 απόφασης του Υπουργού Δημόσιας Τάξης (Β’ 1208), που δεν έχουν εφοδιαστεί με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του παρόντος νόμου άδεια κατοχής, δεν υπέχουν ποινική ευθύνη αν με δική τους θέληση και πριν εξετασθούν με οποιονδήποτε τρόπο για παράνομη κατοχή των όπλων αυτών από την αρχή, υποβάλλουν στις αρμόδιες αστυνομικές αρχές τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για τη χορήγηση άδειας κατοχής. Στην περίπτωση αυτή, οι κάτοχοι υποχρεούται να καταβάλλουν, για την έκδοση της άδειας κατοχής, το δεκαπλάσιο των τελών που προβλέπονται κάθε φορά.».

 

Άρθρο 153

Οπλοφορία – Προσθήκη παρ. 11Α και τροποποίηση παρ. 13 άρθρου 10 ν. 2168/1993

 

  1. Μετά από την παρ. 11 του άρθρου 10 του ν. 2168/1993 (Α’ 147), περί της οπλοφορίας, προστίθεται παρ. 11Α ως εξής:

 

«11Α. Επιτρέπεται να φέρουν μαχαίρια, γενικής ή ειδικής χρήσης, άτομα που έχουν συμπληρώσει το δέκατο έβδομο έτος της ηλικίας τους, εφόσον μπορούν να αποδείξουν, με οποιονδήποτε τρόπο, τον σκοπό κατοχής τους. Η μεταφορά μαχαιριών γενικής ή ειδικής χρήσης που κατέχονται νόμιμα, επιτρέπεται μόνο από τον τόπο κατοικίας ή επαγγελματικής εγκατάστασης του φέροντα στον χώρο άσκησης της δραστηριότητας για την οποία προορίζονται και εντός αυτού, και αντίστροφα. Τα μαχαίρια, κατά τη μεταφορά εντός κατοικημένων περιοχών ή κατά τη διέλευση από κατοικημένες περιοχές, τοποθετούνται σε ασφαλή περίκλειστη θέση, εντός θήκης, σακιδίου ή τσάντας μεταφοράς αντικειμένων, με τρόπο ώστε να μην καθίστανται πρόσφορα για επίθεση, άμυνα ή ακινητοποίηση. Ειδικά κατά τη μετακίνηση με οποιουδήποτε τύπου όχημα, τοποθετούνται ως άνω, στον χώρο αποσκευών του οχήματος και αν δεν διατίθεται τέτοιος, σε άλλον μη ευχερώς προσβάσιμο χώρο του. Η χρήση τους εκτός των χώρων άσκησης της εκάστοτε δραστηριότητας, για την οποία προορίζονται, απαγορεύεται.».

 

  1. Στην παρ. 13 του άρθρου 10 του ν. 2168/1993 επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθενται οι λέξεις «Με την επιφύλαξη του άρθρου 15:», β) στην περ. α), αα) οι λέξεις «τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον εξακοσίων (600) ευρώ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον χιλίων (1.000) ευρώ» και αβ) το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται, β) στην περ. β’, βα) οι λέξεις «περίπτωση 2» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην παρ. 2 του άρθρου 1,» και ββ) οι λέξεις «τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και χρηματική ποινή» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον οκτακοσίων (800) ευρώ» και η παρ. 13, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:

 

«13. Με την επιφύλαξη του άρθρου 15:

α. Όποιος φέρει παράνομα όπλα ή άλλα είδη που διαλαμβάνονται στην παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, πλην των αναφερομένων στην επόμενη περίπτωση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον χιλίων (1.000) ευρώ. Όταν τα ανωτέρω είδη φέρονται σε χώρους συνάθροισης κοινού, συντρέχει επιβαρυντική περίσταση.

β. Όποιος φέρει παράνομα όπλα ή άλλα είδη που διαλαμβάνονται στις υποπερ. αα’ έως αζ’ και ιε΄ του δεύτερου εδαφίου της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 1 και στην παρ. 2 του άρθρου 1, συσκευές ή εγκαταστάσεις που προορίζονται για τον φωτισμό του στόχου ή των σκοπευτικών του όπλου και σκοπευτικές διόπτρες όπλων, καθώς και όποιος παραβαίνει τις παρ. 11 και 12 του παρόντος άρθρου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον οχτακοσίων (800) ευρώ.».

 

Άρθρο 154

Οπλοχρησία – Τροποποίηση άρθρου 14 ν. 2168/1993

 

Στο άρθρο 14 του ν. 2168/1993 (Α’ 147), περί της οπλοχρησίας, προστίθεται δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 14 διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 14

Οπλοχρησία

 

Όποιος με χρήση όπλου ή άλλου αντικειμένου αναφερομένου στον παρόντα νόμο διαπράξει κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο ή αμέλεια και καταδικασθεί, ανεξάρτητα από την ποινή που επιβάλλεται γι’ αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Η ποινή για την οπλοχρησία εκτίεται αθροιστικά και δεν εφαρμόζονται γι’ αυτήν οι περί συρροής διατάξεις.».

 

Άρθρο 155

Διακεκριμένες περιπτώσεις – Αντικατάσταση παρ. 3 άρθρου 13 και παρ. 1 άρθρου 15 ν. 2168/1993

 

  1. Η παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 2168/1993 (Α΄ 147), περί όπλων και αντικειμένων στις φυλακές, αντικαθίσταται ως εξής:

 

«3. Οι παραβάτες του παρόντος άρθρου τιμωρούνται, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών. Η ποινή εκτίεται αθροιστικά και δεν εφαρμόζονται για αυτήν οι περί συρροής διατάξεις.».

 

  1. Η παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 2168/1993, περί των διακεκριμένων περιπτώσεων, αντικαθίσταται ως εξής:

 

«1. α) Όποιος εισάγει, κατέχει, κατασκευάζει, μετασκευάζει, συναρμολογεί, εμπορεύεται, παραδίδει, προμηθεύει ή μεταφέρει πυροβόλα όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς μηχανισμούς και οποιοδήποτε άλλο είδος πολεμικού υλικού, με σκοπό τη διάθεσή τους σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος ή με σκοπό τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων, οργανώσεων, σωματείων ή ενώσεων προσώπων ή για τον ίδιο σκοπό, λαμβάνει, αποκρύπτει ή με οποιονδήποτε τρόπο δέχεται τα ανωτέρω αντικείμενα ή ως μέλος διοικητικού συμβουλίου ή διοικούσας επιτροπής ή ως υπεύθυνος ή αρχηγός των ομάδων, οργανώσεων, σωματείων και ενώσεων προσώπων της παρούσας, γνωρίζει ότι κάποιο από τα μέλη τους έχει παράνομα εφοδιαστεί ή κατέχει τα ανωτέρω αντικείμενα, καθώς και τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει το μέλος αυτό και δεν το καταγγέλλει στις αρμόδιες αρχές τιμωρείται με κάθειρξη, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.

 

β) Όποιος, παράνομα εισάγει, κατέχει ή φέρει πυροβόλο όπλο ή μαχαίρι, σε στρατόπεδα ή άλλους χώρους των ενόπλων δυνάμεων, αστυνομικά κρατητήρια, σωφρονιστικά καταστήματα, καταστήματα κράτησης ανηλίκων ή δομές φιλοξενίας ανηλίκων κάθε κατηγορίας, σχολικές μονάδες οποιασδήποτε βαθμίδας, εκπαιδευτικά ιδρύματα ή άλλες μονάδες εκπαίδευσης, κατάρτισης, επιμόρφωσης ή μετεκπαίδευσης, σε αθλητικούς χώρους, σε χώρους θρησκευτικής λατρείας, σε δημόσιες συναθροίσεις, σε κέντρα διασκέδασης ή παιγνίων ή εντός ελεγχόμενων χώρων αεροδρομίων, σιδηροδρομικών σταθμών, λιμένων ή υπεραστικών συγκοινωνιών, τιμωρείται με κάθειρξη έως οκτώ (8) ετών αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.

 

γ) Όποιος παράνομα κατέχει ή φέρει ή μεταφέρει πολεμικό τυφέκιο, πολυβόλο, υποπολυβόλο, χειροβομβίδα, βαρύ όπλο ή όπλο πυροβολικού ή εισάγει ή διευκολύνει την εισαγωγή ή τη μεταφορά του σε άλλο χώρο, τιμωρείται με κάθειρξη. Η τέλεση των ανωτέρω πράξεων στους χώρους της περ. β) συνιστά επιβαρυντική περίσταση.

 

Αν οι ως άνω πράξεις τελέστηκαν σε αστυνομικά κρατητήρια, σωφρονιστικά καταστήματα ή καταστήματα ανηλίκων κάθε κατηγορίας και ο δράστης είναι κρατούμενος, η ποινή του εκτίεται αθροιστικά και δεν εφαρμόζονται γι’ αυτήν οι περί συρροής διατάξεις.».

 

Άρθρο 156

Χορήγηση και ανάκληση αδειών – Αντικατάσταση παρ. 2 και τροποποίηση παρ. 5 άρθρου 18 ν. 2168/1993

 

  1. Η παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 2168/1993 (Α’ 147), περί της χορήγησης και της ανάκλησης αδειών, αντικαθίσταται ως εξής:

 

«2. Οι προβλεπόμενες από τον παρόντα νόμο άδειες δεν χορηγούνται:

 

α) Σε όσους εκκρεμεί σε βάρος τους ποινική δίωξη για:

αα) Οποιοδήποτε κακούργημα,

αβ) οποιοδήποτε πλημμέλημα διώκεται αυτεπάγγελτα και τελείται με πρόθεση και ενέχει στοιχεία βίας ή απειλής βίας ή στρέφεται κατά του περιβάλλοντος ή περιλαμβάνεται στον ν. 4139/2013 (Α΄ 74) ή στον ν. 3500/2006 (Α’ 232) ή στον ν. 4285/2014 (Α’ 191) ή στον ν. 4830/2021 (Α’ 169) ή στις διατάξεις των άρθρων 41ΣΤ και 41Θ του ν. 2725/1999 (Α’ 121) ή στα κεφάλαια δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο και δέκατο ένατο του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95) ή στις περ. β’ και γ’ της παρ. 1 του άρθρου 12, στο άρθρο 14 και στο άρθρο 15 του παρόντος,

αγ) το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον τελέστηκε με όπλο.

