- Τα άρθρα 17 έως 21 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97) εφαρμόζονται και για τα μέλη των Πειθαρχικών Συμβουλίων του Σ.Δ.Δ.Ε., με την επιφύλαξη όσων ορίζονται ειδικότερα στο παρόν άρθρο.
- Η αίτηση εξαίρεσης επιδίδεται στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Για την αίτηση εξαίρεσης το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει αιτιολογημένα με συμμετοχή των αναπληρωτών των μελών των οποίων ζητείται η εξαίρεση. Τα μέλη που εξαιρούνται αντικαθίστανται από τα αναπληρωματικά τους. Αν εξαιρεθούν το τακτικό και το αναπληρωματικό του μέλος, το συμβούλιο συνεδριάζει με τα υπόλοιπα μέλη του, εφόσον έχει απαρτία. Η εξαίρεση αναπληρωματικού μέλους μπορεί να ζητηθεί και την ημέρα της συνεδρίασης, οπότε το συμβούλιο αποφασίζει αμέσως επί της αίτησης εξαίρεσης με τα υπόλοιπα μέλη του.
- Όταν ζητείται η εξαίρεση ολόκληρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή τόσων από τα μέλη του, ώστε να μην καθίσταται εφικτή η νόμιμη συγκρότησή του, η αίτηση διαβιβάζεται από τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου στο Κεντρικό Διοικητικό Συμβούλιο (Κ.Δ.Σ.) του Σ.Δ.Δ.Ε. και το Πειθαρχικό Συμβούλιο αναστέλλει τις εργασίες του μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης εξαίρεσης.
- Αν η αίτηση εξαίρεσης μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου γίνει δεκτή και δεν υπολείπεται επαρκής αριθμός για τη συγκρότηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η υπόθεση παραπέμπεται από το Κ.Δ.Σ. του Σ.Δ.Δ.Ε. στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Αίτημα εξαίρεσης μπορεί να υποβληθεί και για μέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου, οπότε ακολουθείται η διαδικασία της παρ. 2. Αίτημα εξαίρεσης όλων των μελών του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου ή αριθμού τέτοιου ώστε να μην εξασφαλίζεται απαρτία, απορρίπτεται ως απαράδεκτο.
5. Ο πειθαρχικώς ελεγχόμενος μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου μία (1) φορά μόνο ανά βαθμό δικαιοδοσίας.