- Ο πειθαρχικός έλεγχος ασκείται από το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν απόφασης ή παραγγελίας του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου (Κ.Δ.Σ.) ή της Διοικούσας Επιτροπής Περιφερειακού Τμήματος ή κατόπιν έγγραφης αναφοράς ή ανακοίνωσης δημόσιας αρχής ή έπειτα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου.
- Ο Πρόεδρος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζει, με απόφασή του, ένα (1) μέλος του συμβουλίου ως εισηγητή. Ο εισηγητής διενεργεί προκαταρκτική εξέταση, καλεί και εξετάζει ενόρκως μάρτυρες και ενεργεί κάθε απαραίτητη κατά την κρίση του πράξη για την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης.
- Μετά από την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης, ο εισηγητής συντάσσει και υποβάλλει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο το πόρισμά του. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, αφού εκτιμήσει τα στοιχεία του φακέλου, αποφαίνεται, με αιτιολογημένη απόφασή του, είτε για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο, οπότε και ενημερώνει εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήψη της σχετικής απόφασης τον εγκαλούμενο και τον εγκαλούντα, είτε παραγγέλλει στον εισηγητή της υπόθεσης να συντάξει κατηγορητήριο.
- Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφαίνεται αιτιολογημένα εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημέρων από την υποβολή προς αυτό του κατηγορητηρίου από τον εισηγητή, για την άσκηση ή μη πειθαρχικής δίωξης.
- Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο εκδίδει οριστική απόφαση εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης. Αν για την ίδια πράξη έχει ασκηθεί ποινική δίωξη κατά πειθαρχικώς ελεγχόμενου, το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να αναστείλει, κατά την κρίση του, την πειθαρχική δίωξη μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης από τα ποινικά δικαστήρια. Οι διαπιστώσεις που εμπεριέχονται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο βούλευμα για την ύπαρξη ή μη ορισμένων γεγονότων γίνονται δεκτές και στην πειθαρχική δίκη.
- Ο Πρόεδρος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, επί ποινή ακυρότητας, επιδίδει, με δικαστικό επιμελητή, κλήση στον πειθαρχικώς ελεγχόμενο, προκειμένου να λάβει ενυπόγραφα γνώση του κατηγορητηρίου και των εγγράφων της υπόθεσης και να απολογηθεί. Στην κλήση περιγράφεται με σαφήνεια το αποδιδόμενο παράπτωμα.
- Η προθεσμία που δίνεται στον πειθαρχικώς ελεγχόμενο, προκειμένου να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου και να απολογηθεί, δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε (5) και μεγαλύτερη από δέκα (10) ημέρες από την επίδοση της κλήσης. Η προθεσμία του πρώτου εδαφίου δύναται να παραταθεί μία (1) φορά και έως το τριπλάσιο της αρχικής προθεσμίας, μετά από αιτιολογημένη έγγραφη αίτηση του πειθαρχικώς ελεγχόμενου.
- Μετά από την απολογία ή την υποβολή έγγραφου απολογητικού υπομνήματος ή την πάροδο της προθεσμίας που έχει τεθεί για τον σκοπό αυτό, το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο εκδίδει την απόφασή του εντός προθεσμίας (8) ημερών από την ημέρα της συνεδρίασης.
- Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο πειθαρχικώς ελεγχόμενος μπορεί να παρίσταται με πληρεξούσιο δικηγόρο.
- Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να εξετάζει μάρτυρες κατά την κρίση του και, μετά από την απολογία του πειθαρχικώς ελεγχόμενου ή, αν αυτός δεν εμφανίζεται, αφότου διαπιστωθεί ότι αυτός έχει νόμιμα κληθεί, εκδίδει απόφαση. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, μπορεί να διατάξει τη συμπλήρωση του κατηγορητηρίου και της ανάκρισης.
- Η απόφαση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου υπογράφεται από τον Πρόεδρο και όλα τα μέλη του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, είναι αιτιολογημένη και επιδίδεται εντός προθεσμίας οκτώ (8) ημερών από την έκδοσή της στον πειθαρχικώς ελεγχόμενο, κοινοποιείται δε στη Διοικούσα Επιτροπή του οικείου Περιφερειακού Τμήματος, του οποίου ο πειθαρχικώς ελεγχόμενος είναι μέλος και στο Κ.Δ.Σ., εφόσον έχει δικαίωμα έφεσης, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 17.
12. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται αναλογικά και κατά την εκδίκαση υποθέσεων από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο σε πρώτο βαθμό μετά από παραπομπή ή σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, σύμφωνα με τις περ. α) και γ) της παρ. 5 του άρθρου 15, αντίστοιχα.