 

Η απαγόρευση της παρούσας παύει να ισχύει μόνο από την έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ή αμετακλήτου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αρχειοθέτησης της υπόθεσης.

 

β) Σε όσους έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα:

 

βα) για οποιοδήποτε κακούργημα,

 

ββ) για τα πλημμελήματα των υποπερ. αβ) και αγ) της περ. α),

 

βγ) για οποιοδήποτε πλημμέλημα διώκεται αυτεπάγγελτα και τελείται με πρόθεση, πέραν αυτών που αναφέρονται ρητά στις υποπερ. αβ) και αγ) της περ. α), για το οποίο τους επιβλήθηκε με μία ή περισσότερες αποφάσεις ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών,

 

βδ) για οποιοδήποτε πλημμέλημα που προβλέπεται στον παρόντα, πέραν αυτών που αναφέρονται στις υποπερ. αβ) και αγ) της περ. α), ανεξάρτητα από το ύψος της επιβληθείσας ποινής,

 

η απαγόρευση της παρούσας ισχύει ως εξής:

α) για την υποπερ. ββ) για διάστημα πέντε (5) ετών από την έκτισή της ή την άφεσή της με χάρη ή, σε περίπτωση επιβολής της ποινής με πλήρη αναστολή, για διάστημα ενός (1) έτους μετά από τη λήξη του χρόνου αναστολής,

β) για τις υποπερ. βγ) και βδ) για διάστημα τριών (3) ετών από την έκτιση της ποινής ή την άφεσή της με χάρη ή, σε περίπτωση επιβολής της ποινής με πλήρη αναστολή, για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή.».

 

  1. Στην παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 2168/1993 προστίθενται οι λέξεις «, καθώς και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν εκκρεμεί ποινική διαδικασία για τις αξιόποινες πράξεις της περ. α΄ της παρ. 2 στο δικονομικό στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης ή της προκαταρκτικής εξέτασης» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

 

«5. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αρνηθούν τη χορήγηση των αναφερόμενων στον παρόντα νόμο αδειών ή να ανακαλέσουν ήδη χορηγηθείσες σε άτομα, σε βάρος των οποίων εκκρεμεί ποινική δίωξη ή τα οποία έχουν καταδικαστεί για παραβάσεις που προβλέπονται στην περ. β’ της παρ. 2, καθώς και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν εκκρεμεί ποινική διαδικασία για τις αξιόποινες πράξεις της περ. α΄ της παρ. 2 στο δικονομικό στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης ή της προκαταρκτικής εξέτασης.».

 

  1. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται στις εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, αιτήσεις έκδοσης ή ανανέωσης άδειας. Η ανάκληση των αδειών που έχουν χορηγηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος, γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 2168/1993, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με τον παρόντα νόμο.

 

Άρθρο 157

Οπλοφορία αστυνομικών όταν υποβάλλεται σε βάρος τους μήνυση ή έγκληση ή καταγγελία για τέλεση εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας– Τροποποίηση παρ. 4 και προσθήκη παρ. 6 στο άρθρο 2 ν. 3169/2003

 

  1. Στην παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3169/2003 (Α΄ 189), περί των προϋποθέσεων οπλοκατοχής και οπλοφορίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. ε), οι λέξεις «παρ. 2 και 5» αντικαθίστανται από τις λέξεις «παρ. 2, 5 και 6», β) προστίθεται περ. ζ) και η παρ. 4, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:

 

«4. Ο αστυνομικός υποχρεούται να παραδίδει τον ατομικό του οπλισμό στην Υπηρεσία του:

α. Όταν τίθεται σε κατάσταση, κατά τη διάρκεια της οποίας απαγορεύεται να οπλοφορεί, εκτός αν, για ειδικούς λόγους που αφορούν την ασφάλειά του, ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας του επιτρέψει να οπλοφορεί. Τη συνδρομή των ως άνω ειδικών λόγων αποδεικνύει ο αστυνομικός με αίτηση που υποβάλλει. Πριν από τη λήψη απόφασης από το αρμόδιο όργανο, ο αιτών αστυνομικός οφείλει να συνυποβάλει σε σφραγισμένους φακέλους πιστοποιητικά υπηρεσιακών ιατρών ειδικότητας ψυχιάτρου για την ψυχική του υγεία και παθολόγου ή νευρολόγου για την εν γένει σωματική του ικανότητα και καταλληλότητα να φέρει όπλο για την προσωπική του ασφάλεια.

β. Όταν παραπέμπεται να δικαστεί για οποιοδήποτε έγκλημα του νόμου αυτού ή του ν. 2168/1993 (Α’ 147) ή καταδικασθεί, έστω και με οριστική απόφαση, σε οποιαδήποτε ποινή για παράβαση των προαναφερόμενων νόμων. Στην τελευταία περίπτωση ο αστυνομικός δεν επιτρέπεται να οπλοφορεί για δύο (2) χρόνια από την παράδοση του οπλισμού. Αν πριν τη συμπλήρωση της διετίας ο αστυνομικός απαλλαγεί ή αθωωθεί με τελεσίδικη απόφαση, ο οπλισμός επιστρέφεται σε αυτόν.

γ. Όταν διατάσσεται σχετικά από τον διοικητή του ή τους ιεραρχικά προϊσταμένους αυτού, επειδή υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις κακής χρήσης ή πλημμελούς φύλαξης του όπλου, ιδίως για λόγους υγείας ή παραβίασης των κανόνων και μέτρων ασφάλειας. Αν οι ενδείξεις κακής χρήσης του όπλου οφείλονται σε λόγους ψυχικής υγείας, απαιτείται σύμφωνη γνώμη του ψυχολόγου της Υπηρεσίας, εφόσον αυτός υπάρχει. Κατά της ανωτέρω διαταγής ο αστυνομικός μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του ιεραρχικώς προϊσταμένου αυτού που την εξέδωσε εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών. Η προθεσμία και η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διαταγής. Η διαταγή αυτή παύει να ισχύει μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών από την έκδοσή της. Ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας μπορεί να την παρατείνει για ένα ακόμη τρίμηνο. Ο Αρχηγός, σε περίπτωση που οι ενδείξεις κακής χρήσης του όπλου οφείλονται σε λόγους ψυχικής υγείας του αστυνομικού, παραπέμπει αυτόν στην Επιτροπή του άρθρου 4.

δ. Όταν δεν πιστοποιείται η ικανότητά του στο χειρισμό των όπλων κατά τη συντηρητική εκπαίδευση.

ε. Όταν χαρακτηρίζεται ως μη κατάλληλος να οπλοφορεί σύμφωνα με τις παρ. 2, 5 και 6 του άρθρου 4.

στ. Όταν λήγει η υπηρεσιακή του σχέση.

ζ. Όταν έχει υποβληθεί σε βάρος του μήνυση ή έγκληση ή καταγγελία για την τέλεση εγκλημάτων του ν. 3500/2006 (Α΄ 232), και έως ότου αποφανθούν οι ειδικές επιτροπές του άρθρου 4 του παρόντος, με διαταγή του διοικητή του ή του ιεραρχικά προϊσταμένου αυτού.».

 

  1. Μετά από την παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3169/2003 προστίθεται παρ. 6 ως εξής:

 

«6. Με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, οι αστυνομικοί παραπέμπονται στις ειδικές επιτροπές του παρόντος, όταν υποβάλλεται σε βάρος τους μήνυση ή έγκληση ή καταγγελία για τέλεση εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας του ν. 3500/2006, τα οποία τιμωρούνται με ποινή κάθειρξης ή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Αν ο παραπεμπόμενος αστυνομικός κριθεί κατάλληλος να φέρει όπλο, οι ειδικές επιτροπές γνωματεύουν επιπλέον για το αν πρέπει να παραδίδει στο αρμόδιο όργανο τον ατομικό του οπλισμό, για όσο χρόνο βρίσκεται εκτός υπηρεσίας. Όταν ο αστυνομικός κρίνεται κατάλληλος να οπλοφορεί, πλην όμως πρέπει να παραδίδει τον ατομικό του οπλισμό όταν βρίσκεται εκτός υπηρεσίας, ο οπλισμός αυτός (υπηρεσιακός ή ιδιωτικός) χρεώνεται κατά τον χρόνο εκτέλεσης υπηρεσίας και παραδίδεται μετά το πέρας αυτής στην υπηρεσία χρέωσης αυτού. Η ως άνω διαδικασία εφαρμόζεται για δύο (2) έτη από την ημερομηνία έναρξης της υποχρέωσης παράδοσης του οπλισμού από τον αστυνομικό. Μετά από τη συμπλήρωση δύο (2) ετών, ο αστυνομικός παραπέμπεται εκ νέου στις ειδικές επιτροπές για επανεξέταση. Αν πριν από τη συμπλήρωση της διετίας, ο αστυνομικός απαλλαγεί ή αθωωθεί, είτε με εισαγγελική διάταξη αρχειοθέτησης είτε με απαλλακτικό βούλευμα, είτε με δικαστική απόφαση, έστω και σε πρώτο βαθμό, παύει να εφαρμόζεται η ως άνω διαδικασία. Οι αστυνομικοί που τελούν σε κατάσταση, κατά τη διάρκεια της οποίας απαγορεύεται να οπλοφορούν, παραπέμπονται αμελλητί στις ως άνω επιτροπές, μόλις αρθεί το κώλυμα.».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

 

Άρθρο 158

Προϋποθέσεις λειτουργίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας –

Εξουσιοδοτική διάταξη – Προσθήκη παρ. 1Α και 1Β στο άρθρο 2 ν. 2518/1997

 

Στο άρθρο 2 του ν. 2518/1997 (Α΄ 164), περί των προϋποθέσεων λειτουργίας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, προστίθενται παρ. 1Α και 1Β ως εξής:

 

«1Α. Η επιτροπή της παρ. 1 συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Με την απόφαση του πρώτου εδαφίου δύνανται να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα λειτουργίας της επιτροπής της παρ. 1.

 

1Β. Σε περίπτωση καταδίκης με χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής για τα εγκλήματα της περ. δ’ της παρ. 1, η άδεια λειτουργίας χορηγείται μετά από την παρέλευση πέντε (5) ετών από τη λήξη του χρόνου της αναστολής.».

 

Άρθρο 159

Υποχρεώσεις των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 4 ν. 2518/1997

 

Στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2518/1997 (Α’ 164), περί των υποχρεώσεων των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι περ. γ’ και ια’ αντικαθίστανται, β) προστίθεται περ. ιε’ και η παρ. 1, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:

 

«1. Οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας υποχρεούνται:

α. Να φέρουν στην επωνυμία τους τη φράση «ιδιωτική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας» και στα έγγραφά τους τον αριθμό της άδειας λειτουργίας τους,

β. να μην χρησιμοποιούν στην επωνυμία, στο διακριτικό τίτλο, στα έγγραφα, στις διαφημίσεις και γενικά κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους λέξεις ή φράσεις, της ελληνικής ή άλλης γλώσσας, ικανές να παραπλανήσουν το κοινό ότι αντιπροσωπεύουν δημόσια αρχή και ιδιαίτερα αστυνομική,

γ. να εφοδιάζουν το προσωπικό ασφαλείας με την προβλεπόμενη στην παρ. 5 του άρθρου 2 στολή, εφόσον γίνεται χρήση αυτής. Σε περίπτωση μη χρήσης της στολής, οι επιχειρήσεις χορηγούν σχετική ατομική βεβαίωση στο προσωπικό που απασχολούν, στην οποία εμφαίνονται τα στοιχεία της επιχείρησης, τα στοιχεία του υπαλλήλου, ο αριθμός άδειας εργασίας αυτού και ο χώρος διάθεσής του,

δ. να εκπαιδεύουν το απασχολούμενο προσωπικό ασφαλείας, ανάλογα με τα καθήκοντα που του ανατίθενται,

ε. να μην χρησιμοποιούν, ιδίως στα αυτοκίνητα και τις μοτοσικλέτες, σήματα, αυτοκόλλητες ή μη ταινίες ή χρωματισμό, που καθιστούν την εξωτερική τους εμφάνιση όμοια ή παρεμφερή με εκείνη των μέσων που χρησιμοποιούν τα σώματα ασφαλείας και να μην φέρουν συσκευές ηχητικής ή φωτεινής προειδοποίησης (σειρήνες, φάρους). Τα αυτοκίνητα που συνοδεύουν τα οχήματα της περ. στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 1, τα οποία μεταφέρουν ογκώδη ή βαρέα αντικείμενα, πρέπει να φέρουν στοιχεία αναγνώρισης και επισήμανσης, για την ειδοποίηση των οδηγών ακολουθούντων οχημάτων,

στ. να μην θίγουν, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, τα κάθε είδους συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών,

ζ. να μην χρησιμοποιούν μέσα και μεθόδους που μπορούν να προκαλέσουν ζημία, βλάβη, ενόχληση σε τρίτους ή να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών. Η χρήση σκύλων σε δημόσιους και γενικά προσιτούς στο κοινό χώρους, απαγορεύεται. Η χρήση αυτών επιτρέπεται μόνο στο εσωτερικό των φυλασσόμενων κτιρίων και ιδιοκτησιών ή σε περίκλειστους χώρους,

η. να χρησιμοποιούν τεθωρακισμένο όχημα για την άσκηση της αναφερόμενης στην περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 δραστηριότητας,

θ. να εφοδιάζουν το προσωπικό ασφαλείας με αλεξίσφαιρο γιλέκο όταν σε αυτό ανατίθεται η δραστηριότητα της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 και με αλεξίσφαιρο γιλέκο και προστατευτικό κράνος όταν στο προσωπικό αυτό ανατίθεται η δραστηριότητα της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 1,

ι. να γνωστοποιούν, εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών, στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας κάθε μεταβολή των αρχικών προϋποθέσεων χορήγησης της σχετικής άδειας, καθώς και κάθε μεταβολή στα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 2,

ια. να υποβάλλουν έως την τελευταία ημέρα κάθε μήνα στις κατά τόπους αστυνομικές αρχές κατάσταση του προσωπικού που θα απασχολήσουν στην περιοχή δικαιοδοσίας τους κατά τον αμέσως επόμενο μήνα, για τις δραστηριότητες που μνημονεύονται στις περ. α΄, β΄, γ΄, δ΄, ε΄, στ΄, ζ΄ και ι΄ της παρ. 1 του άρθρου 1, στην οποία εμφαίνονται ο αριθμός της άδειας εργασίας του προσωπικού, οι χώροι διάθεσής του καθώς και η χρήση ή μη της στολής που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 2. Σε περίπτωση ανάθεσης δραστηριότητας εντός του τρέχοντος μηνός, καθώς και σε περίπτωση οποιασδήποτε μεταβολής των υποβληθεισών καταστάσεων, η ενημέρωση πραγματοποιείται πριν από την ανάληψη της άσκησης της δραστηριότητας,

ιβ. να μην παραδίδουν τα όπλα που κατέχουν σε τρίτα πρόσωπα ή σε προσωπικό ασφαλείας εφόσον συντρέχουν οι απαγορεύσεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 5,

ιγ. να γνωστοποιούν αμέσως στην οικεία αστυνομική αρχή κάθε περίπτωση μη έγκαιρης παράδοσης όπλου από το προσωπικό τους,

ιδ. να μην απασχολούν προσωπικό που δεν κατέχει την κατά περίπτωση απαιτούμενη άδεια εργασίας,

ιε. να μην ασκούν δραστηριότητες της παρ. 1 του άρθρου 1 χωρίς την προβλεπόμενη άδεια.».

 

Άρθρο 160

Διοικητικές κυρώσεις – Αντικατάσταση παρ. 2 και προσθήκη παρ. 7 στο άρθρο 9 ν. 2518/1997

 

  1. Η παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 2518/1997 (Α’ 164), περί των διοικητικών κυρώσεων, αντικαθίσταται ως εξής:

 

«2. Στην επιχείρηση που παραβαίνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στον παρόντα νόμο επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις ως εξής:

α. Στην επιχείρηση που παραβαίνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις περ. γ΄, ι΄, και ια΄ της παρ. 1 του άρθρου 4, και στις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, επιβάλλεται, με απόφαση του προϊσταμένου της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, διοικητικό πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Αν εντός τριετίας βεβαιωθεί δεύτερη παράβαση, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο από τριάντα χιλιάδες (30.000) έως τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ, ενώ από την τρίτη παράβαση και για κάθε επόμενη παράβαση εντός της τριετίας επιβάλλεται πρόστιμο από σαράντα χιλιάδες (40.000) έως τριακόσιες πενήντα χιλιάδες (350.000) ευρώ.

β. Στην επιχείρηση που παραβαίνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις λοιπές περιπτώσεις της παρ. 1 του άρθρου 4, καθώς και στα άρθρα 5, 6 και 7, και στις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση αυτού, επιβάλλεται, με απόφαση του προϊσταμένου της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, διοικητικό πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Αν εντός τριετίας βεβαιωθεί δεύτερη παράβαση, επιβάλλεται, πέραν του διοικητικού προστίμου, και το διοικητικό μέτρο της αφαίρεσης της άδειας λειτουργίας από είκοσι (20) ημέρες έως έξι (6) μήνες, ενώ στην περίπτωση βεβαίωσης τρίτης και τέταρτης παράβασης εντός της τριετίας επιβάλλεται, πέραν του διοικητικού προστίμου, και το διοικητικό μέτρο της αφαίρεσης της άδειας λειτουργίας από έξι (6) έως δώδεκα (12) μήνες. Σε περίπτωση βεβαίωσης πέντε παραβάσεων εντός της τριετίας, επιβάλλεται, πέραν του διοικητικού προστίμου, και το διοικητικό μέτρο της οριστικής αφαίρεσης της άδειας.

γ. Στην επιχείρηση που προσλαμβάνει ή αναθέτει τις δραστηριότητες της παρ. 1 του άρθρου 1 σε πρόσωπα τα οποία υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις ή τα σώματα ασφαλείας ή σε άλλους φορείς του Δημοσίου, που κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προβλέπεται να οπλοφορούν, επιβάλλεται, με την πρώτη παράβαση των περ. α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου, πέραν του ως άνω διοικητικού προστίμου, και οριστική αφαίρεση της άδειας λειτουργίας.».

 

  1. Μετά από την παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 2518/1997 προστίθεται παρ. 7 ως εξής:

 

«7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται το ύψος του διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται για κάθε παράβαση, η διαδικασία και τα αρμόδια για την επιβολή και είσπραξή του όργανα, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος. Με όμοια απόφαση μπορούν να αναπροσαρμόζονται τα διοικητικά πρόστιμα που προβλέπονται στην παρ. 2.»

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

Άρθρο 161

Βαθμολογική προαγωγή ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας προτεραία του θανάτου – Τροποποίηση παρ. 5 άρθρου 12 ν. 3387/2005

 

  1. Η παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 3387/2005 (Α΄ 224), περί της προτεραίας του θανάτου βαθμολογικής προαγωγής του ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, αντικαθίσταται ως εξής:

 

«5. α. Οι θανόντες Αστυφύλακες, Υπαρχιφύλακες, Αρχιφύλακες και Ανθυπαστυνόμοι προάγονται στον επόμενο βαθμό από την προτεραία του θανάτου τους, ανεξαρτήτως των ετών υπηρεσίας, ύστερα από κρίση για το ευδόκιμο της υπηρεσίας τους, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, από το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Κρίσης του άρθρου 47 του ν. 1481/1984 (Α΄ 152). Για την προαγωγή εκδίδεται απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

β. Οι θανόντες Ειδικοί Φρουροί και Συνοριακοί Φύλακες εντάσσονται στο αστυνομικό προσωπικό γενικών καθηκόντων με τον βαθμό του Αστυφύλακα από την προτεραία του θανάτου τους, ανεξαρτήτως των ετών υπηρεσίας, ύστερα από κρίση για το ευδόκιμο της υπηρεσίας τους, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, από το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Κρίσης του άρθρου 47 του ν. 1481/1984. Η ένταξη λόγω θανάτου γίνεται με διαπιστωτική πράξη του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

γ. Οι θανόντες Δόκιμοι Αστυφύλακες ονομάζονται Αστυφύλακες από την προτεραία του θανάτου τους, ανεξαρτήτως του χρόνου φοίτησης, ύστερα από κρίση για το ευδόκιμο της υπηρεσίας τους, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, από το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Κρίσης του άρθρου 47 του ν. 1481/1984. Η ονομασία σε Αστυφύλακα λόγω θανάτου γίνεται με απόφαση του Υπαρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

δ. Οι θανόντες Δόκιμοι Υπαστυνόμοι ονομάζονται Υπαστυνόμοι Β΄ από την προτεραία του θανάτου τους, ανεξαρτήτως του χρόνου φοίτησης, ύστερα από κρίση για το ευδόκιμο της υπηρεσίας τους, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, από το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Κρίσης του άρθρου 47 του ν. 1481/1984. Η ονομασία σε Υπαστυνόμο Β΄ λόγω θανάτου γίνεται με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.

ε. Αν ο θάνατος του κατώτερου αστυνομικού προσωπικού, των Ειδικών Φρουρών, των Συνοριακών Φυλάκων, των Δοκίμων Αστυφυλάκων και των Δοκίμων Υπαστυνόμων συνέβη ένεκα της υπηρεσίας ή κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας και ένεκα αυτής, γεγονός που προκύπτει ύστερα από Ένορκη Διοικητική Εξέταση της περ. γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 27 του π.δ. 120/2008 (Α΄ 182) ή της διαδικασίας αναγνώρισης σύνταξης του παθόντος του άρθρου 51 του π.δ. 169/2007 (Α΄ 210), ο θανών, πέραν της προαγωγής ή της ένταξης ή της ονομασίας, των περ. α΄, β΄, γ΄ και δ΄ του παρόντος, προάγεται, χωρίς προηγούμενη κρίση, στους επόμενους τρεις (3) βαθμούς της ιεραρχικής κλίμακας του Σώματος, από την προτεραία του θανάτου, με την πρόκληση των σχετικών διοικητικών πράξεων αναδρομικής αποκατάστασης.».

 

  1. Η ισχύς της παρ. 1 αρχίζει από τη δημοσίευση του ν. 3387/2005.

 

  1. Οι παρ. 1 και 2 δεν επηρεάζουν τις προαγωγές του θανόντος προσωπικού του Πυροσβεστικού Σώματος με τους βαθμούς του Πυροσβέστη, του Αρχιπυροσβέστη και του Πυρονόμου, οι οποίες έγιναν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος.

 

Άρθρο 162

Εφάπαξ οικονομικό βοήθημα γονέων ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας σε περίπτωση θανάτου στην υπηρεσία – Τροποποίηση παρ. 17 άρθρου 8 ν. 2592/1998 και άρθρου 25 Κώδικα διατάξεων φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και κερδών από τυχερά παίγνια

 

  1. Στην παρ. 17 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 (Α’ 57), περί του εφάπαξ οικονομικού βοηθήματος που παρέχεται στους γονείς του ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας σε περίπτωση θανάτου στην υπηρεσία, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «ή εν χηρεία ή διαζευγμένου», β) προστίθεται νέο, δεύτερο, εδάφιο και η παρ. 17, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:

 

«17. Στους γονείς του άγαμου ή εν χηρεία ή διαζευγμένου χωρίς τέκνα υπαλλήλου ή στρατιωτικού, ο οποίος έχει διορισθεί για πρώτη φορά στο Δημόσιο ή έχει καταταγεί ως στρατιωτικός αντιστοίχως, μετά την 1η Ιανουαρίου 1993, χωρίς να έχει ασφαλιστεί σε κανέναν ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης έως τις 31 Δεκεμβρίου 1992, παρέχεται, εφόσον αυτός αποβιώσει στην υπηρεσία πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της, εφάπαξ οικονομικό βοήθημα εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, το οποίο καταβάλλεται με χρηματικό ένταλμα, από την υπηρεσία στην οποία υπηρετούσε ο θανών. Στην περίπτωση της διάζευξης, το βοήθημα παρέχεται στους γονείς εφόσον δεν γεννάται δικαίωμα σύνταξης για την ίδια αιτία στον/στην πρώην σύζυγο.

Οι δικαιούχοι του βοηθήματος αυτού υποβάλλουν στην υπηρεσία του θανόντος αίτηση και πιστοποιητικό του οικείου Δήμου από το οποίο να προκύπτει η οικογενειακή κατάσταση του υπαλλήλου ή στρατιωτικού που αποβιώνει στην υπηρεσία και η συγγενική του σχέση με τον αιτούντα ή τους αιτούντες.

Εφόσον οι δικαιούχοι του βοηθήματος της παρούσας παραγράφου είναι δύο, η αίτηση γίνεται δεκτή μόνο εάν υποβάλλεται ταυτόχρονα και από τους δύο, το δε ποσό του βοηθήματος ανήκει σ` αυτούς κατά ίσες μερίδες.

Για τη χορήγηση του ανωτέρω βοηθήματος εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 23 και 51 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 169/2007, Α’ 210), κατά περίπτωση.

Η παρούσα παράγραφος καταλαμβάνει και πρόσωπα που έλκουν το ανωτέρω δικαίωμα από υπαλλήλους ή στρατιωτικούς που προσλήφθηκαν ή κατατάχθηκαν για πρώτη φορά από την 1η Ιανουαρίου 1993 και μετά, εφόσον δεν είχαν ασφαλισθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992 σε κανέναν ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης.

Το εφάπαξ βοήθημα της παρούσας παραγράφου δεν υπόκειται σε καμία κράτηση και δεν αποτελεί εισόδημα. Το ανωτέρω βοήθημα δύναται να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.».

 

  1. Στην παρ. 2 του άρθρου 25 του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών και Κερδών από τυχερά παίγνια (ν. 2961/2001, Α΄ 266), περί απαλλαγών από τον φόρο, προστίθεται περ. ι) ως εξής:

 

«ι) Δωρεές κάθε είδους μέχρι του ποσού των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ συνολικά ανά δικαιούχο, που χορηγούνται, εφάπαξ ή περιοδικά, προς ενίσχυση συζύγου ή συμβιούντος με σύμφωνο συμβίωσης ή τέκνων και, σε περίπτωση μη έγγαμων ή συμβιούντων με σύμφωνο συμβίωσης, γονέων ή αδελφών μελών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, που έχασαν την ζωή τους κατά την εκτέλεση του καθήκοντός τους, οι οποίες πραγματοποιούνται εξ αυτού και μόνο του γεγονότος.».

 

  1. Η ισχύς της παρ. 1 αρχίζει από την 1η Δεκεμβρίου 2023.

 

Άρθρο 163

Διορισμός συγγενούς από εγκληματική ενέργεια πεσόντος εν υπηρεσία ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας

 

  1. Κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, δύναται να διορίζεται, σε θέση μονίμου εκπαιδευτικού προσωπικού, συγγενικό πρόσωπο εξ αίματος έως δεύτερου βαθμού, με συναφή προϋπηρεσία και αντίστοιχη ειδικότητα, πεσόντος εν υπηρεσία ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, για κάλυψη ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών τμημάτων ένταξης σε σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης του τόπου κατοικίας του. Ο διορισμός διενεργείται με κοινή απόφαση των αρμοδίων οργάνων των Υπουργείων Εσωτερικών, Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού και Προστασίας του Πολίτη.

 

  1. Η ισχύς της παρ. 1 αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2023.

 

Άρθρο 164

Αποζημίωση ένστολου προσωπικού Ελληνικής Αστυνομίας για τη συμμετοχή τους σε επιχειρήσεις αναγκαστικών επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών και ανιθαγενών, στο πλαίσιο συμφωνίας επιχορήγησης (Grant Agreement) με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής – Τροποποίηση άρθρου 66 ν. 4873/2021

 

Στο άρθρο 66 του ν. 4873/2021 (Α΄ 248), περί της συμμετοχής της Ελληνικής Αστυνομίας στο Μόνιμο Σώμα της Ευρωπαικής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) μετά από την παρ. 3, προστίθεται παρ. 3Α, β) στην παρ. 4, οι λέξεις «της παρ. 3» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των παρ. 3 και 3Α», γ) στην παρ. 5, προστίθενται οι λέξεις «, ενώ αυτές της παρ. 3 Α δεν υπόκειται σε κρατήσεις» και το άρθρο 66 διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 66

Συμμετοχή της Ελληνικής Αστυνομίας στο Μόνιμο Σώμα της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής

 

  1. Η Ελληνική Αστυνομία αποσπά στελέχη της στο Μόνιμο Σώμα της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, κατ’ εφαρμογή του ισχύοντος Κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή εντός των οριζόμενων προθεσμιών.
  2. Στα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας που αποσπώνται στο Μόνιμο Σώμα της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής μέσω μακροπρόθεσμων αποσπάσεων (κατηγορία 2) καταβάλλεται αποζημίωση απευθείας από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής με το οριζόμενο από αυτόν ποσό. Τα εν λόγω στελέχη δεν δικαιούνται διαφορά επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, καθώς και καμία άλλη δαπάνη μετακίνησης που προβλέπεται στα εσωτερικά άρθρα 16, 20 και 21 της υποπαρ. Δ9 της παρ. Δ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α΄ 94).
  3. Στα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας που αποσπώνται στο Μόνιμο Σώμα της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής μέσω βραχυπρόθεσμων αποστολών και μέσω της εφεδρείας ταχείας αντίδρασης (κατηγορίες 3 και 4) δικαιολογούνται αποζημιώσεις, όπως αυτές ορίζονται στον Κανονισμό Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων μίσθωσης μεταφορικού μέσου. Οι αποζημιώσεις αυτές καταβάλλονται στα στελέχη από τον φορέα στον οποίο ανήκουν, εφόσον δεν δύναται να καταβληθούν απευθείας από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής.

3Α. Στους αστυνομικούς, ειδικούς φρουρούς, συνοριακούς φύλακες και συνοριακούς φύλακες ορισμένου χρόνου που συμμετέχουν σε επιχειρήσεις αναγκαστικών επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών και ανιθαγενών, κατόπιν σχετικής συμφωνίας επιχορήγησης (Grant Agreement) με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και στο πλαίσιο εφαρμογής αυτής, δικαιολογείται αποζημίωση, όπως αυτή ορίζεται από τους κανόνες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και της συμφωνίας επιχορήγησης. Η αποζημίωση αυτή καταβάλλεται στα στελέχη από τον φορέα στον οποίο ανήκουν, εφόσον δεν δύναται να καταβληθεί απευθείας από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής. Στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου, τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την εκκαθάριση της σχετικής δαπάνης καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 91 του ν. 4270/2014 (Α’ 143). Στην εν λόγω περίπτωση δεν δικαιολογούνται δαπάνες μετακίνησης εξωτερικού κατά τον ν. 4336/2015.

  1. Οι αποζημιώσεις και τα έξοδα των παρ. 3 και 3Α αναγνωρίζονται βάσει των υποβληθέντων παραστατικών και των ορίων που καθορίζονται στους κανόνες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής. Όταν θεσπίζεται μοναδιαίο κόστος από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, η εκάστοτε αποζημίωση ή έξοδο, εφόσον δικαιολογείται, αναγνωρίζεται στο ύψος του μοναδιαίου κόστους, ανεξαρτήτως του ποσού που δαπανήθηκε από τον μετακινούμενο. Το ποσό που καταβάλλεται στον μετακινούμενο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το ποσό που επιστρέφεται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής ως έκτακτο έσοδο στον τακτικό προϋπολογισμό.
  2. Οι δαπάνες και αποζημιώσεις της παρ. 3 υπόκεινται σε κρατήσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ν. 4336/2015, ενώ αυτές της παρ. 3Α δεν υπόκεινται σε κρατήσεις.
  3. Η ισχύς των παρ. 3, 4 και 5 αρχίζει από την 27η.1.2021.».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΕΛΤΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

 

Άρθρο 165

Στοιχεία δελτίων ταυτότητας – Εξουσιοδοτική διάταξη –

Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 4 ν.δ. 127/1969

 

Η παρ. 1 του άρθρου 4 του ν.δ. 127/1969 (Α΄ 29), περί των εξουσιοδοτικών διατάξεων του νόμου αυτού, αντικαθίσταται ως εξής :

 

«1. Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη καθορίζονται:

α. Ο τύπος και οι προδιαγραφές του δελτίου ταυτότητας,

β. η διάρκεια ισχύος του, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των δέκα (10) ετών,

γ. τα δικαιολογητικά που υποβάλλονται για την έκδοσή του,

δ. θέματα που αφορούν στην αντικατάστασή του,

ε. οι υπηρεσίες στις οποίες υποβάλλεται η αίτηση έκδοσης, ο τύπος της αίτησης, η προθεσμία και η διαδικασία υποβολής της,

στ. τα στοιχεία του άρθρου 2, τα οποία αναγράφονται και με λατινικούς χαρακτήρες,

ζ. η προσθήκη ή αφαίρεση στοιχείων του κατόχου, σε σχέση με αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 2, και

η. κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.»

 

Άρθρο 166

Μεταβολή των στοιχείων της ταυτότητας – Αντικατάσταση άρθρου 6 ν.δ. 127/1969

 

Το άρθρο 6 του ν.δ. 127/1969 (Α’ 29), περί της μεταβολής των στοιχείων της ταυτότητας, αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Άρθρο 6

Μεταβολή στοιχείων ταυτότητας

 

  1. Αν μεταβληθούν το όνομα ή το επώνυμο ή το όνομα πατέρα ή το όνομα μητέρας ή το φύλο ή η ημερομηνία γέννησης ή ο τόπος γέννησης ή η ιθαγένεια του κατόχου, το δελτίο ταυτότητας καθίσταται άκυρο από την οριστικοποίηση της σχετικής πράξης ή απόφασης.
  2. Ο κάτοχος του ακυρωθέντος δελτίου οφείλει αμελλητί από την έκδοση της πράξης της παρ. 1, να αιτηθεί στην αρμόδια υπηρεσία την έκδοση νέου δελτίου, παραδίδοντας το ακυρωθέν, καθώς και αντίγραφο της πράξης με την οποία επήλθε η μεταβολή. Σε περίπτωση απώλειας της ελληνικής ιθαγένειας, ο κάτοχος υποχρεούται να παραδώσει αμελλητί το ακυρωθέν δελτίο στην πλησιέστερη αστυνομική ή προξενική αρχή του τόπου κατοικίας του.».

 

Άρθρο 167

Κάτοχοι ειδικών δελτίων ταυτότητας – Αντικατάσταση άρθρου 7 ν.δ. 127/1969

 

Το άρθρο 7 του ν.δ. 127/1969 (Α΄ 29), περί των κατόχων ειδικών δελτίων ταυτότητας, αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Άρθρο 7

Υποχρέωση παράδοσης ειδικών δελτίων ταυτότητας

 

Αν πρόσωπα που κατέχουν ειδικό δελτίο ταυτότητας, παύσουν να τελούν στην ενέργεια, υποχρεούνται να παραδώσουν το ειδικό δελτίο στην εκδούσα υπηρεσία, από την οποία εφοδιάζονται με σχετική βεβαίωση που περιέχει όλα τα στοιχεία προς έκδοση δελτίου ταυτότητας, προκειμένου στη συνέχεια να απευθυνθούν στην αρμόδια υπηρεσία έκδοσης για την υποβολή αίτησης χορήγησης νέου δελτίου ταυτότητας.».

  • 23 Φεβρουαρίου 2025, 09:28 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

    Στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο προτείνεται να εισαχθεί διάταξη με την οποία θα ρυθμίζονται οι διοικητικές κυρώσεις και η διαδικασία επιβολής τους για τους παραβάτες των αστυνομικών διατάξεων, κατά τρόπο ανάλογο με τη ρύθμιση του άρθρου 167 του Ν. 4662/2020, που αναφέρεται στις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται στους παραβάτες των πυροσβεστικών διατάξεων. Τα διοικητικά πρόστιμα που προτείνονται να καθιερωθούν θα πρέπει να επιβάλλονται με την ίδια διαδικασία με την οποία επιβάλλονται τα πρόστιμα του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Επίσης, θα πρέπει να δοθεί δυνατότητα καταβολής του ήμισυ του επιβληθέντος προστίμου εντός συγκεκριμένης προθεσμίας (ιδανικότερη θεωρείται η προθεσμία των τριάντα ημερών), αποπληρωμή που θα πρέπει να συνεπάγεται την αυτοδίκαιη παραίτηση του υπόχρεου από κάθε δικαίωμα προσβολής ή αμφισβήτησης της πράξης επιβολής προστίμου. Μετά την κατάργηση των πταισμάτων με το άρθρο 468 του Ν. 4619/2019, εξαλείφθηκαν οι κυρώσεις σε βάρος των παραβατών τόσο των αστυνομικών όσο και των πυροσβεστικών διατάξεων. Με το άρθρο 10 του Ν. 4637/2019 ποινικοποιήθηκαν εκ νέου οι παραβάσεις της αστυνομικής διάταξης 3/1996 «Μέτρα για την τήρηση της κοινής ησυχίας», οι οποίες πλέον διώκονται και τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, ενώ συνεχίζουν να παραμένουν ατιμώρητοι οι παραβάτες των λοιπών αστυνομικών διατάξεων. Ωστόσο, επειδή πρόκειται για ήσσονος σημασίας παραβάσεις, προτείνεται η τιμωρία τους μόνο με διοικητικές κυρώσεις, οι οποίες, λόγω της αμεσότητας της επιβολής τους, είναι αποτελεσματικότερες των ποινικών κυρώσεων.

  • 20 Φεβρουαρίου 2025, 11:16 | ΜΧ

    Στο άρθρο 156 παρ. 2 του νομοσχεδίου, να προστεθεί πρόβλεψη, πέραν της ανάκλησης, και για την διαδικασία άμεσης αφαίρεσης των όπλων, στο στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης ή της προκαταρκτικής εξέτασης.
    Συγκεκριμένα να γίνει μνεία ότι η αφαίρεση των όπλων και η ανάκληση των αδειών στις εξαιρετικές περιπτώσεις της παρ. 5 του άρθρου 18 του Ν.2168/1993 θα γίνεται άμεσα με τη διαδικασία του άρθρου 6 παρ. 3 του Ν.2690/1999, που ορίζει ότι : «Αν η άμεση λήψη του δυσμενούς μέτρου είναι αναγκαία για την αποτροπή κινδύνου ή λόγω επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος, είναι, κατ` εξαίρεση, δυνατή η, χωρίς προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου, ρύθμιση.»

  • 17 Φεβρουαρίου 2025, 20:29 | Ένωση Αστυνομικών Υπαλληλων Μαγνησίας

    Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν3169/2003 <> να αντικατασταθεί ως εξής:
    α. Έχουν εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα του πυροβολισμού μέσα, εκτός αν αυτά δεν είναι διαθέσιμα ή πρόσφορα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ηπιότερα μέσα είναι ιδίως παραινέσεις, προτροπές, χρήση εμποδίων (διάφανη ασπίδα αντίστασης μικρού μεγέθους), σωματικής βίας (λαβές ακινητοποίησης-συνοδείας, χτυπήματα εννεύρωσης), αστυνομικής ράβδου (άκαμπτη ράβδος), επιτρεπτών δακρυγόνων μέσων, χειροβομβίδων κρότου-λάμψης ή άλλων ειδικών μέσων (σπρέι πιπεριού και συσκευές ηλεκτρικής εκκένωσης), προειδοποίηση για χρήση πυροβόλου όπλου και απειλή με πυροβόλο όπλο.
    Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, που δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν τις προδιαγραφές του ανωτέρου αμυντικού εξοπλισμού (διάφανη ασπίδα αντίστασης μικρού μεγέθους, σπρέι πιπεριού, συσκευές ηλεκτρικής εκκένωσης και άκαμπτη ράβδος).
    – Το πέμπτο και έκτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του Ν3169/2003 <> να αντικατασταθεί ως εξής:
    ε. Για την προστασία εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας ή χώρων, στους οποίους φυλάσσονται αντικείμενα επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία ή τη δημόσια τάξη ή πειστήρια εγκλήματος, εφόσον η φύλαξή τους έχει ανατεθεί ειδικά στον αστυνομικό και επιχειρείται είσοδος με χρήση βίας, προσβολή ή αφαίρεση των φυλασσομένων.
    στ. Για την αποτροπή απόδρασης ή ελευθέρωσης κρατουμένου που επιχειρείται με χρήση βίας.
    – Στην παράγραφο 6 του άρθρου 3 του Ν3169/2003 <> να προστεθεί τρίτο εδάφιο ως εξής:
    γ. εναντίον ενόπλου όταν απειλεί την σωματική ακεραιότητα άοπλων (περιπτώσεις active shooter και ramming attack).
    -Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 της ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. 23/2010 «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΟΛΙΕΣ, ΕΛΕΓΧΟΙ ΠΕΖΩΝ ΥΠΟΠΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ. ΕΛΕΓΧΟΙ ΟΧΗΜΑΤΩΝ, ΚΑΤΑΔΙΩΞΕΙΣ (ΠΕΖΕΣ – ΕΠΟΧΟΥΜΕΝΕΣ), ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΟΛΙΑΣ ΣΕ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΞΕΛΙΣΣΟΝΤΑΙ» να συμπληρωθεί ως εξής:
    2. Ως μέσα άσκησης ελέγχου θεωρούνται:
    2.1. Η παρουσία,
    2.2. Ο διάλογος,
    2.3. Η σωματική δύναμη (λαβές ακινητοποίησης-συνοδείας, χτυπήματα εννεύρωσης),
    2.4. Η αστυνομική ράβδος,
    2.5. Τα δακρυγόνα μέσα, χειροβομβίδες κρότου-λάμψης ή άλλων ειδικών μέσων (σπρέι πιπεριού και συσκευές ηλεκτρικής εκκένωσης)
    2.6. Το πυροβόλο όπλο.

    -Η παράγραφος 6 του άρθρου 6 της ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. 23/2010 «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΟΛΙΕΣ, ΕΛΕΓΧΟΙ ΠΕΖΩΝ ΥΠΟΠΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ. ΕΛΕΓΧΟΙ ΟΧΗΜΑΤΩΝ, ΚΑΤΑΔΙΩΞΕΙΣ (ΠΕΖΕΣ – ΕΠΟΧΟΥΜΕΝΕΣ), ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΟΛΙΑΣ ΣΕ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΞΕΛΙΣΣΟΝΤΑΙ» να συμπληρωθεί ως εξής:
    6. Ο βασικός ατομικός εξοπλισμός του αστυνομικού πεζής-εποχούμενης περιπολίας περιλαμβάνει:
    6.1. Ατομικό Αλεξίσφαιρο γιλέκο σε εφαρμοστή προσαρμογή.
    6.2. Ατομικό πυροβόλο όπλο
    6.3. Γεμιστήρες με εφεδρικά πυρομαχικά για το ατομικό πυροβόλο όπλο σε θήκη αν πρόκειται για πιστόλι ή ταχυγεμιστήρες σε θήκη αν πρόκειται για περίστροφο.
    6.4. Αστυνομική ράβδο ανάλογου τύπου, από άκαμπτο υλικό, σε ειδική θήκη ή κρίκο ανάρτησης.
    6.5. Χειροπέδες σε θήκη
    6.6. Φακό σε θήκη ή κρίκο ανάρτησης
    6.7. Φορητό ασύρματο σε θήκη
    6.8. Σε ειδική θήκη μπλοκ παραβάσεων, μπλοκ μηνύσεων, αστυνομικό σημειωματάριο, χάρτη της περιοχής και γάντια μιας χρήσεως.
    6.9. Αστυνομική σφυρίχτρα.
    6.10. Σπρέι πιπεριού και συσκευή ηλεκτρικής εκκένωσης
    6.11. Διάφανη ασπίδα αντίστασης μικρού μεγέθους (για εποχουμένη περιπολία με όχημα)

    -Το άρθρο 26 του κεφαλαίου 3 της ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. 23/2010 «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΟΛΙΕΣ, ΕΛΕΓΧΟΙ ΠΕΖΩΝ ΥΠΟΠΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ. ΕΛΕΓΧΟΙ ΟΧΗΜΑΤΩΝ, ΚΑΤΑΔΙΩΞΕΙΣ (ΠΕΖΕΣ – ΕΠΟΧΟΥΜΕΝΕΣ), ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΟΛΙΑΣ ΣΕ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΞΕΛΙΣΣΟΝΤΑΙ» να συμπληρωθεί ως εξής:
    10. Σε περίπτωση που το πλήρωμα περιπολικού οχήματος λάβει εντολή να
    πραγματοποιήσει χρήση κινητών μηχανισμών ακινητοποίησης καταδιωκόμενου οχήματος (καρφιά ή λόγχες ακινητοποίησης), οφείλει να το πράξει σε τόπο και χώρο ώστε να αποφευχθεί ατύχημα έτερων διερχόμενων οχημάτων, διασφαλίζοντας ότι δεν δύναται να εισέλθει ουδείς πέραν τον εμπλεκόμενων αστυνομικών υπηρεσιών (Εισαγγελία Αρείου Πάγου εγκύκλιος 17/2023).

  • 17 Φεβρουαρίου 2025, 10:37 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

    Στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο προτείνεται η εισαγωγή διάταξης για να ρυθμιστεί, κατά τρόπο σαφή και λεπτομερή, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γαλλία, Κάτω Χώρες, Γερμανία), η άσκηση της αρμοδιότητας διενέργειας ελέγχων από τις ελληνικές ελεγκτικές αρχές στις παραμεθόριες περιοχές της χώρας μας με τη Βουλγαρία, η οποία πλέον εφαρμόζει πλήρως το κεκτημένο Schengen. Με βάση τις υπ’ αριθ. C-188/10 & C-189/10, C-278/12, C-9/16 και C-554/19 αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναγνωρίζεται η ανάγκη ύπαρξης τέτοιου είδους ρυθμιστικού πλαισίου, που να περιλαμβάνει λεπτομερείς διευκρινίσεις και περιορισμούς αναφορικά με την ένταση, τη συχνότητα και την επιλεκτικότητα των ελέγχων που διεξάγονται στις παραμεθόριες περιοχές με χώρα που εφαρμόζει πλήρως το κεκτημένο Schengen, ώστε να μπορεί να κριθεί δικαστικώς εάν το αποτέλεσμα των ως άνω διεξαγόμενων ελέγχων είναι ισοδύναμο με αυτό των συνοριακών, οι οποίοι, με βάση το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαγορεύονται στα εσωτερικά σύνορα των κρατών – μελών.

  • 17 Φεβρουαρίου 2025, 10:58 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

    Στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο προτείνεται η εισαγωγή διάταξης για να ρυθμιστεί επιτέλους το θέμα των περιπτώσεων κατά τις οποίες είναι επιτρεπτός ο περιορισμός της ελευθερίας κινήσεως των πολιτών (π.χ. προσαγωγές στο αστυνομικό κατάστημα, ακούσια ακινητοποίηση καταδιωκόμενου οχήματος ή πεζού), με τις προϋποθέσεις επιβολής τους από τους αστυνομικούς υπαλλήλους και τον καθορισμό τόσο των χρησιμοποιούμενων προς τούτο μέσων όσο και των τεχνικών προδιαγραφών τους, σε εκτέλεση, εξάλλου, και της σχετικής υποχρέωσης που επιβάλλεται από το άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγματος.
    Για το θέμα των προσαγωγών στο αστυνομικό κατάστημα, το οποίο ρυθμίζεται από τα άρθρα 74 παρ. 15 περ. (θ) και 95 παρ. 1 του Π.Δ/τος 141/1991, υφίσταται τόσο η ετήσια έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη του έτους 2002 (στο κεφάλαιο 6, όπου η σχετική αναφορά βρίσκεται στη σελίδα 210) όσο και το υπ’ αριθ. 16024.02.2.4 από 30.6.2003 πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη (όπου η σχετική αναφορά βρίσκεται στη σελίδα 6), στα οποία παρουσιάζεται η αμφισβήτηση που υφίσταται περί της συνταγματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων του προαναφερόμενου Π.Δ/τος και το ανεπίτρεπτα ρευστό και ασαφές περιεχόμενό τους και προτείνεται η εξ αρχής εκπόνηση και θέσπιση, με τυπικό νόμο, ενός σύγχρονου και σαφούς θεσμικού πλαισίου.
    Για το θέμα της ακούσιας ακινητοποίησης οχήματος, ο οδηγός του οποίου δεν συμμορφώνεται με αστυνομικό σήμα στάσης, υφίστανται, πέραν των σχετικών εσωτερικών διαταγών της Ελληνικής Αστυνομίας, η υπ’ αριθ. 5/2004 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η υπ’ αριθ. 2284/2023 από 07-08-2023 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης και η υπ’ αριθ. 17 από 11-09-2023 εγκύκλιος του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπου μνημονεύονται κάποιες προϋποθέσεις για τη χρήση συγκεκριμένου τεχνικού μέσου (λωρίδες με καρφιά).
    Μέχρι σήμερα, η ακινητοποίηση των καταδιωκόμενων οχημάτων λαμβάνει χώρα, κατά κανόνα χωρίς τη χρήση τεχνικών μέσων και αφού προηγουμένως τα παραπάνω οχήματα έχουν διανύσει απόσταση αρκετών χιλιομέτρων, είτε κατόπιν πρωτοβουλίας των καταδιωκόμενων οδηγών, οι οποίοι επιλέγουν το σημείο όπου θα προβούν στη συγκεκριμένη ενέργεια, ανάλογα με τις δυνατότητες πεζής διαφυγής τους που τους παρέχει, είτε κατόπιν τροχαίου ατυχήματος, όπου συχνά προκαλούνται θάνατοι ή σοβαροί τραυματισμοί τόσο των επιβαινόντων στα καταδιωκόμενα οχήματα όσο και τρίτων άσχετων πολιτών, είτε αφού εξαντληθούν τα καύσιμα των εν λόγω οχημάτων είτε, τέλος, όταν έχει αποκλειστεί, για οποιονδήποτε λόγο, η περαιτέρω πορεία τους.
    Εκ των ανωτέρω καταδεικνύεται η επιτακτικότητα της ανάγκης εκπόνησης και θέσπισης, με τυπικό νόμο, του απαιτούμενου θεσμικού πλαισίου, που θα βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τις διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α. και θα είναι κατάλληλο για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής, με το οποίο θα εισάγονται συγχρόνως οι μέθοδοι και τα μέσα ακινητοποίησης καταδιωκόμενων, κάποια εκ των οποίων χρησιμοποιούνται ήδη από έτερες αστυνομίες, με τις προδιαγραφές και τις προϋποθέσεις χρήσης τους, ώστε να προστατεύεται, κατά το δυνατόν και κατά σειρά προτεραιότητας, η ζωή, η σωματική ακεραιότητα και η ιδιοκτησία του αστυνομικού προσωπικού, των άσχετων πολιτών αλλά και των οδηγών των καταδιωκόμενων οχημάτων καθώς και των προσώπων που επιβαίνουν σ’ αυτά, τα οποία, πολλές φορές, δεν συναινούν στη μη συμμόρφωση προς το δοθέν σήμα στάσης και την επακόλουθη περαιτέρω αντίδραση του οδηγού του οχήματος σ’ αυτό.

  • 17 Φεβρουαρίου 2025, 10:17 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

    Στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο προτείνεται η εισαγωγή διάταξης για να ρυθμιστεί επιτέλους το θέμα των επιτρεπτών χημικών ουσιών ή των άλλων ειδικών μέσων, που προκρίνονται της χρήσης του πυροβόλου όπλου και αναφέρονται ως ηπιότερα αυτής στο άρθρο 3 παρ. 2 περ. (α) του Ν. 3169/2003 «Οπλοφορία, χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς, εκπαίδευσή τους σε αυτά και άλλες διατάξεις». Η διάταξη που προτείνεται να εισαχθεί θα πρέπει να καθορίζει τα είδη των μέσων αυτών, τις περιπτώσεις που επιτρέπεται η χρήση τους και τις τεχνικές προδιαγραφές τους. Τέτοιου είδους χημικά και τεχνικά μέσα χρησιμοποιούνται ήδη από έτερες αστυνομίες προς απόκρουση ή εξουδετέρωση επίθεσης σε βάρος αστυνομικού ή τρίτου, με όσο το δυνατό ηπιότερες συνέπειες για τον επιτιθέμενο, σε σχέση με τις συνέπειες που θα του επέφερε η χρήση πυροβόλου όπλου. Είναι δηλαδή και προς το συμφέρον του επιτιθέμενου η χρήση των εν λόγω μέσων και άρα επιβεβλημένη η άμεση νομοθετική καθιέρωσή τους. Στη σημερινή εποχή, αποτελεί πράγματι παραδοξότητα και ανεπίτρεπτο έλλειμμα του συστήματος επιβολής της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, τα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο αστυνομικός για την απόκρουση ή εξουδετέρωση επίθεσης να κλιμακώνονται από τη χρήση αστυνομικής ράβδου απευθείας στην προειδοποίηση χρήσης πυροβόλου όπλου.

  • 13 Φεβρουαρίου 2025, 18:14 | ΣΤΑΥΡΟΣ

    Αρκετά σωστοί οι σχολιασμοί του @Christos για το ακόμα υποχρεωτικό (!) αλεξίσφαιρο και την αχρείαστη κατάργηση στολής. Δεν έχω καταλάβει όμως, αυτοί που (κακώς) δε θα φοράνε στολή, θα πρέπει να φοράνε αλεξίσφαιρο; Πρέπει να τα δείτε αυτά. Επίσης σωστή και η προστασία των εταιριών από τα αλληλοκαρφώματα άνευ ουσίας. Και λογικά θα πρέπει να γυρίσετε πίσω να γλιτώσετε όσους χαροκαμένους μπορείτε από τον κακογραμμένο Νόμο που είχε άλλη πρόβλεψη για το αλεξίσφαιρο και άλλη για την στολή.

  • 11 Φεβρουαρίου 2025, 18:08 | Christos

    Προτείνεται η παραμονή της υποχρεωτικότητας στη χρήσης στολής. Δεν εξυπηρετεί κάποιον ουσιαστικό σκοπό ή έμμεση κατάργηση μέσω της χορήγησης ατομικής βεβαίωσης.

    Συγκεκριμένα :
    -Η στολή προσδίδει κύρος και σοβαρότητα στον ρόλο του προσωπικού ασφαλείας, ενισχύοντας την εικόνα του ως επαγγελματία. Οι πολίτες και οι πελάτες αισθάνονται μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε έναν υπεύθυνο φύλακα που φέρει στολή, αντί σε κάποιον που φορά απλά ρούχα.
    -Σε καταστάσεις κρίσης, η ύπαρξη στολής επιτρέπει στους πολίτες και στους αρμόδιους φορείς (π.χ. αστυνομία, πυροσβεστική) να αναγνωρίσουν άμεσα το προσωπικό ασφαλείας και να συνεργαστούν μαζί του.
    -Η ορατή παρουσία ενστόλων λειτουργεί αποτρεπτικά. Μια στολή δηλώνει ξεκάθαρα ότι υπάρχει οργανωμένη φύλαξη στον χώρο, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα παραβατικών ενεργειών.
    -Σε πολυσύχναστους χώρους (όπως εμπορικά κέντρα, εκδηλώσεις, νοσοκομεία, τράπεζες), η χρήση στολής επιτρέπει στο προσωπικό ασφαλείας να ξεχωρίζει από τους πολίτες, διευκολύνοντας τη διαχείριση του πλήθους και την επιβολή κανόνων ασφαλείας.
    -Η υποχρεωτική στολή προάγει την πειθαρχία και την επαγγελματική συμπεριφορά. Οι εργαζόμενοι που φορούν στολή τείνουν να τηρούν πιο υπεύθυνη στάση, γνωρίζοντας ότι εκπροσωπούν την εταιρεία τους.
    -Χωρίς υποχρεωτική στολή, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να προσποιηθεί ότι είναι φύλακας, εξαπατώντας πολίτες ή ακόμα και διαπράττοντας εγκληματικές πράξεις. -Η υποχρεωτική στολή μειώνει την πιθανότητα τέτοιων φαινομένων και εξασφαλίζει ότι μόνο το εξουσιοδοτημένο προσωπικό μπορεί να αναγνωρίζεται ως υπεύθυνο ασφαλείας.
    -Η μη χρήση στολής θολώνει την αποστολή των ΙΕΠΥΑ καθώς ενδέχεται να παρεισφρήσουν καθήκοντα που δεν εντάσσονται στην αποστολή τους όπως παρακολούθηση κλπ.
    -Τέλος, πρακτικές περιπτώσεις στις οποίες δεν απαιτείται χρήση στολής, μπορούν να εξυπηρετηθούν από άλλες ειδικότητες όπως ταξιθέτες, θυρωρούς κλπ.

    Συμπερασματικά, η υποχρεωτική χρήση στολής από το προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας είναι ένα μέτρο που προσφέρει οργανωτικότητα, ασφάλεια, επαγγελματισμό και αξιοπιστία. Μειώνει τα περιθώρια παρανοήσεων, ενισχύει την αποτρεπτική ισχύ της παρουσίας του προσωπικού ασφαλείας και δημιουργεί μια θετική εικόνα για την εταιρεία και τις υπηρεσίες της.

  • 11 Φεβρουαρίου 2025, 17:49 | Κώστας Γεροβασίλης

    Εάν ήθελε κάποιος, με το προηγούμενο καθεστώς μπορούσε να κλείσει μία επιχείρηση ασφαλείας για ασήμαντη αφορμή, μοιράζοντας την πελατεία της στους ανταγωνιστές. Κατάφορα άδικο και επιβεβλημένη η αλλαγή του νόμου, έστω και με τεράστια καθυστέρηση. Να μπει οπωσδήποτε και μία μεταβατική διάταξη για τις εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις αλλιώς θα έχουμε κατάφορες αδικίες. Δηλαδή θα καταλήξουμε να κινδυνεύει μια εταιρεία με αφαίρεση άδεια λειτουργίας για παράβαση που πλέον δεν τιμωρείται με τέτοια κύρωση! Δεν πρέπει να υπάρξει διάταξη που να ρυθμίζει τέτοιο ζήτημα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο;

  • 11 Φεβρουαρίου 2025, 09:02 | Christos

    Προτείνεται η υποχρεωτική χρήση αλεξίσφαιρων για τις δραστηριότητες της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 να αντικατασταθεί με προαιρετική κατόπιν εκτίμησης απειλών για την σωματική ακεραιότητα του προσωπικού από χρήση πυροβόλων όπλων εκρηκτικών μηχανισμών κλπ. Η υποχρεωτική χρήση αλεξίσφαιρου από το προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας είναι μια γενικευμένη λύση που δεν λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές συνθήκες εργασίας. Άλλωστε, η χρήση αλεξίσφαιρου γιλέκου δεν είναι απολύτως υποχρεωτική ούτε για τους αστυνομικούς.

    Ειδικότερα:
    -Τα αλεξίσφαιρα γιλέκα, περιορίζουν την κίνηση του προσωπικού ασφαλείας και προσθέτουν βάρος που τους καταπονεί ιδιαίτερα κατά την εκτέλεση πεζών περιπολιών. Να σημειωθεί πως ο μέσος όρος ηλικίας απασχολούμενων στον κλάδο αυξάνεται διαρκώς
    -Το προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας δεν είναι αστυνομικοί ή στρατιώτες. Η υποχρεωτική χρήση αλεξίσφαιρου, προκαλεί αρνητικές αντιδράσεις δυσκολεύοντας τη συνεργασία με πολίτες
    -Η συνεχής χρήση αλεξίσφαιρου μπορεί να αυξήσει το άγχος και την αίσθηση ανασφάλειας στους ίδιους τους εργαζομένους, δίνοντας την εντύπωση ότι η εργασία τους είναι πιο επικίνδυνη απ’ ό,τι πραγματικά είναι
    -Οι περισσότερες θέσεις ιδιωτικής ασφάλειας δεν αφορούν επικίνδυνες εγκαταστάσεις. Σε περιπτώσεις φύλαξης ξενοδοχείων, κτιρίων γραφείων, καταστημάτων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κλπ η υποχρεωτική χρήση είναι υπερβολική και αχρείαστη
    -Η επιβολή μιας τέτοιας υποχρέωσης λειτουργεί αποτρεπτικά για νέους επαγγελματίες που σκέφτονται να εργαστούν στον κλάδο, ειδικά καθώς η αμοιβή δεν δικαιολογεί την πρόσθετη σωματική καταπόνηση

  • 9 Φεβρουαρίου 2025, 02:56 | Agis

    σχετικά με τις Αναγκαίες Αλλαγές στο Νόμο και στην Κουλτούρα Εκπαίδευσης

    1. Αναγκαιότητα Συνολικής Αλλαγής της Κουλτούρας στην Εκπαίδευση και στα Κοινωνικά Φαινόμενα

    Η εκπαίδευση των στελεχών της ΕΛ.ΑΣ. δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στη νομική και επιχειρησιακή κατάρτιση αλλά να επεκτείνεται στην ευρύτερη αλλαγή κουλτούρας. Οι νέες κοινωνικές απαιτήσεις επιβάλλουν αναπροσαρμογή του τρόπου λειτουργίας της Αστυνομίας, με γνώμονα την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και την αποφυγή καταχρηστικών πρακτικών.

    2. Τήρηση και Ανάλυση του Κώδικα Δεοντολογίας στην Ακαδημία

    Η πλήρης κατανόηση και εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας πρέπει να αποτελεί βασικό πυλώνα εκπαίδευσης στην Αστυνομική Ακαδημία. Αυτό περιλαμβάνει:

    Αυστηρή επιτήρηση της συμπεριφοράς των στελεχών.

    Διαρκή επιμόρφωση πάνω σε ζητήματα ηθικής και επαγγελματισμού.

    Εφαρμογή μηχανισμών ελέγχου για παραβάσεις.

    3. Εκπαίδευση «On the Job» και Καθοδήγηση Νεοεισερχόμενων

    Πριν την ανάληψη εξ ολοκλήρου μιας θέσης, είναι κρίσιμο οι νέοι αστυνομικοί να εκπαιδεύονται πρακτικά, υπό την καθοδήγηση έμπειρων συναδέλφων. Ένα οργανωμένο πρόγραμμα πρακτικής άσκησης θα μειώσει τα λάθη και θα βελτιώσει τη διαχείριση δύσκολων καταστάσεων.

    4. Εκπαίδευση για την Επικοινωνία με το Κοινό

    Η συμπεριφορά των αστυνομικών προς τους πολίτες συχνά δεν είναι ισότιμη ή σύμφωνη με το νόμο. Απαιτείται εξειδικευμένη εκπαίδευση σε:

    Διαχείριση κρίσεων με πολίτες.

    Ισορροπημένη και δίκαιη μεταχείριση όλων ανεξαρτήτως φύλου, κοινωνικής τάξης ή εθνότητας.

    Αποφυγή κατάχρησης εξουσίας και αυθαίρετης βίας.

    5. Απαγόρευση Διαρροών στον Τύπο και Αυστηροποίηση του Νόμου

    Η διαρροή πληροφοριών προς τον Τύπο από αστυνομικούς υπονομεύει την αξιοπιστία του σώματος και μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένες εντυπώσεις στην κοινή γνώμη. Προτείνεται:

    Αυστηροποίηση των κανόνων για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών.

    Επιβολή ποινικών κυρώσεων για μη εξουσιοδοτημένες διαρροές.

    6. Τήρηση του Τεκμηρίου Αθωότητας και Ουδετερότητα

    Είναι αναγκαία η αντικειμενικότητα κατά τη διερεύνηση υποθέσεων. Η απόδοση ταυτοτικών χαρακτηριστικών σε δράστες ή θύματα (π.χ. εθνικότητα, φύλο) χωρίς αποδείξεις οδηγεί σε προκαταλήψεις και κοινωνική διχόνοια.

    7. Εκπροσώπηση της ΕΛ.ΑΣ. μόνο από Εξουσιοδοτημένα Άτομα

    Η εκπροσώπηση του σώματος από συνδικαλιστικούς φορείς χωρίς εξουσιοδότηση είναι αντιδεοντολογική και δυνητικά παράνομη. Πρέπει να διασφαλιστεί ότι:

    Η θέση της ΕΛ.ΑΣ. εκφράζεται μόνο από επίσημους εκπροσώπους.

    Υπάρχει έλεγχος στην επικοινωνία προς τα ΜΜΕ.

    8. Αντιμετώπιση της Διαφθοράς και Μισανδρίας

    Η ύπαρξη φαινομένων διαφθοράς και εσωτερικών προκαταλήψεων, ειδικά σε τμήματα που διαχειρίζονται ανηλίκους και θέματα βίας, αποτελεί μείζον πρόβλημα. Απαιτείται:

    Αυστηρός εσωτερικός έλεγχος.

    Ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα για την εξάλειψη προκαταλήψεων.

    9. Πρακτική Άσκηση και Συνεχής Εκπαίδευση

    Οι αστυνομικοί πρέπει να υποβάλλονται σε τακτικές εκπαιδευτικές ασκήσεις που να περιλαμβάνουν:

    Ρεαλιστικά σενάρια καταστάσεων υψηλής πίεσης.

    Διαχείριση συγκρούσεων και κοινωνικών εντάσεων.

    10. Διαρκής Κατάρτιση των Κέντρων 100 και 112

    Τα κέντρα έκτακτης ανάγκης πρέπει να εκπαιδεύονται διαρκώς ώστε να ανταποκρίνονται σωστά σε κρίσιμες καταστάσεις. Αυτό περιλαμβάνει:

    Ειδική εκπαίδευση για την αναγνώριση καταστάσεων υψηλού κινδύνου.

    Συντονισμένη δράση με άλλες υπηρεσίες διάσωσης.

    Αρνητικά Σημεία και Τελικό Συμπέρασμα

    Η υλοποίηση των παραπάνω προτάσεων αντιμετωπίζει προκλήσεις, όπως:

    Αντίσταση από παλαιότερα στελέχη.

    Έλλειψη πολιτικής βούλησης για αυστηροποίηση των εσωτερικών ελέγχων.

    Περιορισμένοι πόροι για διαρκή εκπαίδευση.

    Ωστόσο, η μεταρρύθμιση της ΕΛ.ΑΣ. είναι κρίσιμη για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του σώματος. Η εφαρμογή αυτών των μέτρων θα συμβάλει στην οικοδόμηση μιας σύγχρονης και δίκαιης αστυνομίας, με γνώμονα τον σεβασμό στα δικαιώματα των πολιτών και την ασφάλεια της κοινωνίας.

  • 8 Φεβρουαρίου 2025, 20:10 | Vasily Psaromatis

    Bravo well done bravo well done bravo well done bravo